Βίλα Αμαλία:1862- 2013
Ενα κτίριο που μέσα του φωλιάζουν ξεχασμένες σελίδες Ιστορίας με βασιλικές ίντριγκ ες και δεξιώσεις της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της χώρας. Από τη Βαυαροκρατία και αργότερα στρατηγείο της Γκεστάπο έγινε το δεύτερο σε αρχαιότητα Γυμνάσιο της Αθήνας, γαλουχώντας επιφανείς άνδρες, για να «σωπάσει» τον Νοέμβριο του ’73 και να ζων τανέψει ξανά στις αρχές του ’90 από αντεξουσιαστές, μοϊκάνους και πανκιά. 23 χρόνια κατάληψης έλαβαν τέλος...
«Τα πρωινά, άκουγα το κουδούνι του επιστάτη, του Ναπολέοντα, να καλεί τα παιδιά για συγκέντρωση και πρωινή προσευχή και πήγαινα κι εγώ, με το πάσο μου, για να μετάσχω στην υποχρεωτική αυτή διαδικασία. Το κτίριο είχε μία μεγάλη σκάλα, “αυτοκρατορική”, που ένωνε το ισόγειο με τον πρώτο όροφο.
Οι αίθουσες διδασκαλίας ήταν ελάχιστες. Τρεις στο ισόγειο και τέσσερις στον όροφο. Υπήρχαν κι άλλες δύο αίθουσες, στο υπόγειο. Το κρύο ήταν φοβερό, ιδίως στο υπόγειο. [...] Το σχολείο μας απέκτησε μεγάλη φήμη, μεταξύ 1946-1956, εξαιτίας του Γυμνασιάρχη Πάνου Πάτρα. Μυστήριος άνθρωπος. Γκρίζος, δεξιός, θεολόγος και αυστηρός σε βαθμό κακουργήματος. Μας έδερνε όλους!
Τα χαστούκια του ήταν δυναμίτες. Απαιτούσε στρατιωτική πειθαρχία, και την επέβαλλε. Τότε μου ’ρχότανε να τον γιαουρτώσω. Αλλά τώρα σκέφτομαι πως,
αν αυτός ο εκπαιδευτικός δεν ήταν “τέρας με έξι δάχτυλα”, όπως τον χαρακτηρίζαμε, πολλοί από μας δεν θα είχαν πάρει απολυτήριο», αφηγείται
ο στιχουργός και ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος, ένα από τα παιδιά της γειτονιάς και μαθητής του θρυλικού 2ου Γυμνασίου Αρρένων, σε πείσμα της εντυπωσιθηρίας που θέλει να βαφτίζει το κτίριο που στέγαζε το παλιό του σχολείο του «Βίλα Αμαλία». «Μου κακοφαίνεται όταν διαβάζω ή ακούω να γίνεται λόγος για τη “Βίλα Αμαλία”. Γιατί, για μένα, “Βίλα Αμαλία” δεν υπάρχει», δηλώνει σήμερα ο ποιητής, ο οποίο περιγράφει εκτενέστερα την εποχή που μαθήτευσε σε αυτό, καθώς και τους συμμαθητές του στο βιβλίο του «Είναι γλεντζές, πίνει γάλα».
Υπήρχε κάποτε ένα επιβλητικό κτίριο στη συμβολή Αχαρνών και Xέυδεν στην Αθήνα. Εκατό μέτρα απόσταση από την πλατεία Bικτωρίας -πρώην πλατεία Kυριακού- ανάμεσα στον Αγιο Παντελεήμονα και την πλατεία Βάθη. Παλιό αστικό σπίτι, χτισμένο για κατοικία, την εποχή του τέλους της Βαυαροκρατίας υπό τον βασιλιά Οθωνα στην Ελλάδα, πάνω σε προσχέδια του επίσης Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Πιθανό έτος έναρξης κατασκευής το 1860, έτος περάτωσης το 1862, μια μικρή περίοδος όπου η Ελλάδα πρόλαβε να γνωρίσει τρεις πρωθυπουργούς: τους Αθανάσιο Μιαούλη, Γενναίο Κολοκοτρώνη και Δημήτρη Βούλγαρη. Πολλοί νομίζουν ότι το κτίριο ονομάστηκε «Βίλα Αμαλία» λόγω της αποτυχημένης απόπειρας ενός φοιτητή να δολοφονήσει τον Φεβρουάριο του 1861 τη βασίλισσα Αμαλία. Η ονομασία δεν έχει καμία σχέση. Απλή σύμπτωση.
Το 1989 ομάδες των πρώτων καταληψιών στην Αθήνα εγκαθίστανται στην παραμελημένη βίλα που είχε αφιερώσει ο βασιλιάς Οθωνας στη σύζυγό του Αμαλία, επί της οδού Αμαλίας στο ύψος την αρχής της λεωφόρου Συγγρού. Οταν η Αστυνομία τούς εξαναγκάζει τότε να την εκκενώσουν, αυτοί βρίσκουν νέο στέκι επί της Χέυδεν στο εγκαταλειμμένο κτίριο τόσο από το υπουργείο Παιδείας και τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων όσο και από τον Δήμο Αθηναίων. Εκεί στην πρώτη τους ανοιχτή συνέλευση οι καταληψίες αποφασίζουν να το ονομάσουν «Βίλα Αμαλία» προς τιμήν αλλά κυρίως εις ανάμνησην της πρώτης τους ολιγοήμερης κατάληψης. Υπάρχει, εξάλλου, η μαρμάρινη πινακίδα πάνω από την κεντρική είσοδο του τρίπατου κτιρίου που γράφει Β’ Γυμνάσιο Αρρένων 1862. Χρονολογία που θεωρείται ότι άρχισε να φιλοξενεί μαθητές. Η αλήθεια είναι ότι το Γυμνάσιο πρωτολειτούργησε το 1862 στην Πλάκα και μεταστεγάστηκε εκεί το 1932, όπου και παρέμεινε ως το 1973, όταν εκ νέου το σχολείο μετακόμισε στην οδό Σουρμελή -στην πλατεία Βάθη- όπου λειτουργούσε το παλιό Τοσίτσειο Αρσάκειο Θηλέων Αθήνας.
Το σίγουρο είναι ότι την περίοδο της γερμανικής κατοχής το κτίριο επί της Χέυδεν ήταν διοικητήριο των κατοχικών δυνάμεων. Προηγουμένως αποτέλεσε την κατοικία του ναυάρχου και πρεσβευτή Περικλή Ι. Αργυρόπουλου, εγγονού του συνονόματού του πολιτικού και πανεπιστημιακού, γόνου παλιάς φαναριώτικης οικογένειας και ηγεμόνων της Βλαχίας. Επειδή, ωστόσο, το συγκεκριμένο κτίριο αποτελείται σήμερα από δύο κτίσματα που μοιράζονταν κοινή αυλή, πλάι στην έπαυλη του Αργυρόπουλου βρισκόταν η έπαυλη του Ιωάννη Δ. Ράλλη, γόνου παλιάς οικογένειας πολιτικών, πολιτικός και Μακεδονομάχος ο ίδιος, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τους ναζί, ως συνεργάτης των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων και πρωθυπουργός της κυβέρνησης δωσίλογων από τον Απρίλιο του 1943 ως τον Οκτώβριο του 1944, οπότε και απελευθερώθηκε η χώρα.
Οπως και να 'χει, στο κτίριο φωλιάζουν ξεχασμένες σελίδες Ιστορίας με πολιτικές συναθροίσεις, κοινωνικές δεξιώσεις και χοροεσπερίδες της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της Αθήνας από τη Βαυαροκρατία έως και μετά τον Μεσοπόλεμο. Η ψηλή, πάνω από 3 μέτρα, κεντρική πόρτα του, επί της Χέυδεν, οδηγούσε στο υπερυψωμένο ισόγειο με μαρμάρινα σκαλιά που τέλειωναν με παραστάτες στους δυο τοίχους. Ξύλινα πατώματα στον όροφο στον οποίο οδηγούσε η φαρδιά μαρμάρινη εσωτερική στριφογυριστή σκάλα. Υπερμεγέθη τετράδιπλα παράθυρα και μπαλκονόπορτες περίτεχνες, γύψινες διακοσμήσεις στα ταβάνια, οροφογραφίες, ακροκέραμα και φουρούσια στα μπαλκόνια, όλα σε νεοκλασικά μοτίβα, χάριζαν στην όψη, στο εσωτερικό και στο τυπικό μικρό αθηναϊκό προαύλιο τη μεγαλοπρέπεια ενός αρχοντικού άλλων εποχών. Ακόμα και οι αποθήκες και τα παλιά μαγειρεία του ημιυπόγειου αντανακλούσαν ευδιάκριτα την ανάλαφρη μορφή του αρχιτεκτονικού ρεύματος του νεοκλασικισμού, ο οποίος χαρακτήριζε πολλά κτίσματα του 19ου αιώνα. Πέρα όμως από την τεχνοτροπία, ήταν το κοινωνικό μίγμα χιλιάδων μαθητών που πέρασαν από τα θρανία του καθώς και μερικοί καλλιεργημένοι εκπαιδευτικοί στην έδρα των τάξεων, οι οποίοι προσέφεραν επί τρεις σχεδόν γενιές το υλικό που θα έκανε ιστορικό το κτίριο. Στο βιβλίο του «Καταφύγιο Ιδεών», ο Χρήστος Γιανναράς γράφει: «... Τη διαδρομή των έξι χρόνων στο Β' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών επρόκειτο να την κάνω με παρέα που σήμερα καυχιέται -και όχι άδικα- για τις διασημότητες που ανέδειξε». Από τα θρανία του πέρασαν ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο εικαστικός Αλέκος Φασιανός, ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο συγγραφέας και εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος, οι ζωγράφοι Πέτρος Ζουμπουλάκης και Γρηγόρης Σεμιτέκολο, ο δημοσιογράφος-διευθυντής της Deutsche Welle Αγγελος Μαρόπουλος, οι ηθοποιοί Τρύφων Καρατζάς και Κώστας Καραγιώργης, ο τραγουδιστής Βλάσσης Μπονάτσος, ο πλαστικός χειρουργός Ανδρέας Φουστάνος, ο κριτικός Ιάσονας Τριανταφυλλίδης και πολλοί άλλοι, ο καθένας με τη δική του διαδρομή και τις κοινές, ανά εποχή, μαθητικές αναμνήσεις.
Με παρόμοια αυστηρότητα επιχειρήθηκε να δαμαστούν όλοι οι ανήσυχοι μαθητές και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει. Εξάλλου πολλοί μαθητές του τότε Γυμνασίου είχαν ήδη ενωθεί με τους φοιτητές στην εξέγερση του κοντινού Πολυτεχνείου, το 1973. Τότε, την επομένη της εισόδου των τανκς, στην παράταξη των μαθητών στο προαύλιο, πριν από την είσοδο στην τάξη, ο περιβόητος πλην αλησμόνητος καθηγητής Μουσικής, Επτανήσιος Αλέξανδρος Μποτετζάγιας έδωσε το σύνθημα της τυπικής απαγγελίας του εθνικού ύμνου. Και ακολούθησε ο χαμός όταν εκατοντάδες αγόρια με τονωμένο το ηθικό και ηρωική έπαρση έψαλλαν τόσο φωναχτά τους στίχους του Σολωμού, ώστε βγήκε ο κόσμος στα μπαλκόνια της Χέυδεν, χειροκροτώντας με ενθουσιασμό. Ηταν μία από τις τελευταίες πράξεις σε μια ιστορική διαδρομή 111 ετών για το σχολείο. Την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 1973 έγινε για τελευταία φορά μάθημα στο ιστορικό κτίριο της οδού Χέυδεν. Τελευταίος γυμνασιάρχης που σφράγισε με το στυλ την περίοδο, ο εκπαιδευτικός Α. Τσάπαλης, προς τιμήν του οποίου με δόσεις δυτικόστροφου σαρκασμού οι μαθητές αποκαλούσαν το Γυμνάσιό τους «Τσαπ-Τσαπ Κόλετζ». Το 1975, αφού είχε γίνει πια η μεταστέγαση του σχολείου, το κτίριο πέρασε στο Ελληνικό Δημόσιο και την κυριότητα του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων. Εγκαταλειμμένο στο έλεος της φθοράς, της διάβρωσης και της απαξίωσης βαθμιαία σάπιζε και ερήμωνε με την κρατική μέριμνα ως συνήθως απούσα. Υστερα από επίμονες προσπάθειες ο νέος ιδιοκτήτης του χώρου, ο Δήμος Αθηναίων, υποσχέθηκε πριν από 25 χρόνια την αναπαλαίωσή του, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πολιτιστικό κέντρο, με παράλληλη ανάπλαση της οδού Χέυδεν από την πλατεία Bικτωρίας μέχρι την Aχαρνών.
Κάπως έτσι η κατάληψη έφτασε να μετράει 23 χρόνια λειτουργίας σαν ανοιχτός κοινωνικός χώρος με καθαρή αντιεμπορευματική στάση. Εκεί οργανώθηκαν αμέτρητες εκδηλώσεις με προβολές, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, συζητήσεις, ενώ παράλληλα προωθούνταν προγράμματα αυτομόρφωσης, εκμάθησης ξένων γλωσσών, Η/Υ, φωτογραφίας, μουσικών οργάνων και ενθάρρυνσης εκδοτικών εγχειρημάτων. Ωστόσο, αυτή η μακρόχρονη φάση παραήταν καλή για να είναι και αληθινή. Τα τελευταία χρόνια το σκηνικό άλλαξε καθώς το άλλοτε προπύργιο της αντικαταστολής αλλά και του «απελευθερωμένου χωροχρόνου» έτεινε προς την παρακμή. Τα στέκια-«νησίδες ελευθερίας» λίγο απείχαν από τον χαρακτηρισμό του γκέτο, οι αισθητικές τους προτάσεις δεν συγκινούσαν παρά ελάχιστους νοσταλγούς, η αγανακτισμένη «γειτονιά» της κρίσης τούς έβαλε στο ίδιο τσουβάλι με τους λαθρομετανάστες. Τέλος, η πολιτική αμφισβήτηση των καταληψιών υιοθέτησε λογικές έντασης και βίας.
Το φινάλε ζύγωνε από τη στιγμή που το παλιό σκληροπυρηνικό αναρχοπάνκ της οδού Χέυδεν μπλέχτηκε στις κομματικές αντιπαραθέσεις, τη δημαγωγία και τους αντιπερισπασμούς. Και όπως είπε ένας από τους πρωτεργάτες της αρχικής κατάληψης: «Τα πράγματα άλλαξαν για όλους. Κι εγώ μπήκα με χαίτη μόικαν στη Βίλα Αμαλία και βγαίνω φαλακρός!».
Ο Οθωνας χαριζει βίλα στην Αμαλία
Υπήρχε κάποτε ένα επιβλητικό κτίριο στη συμβολή Αχαρνών και Xέυδεν στην Αθήνα. Εκατό μέτρα απόσταση από την πλατεία Bικτωρίας -πρώην πλατεία Kυριακού- ανάμεσα στον Αγιο Παντελεήμονα και την πλατεία Βάθη. Παλιό αστικό σπίτι, χτισμένο για κατοικία, την εποχή του τέλους της Βαυαροκρατίας υπό τον βασιλιά Οθωνα στην Ελλάδα, πάνω σε προσχέδια του επίσης Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Πιθανό έτος έναρξης κατασκευής το 1860, έτος περάτωσης το 1862, μια μικρή περίοδος όπου η Ελλάδα πρόλαβε να γνωρίσει τρεις πρωθυπουργούς: τους Αθανάσιο Μιαούλη, Γενναίο Κολοκοτρώνη και Δημήτρη Βούλγαρη. Πολλοί νομίζουν ότι το κτίριο ονομάστηκε «Βίλα Αμαλία» λόγω της αποτυχημένης απόπειρας ενός φοιτητή να δολοφονήσει τον Φεβρουάριο του 1861 τη βασίλισσα Αμαλία. Η ονομασία δεν έχει καμία σχέση. Απλή σύμπτωση.Το 1989 ομάδες των πρώτων καταληψιών στην Αθήνα εγκαθίστανται στην παραμελημένη βίλα που είχε αφιερώσει ο βασιλιάς Οθωνας στη σύζυγό του Αμαλία, επί της οδού Αμαλίας στο ύψος την αρχής της λεωφόρου Συγγρού. Οταν η Αστυνομία τούς εξαναγκάζει τότε να την εκκενώσουν, αυτοί βρίσκουν νέο στέκι επί της Χέυδεν στο εγκαταλειμμένο κτίριο τόσο από το υπουργείο Παιδείας και τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων όσο και από τον Δήμο Αθηναίων. Εκεί στην πρώτη τους ανοιχτή συνέλευση οι καταληψίες αποφασίζουν να το ονομάσουν «Βίλα Αμαλία» προς τιμήν αλλά κυρίως εις ανάμνησην της πρώτης τους ολιγοήμερης κατάληψης. Υπάρχει, εξάλλου, η μαρμάρινη πινακίδα πάνω από την κεντρική είσοδο του τρίπατου κτιρίου που γράφει Β’ Γυμνάσιο Αρρένων 1862. Χρονολογία που θεωρείται ότι άρχισε να φιλοξενεί μαθητές. Η αλήθεια είναι ότι το Γυμνάσιο πρωτολειτούργησε το 1862 στην Πλάκα και μεταστεγάστηκε εκεί το 1932, όπου και παρέμεινε ως το 1973, όταν εκ νέου το σχολείο μετακόμισε στην οδό Σουρμελή -στην πλατεία Βάθη- όπου λειτουργούσε το παλιό Τοσίτσειο Αρσάκειο Θηλέων Αθήνας.
Το σίγουρο είναι ότι την περίοδο της γερμανικής κατοχής το κτίριο επί της Χέυδεν ήταν διοικητήριο των κατοχικών δυνάμεων. Προηγουμένως αποτέλεσε την κατοικία του ναυάρχου και πρεσβευτή Περικλή Ι. Αργυρόπουλου, εγγονού του συνονόματού του πολιτικού και πανεπιστημιακού, γόνου παλιάς φαναριώτικης οικογένειας και ηγεμόνων της Βλαχίας. Επειδή, ωστόσο, το συγκεκριμένο κτίριο αποτελείται σήμερα από δύο κτίσματα που μοιράζονταν κοινή αυλή, πλάι στην έπαυλη του Αργυρόπουλου βρισκόταν η έπαυλη του Ιωάννη Δ. Ράλλη, γόνου παλιάς οικογένειας πολιτικών, πολιτικός και Μακεδονομάχος ο ίδιος, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τους ναζί, ως συνεργάτης των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων και πρωθυπουργός της κυβέρνησης δωσίλογων από τον Απρίλιο του 1943 ως τον Οκτώβριο του 1944, οπότε και απελευθερώθηκε η χώρα.
Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Μίλτος Σαχτούρης, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Αλέκος Φασιανός, Χρήστος Γιανναράς είναι μερικοί μόνο από τους μαθητές του ιστορικού 2ου Γυμνασίου Αρρένων
Οπως και να 'χει, στο κτίριο φωλιάζουν ξεχασμένες σελίδες Ιστορίας με πολιτικές συναθροίσεις, κοινωνικές δεξιώσεις και χοροεσπερίδες της πολιτικής και πνευματικής ελίτ της Αθήνας από τη Βαυαροκρατία έως και μετά τον Μεσοπόλεμο. Η ψηλή, πάνω από 3 μέτρα, κεντρική πόρτα του, επί της Χέυδεν, οδηγούσε στο υπερυψωμένο ισόγειο με μαρμάρινα σκαλιά που τέλειωναν με παραστάτες στους δυο τοίχους. Ξύλινα πατώματα στον όροφο στον οποίο οδηγούσε η φαρδιά μαρμάρινη εσωτερική στριφογυριστή σκάλα. Υπερμεγέθη τετράδιπλα παράθυρα και μπαλκονόπορτες περίτεχνες, γύψινες διακοσμήσεις στα ταβάνια, οροφογραφίες, ακροκέραμα και φουρούσια στα μπαλκόνια, όλα σε νεοκλασικά μοτίβα, χάριζαν στην όψη, στο εσωτερικό και στο τυπικό μικρό αθηναϊκό προαύλιο τη μεγαλοπρέπεια ενός αρχοντικού άλλων εποχών. Ακόμα και οι αποθήκες και τα παλιά μαγειρεία του ημιυπόγειου αντανακλούσαν ευδιάκριτα την ανάλαφρη μορφή του αρχιτεκτονικού ρεύματος του νεοκλασικισμού, ο οποίος χαρακτήριζε πολλά κτίσματα του 19ου αιώνα. Πέρα όμως από την τεχνοτροπία, ήταν το κοινωνικό μίγμα χιλιάδων μαθητών που πέρασαν από τα θρανία του καθώς και μερικοί καλλιεργημένοι εκπαιδευτικοί στην έδρα των τάξεων, οι οποίοι προσέφεραν επί τρεις σχεδόν γενιές το υλικό που θα έκανε ιστορικό το κτίριο. Στο βιβλίο του «Καταφύγιο Ιδεών», ο Χρήστος Γιανναράς γράφει: «... Τη διαδρομή των έξι χρόνων στο Β' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών επρόκειτο να την κάνω με παρέα που σήμερα καυχιέται -και όχι άδικα- για τις διασημότητες που ανέδειξε». Από τα θρανία του πέρασαν ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο εικαστικός Αλέκος Φασιανός, ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο συγγραφέας και εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος, οι ζωγράφοι Πέτρος Ζουμπουλάκης και Γρηγόρης Σεμιτέκολο, ο δημοσιογράφος-διευθυντής της Deutsche Welle Αγγελος Μαρόπουλος, οι ηθοποιοί Τρύφων Καρατζάς και Κώστας Καραγιώργης, ο τραγουδιστής Βλάσσης Μπονάτσος, ο πλαστικός χειρουργός Ανδρέας Φουστάνος, ο κριτικός Ιάσονας Τριανταφυλλίδης και πολλοί άλλοι, ο καθένας με τη δική του διαδρομή και τις κοινές, ανά εποχή, μαθητικές αναμνήσεις.
O Πάτρας με τα «διπλά χαστούκια»
«Το δεύτερο σε αρχαιότητα Γυμνάσιο της πρωτεύουσας και στη μακρά πορεία του από τα μέσα του 19ου αιώνα τροφοδότησε την αθηναϊκή και την ελληνική κοινωνία με στελέχη ορισμένα από τα οποία έπαιξαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή της», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου-έρευνα «Η εποχή των χαστουκιών», η διδάκτωρ φιλόλογος Σόνια Γελαδάκη. Εμβληματική φυσιογνωμία υπήρξε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και για μια δεκαετία ο αυστηρός γυμνασιάρχης του, θεολόγος Πάνος Πάτρας (ο γιος του Λουκάς έγινε υπουργός επί δικτατορίας), ο οποίος έγινε θρύλος στα αθηναϊκά σχολεία της εποχής από τα διάσημα «διπλά χαστούκια» που φιλοδωρούσε τους απείθαρχους, τους ακούρευτους και τους ατίθασους μαθητές. Ξερακιανός, με σκούρο κουστούμι, γυαλιά χοντρά από μαύρη ταρταρούγα, τιμωρός του (παράνομου) καπνίσματος και αμείλικτος διώκτης των μικροπωλητών και παντός απουσιάζοντος στον κυριακάτικο υποχρεωτικό εκκλησιασμό στον Αγιο Παντελεήμονα. Αυτόν τον απόηχο της ισοπεδωτικής στρατιωτικής πειθαρχίας διατήρησε το εκπαιδευτήριο και τα επόμενα χρόνια. Ιδιαίτερα επί χούντας το ξύλο και οι ταπεινωτικές αποβολές έδιναν κι έπαιρναν στους μαθητές που τολμούσαν να επισκεφτούν απέναντι από την είσοδο του σχολείου την υπόγεια μπουάτ «Ροντέο», όπου τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος με τα «Μπουρμπούλια», το πιο πάνω στον ίδιο δρόμο κλαμπ «Ελατήριο» όπου έπαιζε το γκρουπ Poll με τον Κώστα Τουρνά να τραγουδά «Ανθρωπε, αγάπα», καθώς και στο -ένα τετράγωνο μακρύτερα- κέντρο «Κύτταρο» όπου έδιναν συναυλίες περιστασιακά τα μουσικά συγκροτήματα Socrates, Εξαδάκτυλος με τοn Δημήτρη Πουλικάκο και οι Δάμων και Φιντίας με τον Παύλο Σιδηρόπουλο.Στο πνεύμα των Βερολινέζων αντεξουσιαστών, η πρώτη κατάληψη εγινε αρχές του ’90 από μια «αναρχοπάνκ» ομάδα που στεγάσε εκεί για 23 χρόνια τη δική της αυτοδιαχειριζόμενη κουλτούρα μεχρι που ήρθε η γκετοποίηση, οι κομματικές αντιπαραθέσεις, η ένταση και η βία
Νοέμβρης ’73, το τελευταίο μάθημα
Με παρόμοια αυστηρότητα επιχειρήθηκε να δαμαστούν όλοι οι ανήσυχοι μαθητές και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει. Εξάλλου πολλοί μαθητές του τότε Γυμνασίου είχαν ήδη ενωθεί με τους φοιτητές στην εξέγερση του κοντινού Πολυτεχνείου, το 1973. Τότε, την επομένη της εισόδου των τανκς, στην παράταξη των μαθητών στο προαύλιο, πριν από την είσοδο στην τάξη, ο περιβόητος πλην αλησμόνητος καθηγητής Μουσικής, Επτανήσιος Αλέξανδρος Μποτετζάγιας έδωσε το σύνθημα της τυπικής απαγγελίας του εθνικού ύμνου. Και ακολούθησε ο χαμός όταν εκατοντάδες αγόρια με τονωμένο το ηθικό και ηρωική έπαρση έψαλλαν τόσο φωναχτά τους στίχους του Σολωμού, ώστε βγήκε ο κόσμος στα μπαλκόνια της Χέυδεν, χειροκροτώντας με ενθουσιασμό. Ηταν μία από τις τελευταίες πράξεις σε μια ιστορική διαδρομή 111 ετών για το σχολείο. Την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 1973 έγινε για τελευταία φορά μάθημα στο ιστορικό κτίριο της οδού Χέυδεν. Τελευταίος γυμνασιάρχης που σφράγισε με το στυλ την περίοδο, ο εκπαιδευτικός Α. Τσάπαλης, προς τιμήν του οποίου με δόσεις δυτικόστροφου σαρκασμού οι μαθητές αποκαλούσαν το Γυμνάσιό τους «Τσαπ-Τσαπ Κόλετζ». Το 1975, αφού είχε γίνει πια η μεταστέγαση του σχολείου, το κτίριο πέρασε στο Ελληνικό Δημόσιο και την κυριότητα του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων. Εγκαταλειμμένο στο έλεος της φθοράς, της διάβρωσης και της απαξίωσης βαθμιαία σάπιζε και ερήμωνε με την κρατική μέριμνα ως συνήθως απούσα. Υστερα από επίμονες προσπάθειες ο νέος ιδιοκτήτης του χώρου, ο Δήμος Αθηναίων, υποσχέθηκε πριν από 25 χρόνια την αναπαλαίωσή του, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πολιτιστικό κέντρο, με παράλληλη ανάπλαση της οδού Χέυδεν από την πλατεία Bικτωρίας μέχρι την Aχαρνών.
Πρεμιέρα καταλήψεων
Η ανάπλαση πραγματοποιήθηκε, αλλά μόνο μέχρι την οδό Φυλής και το κτίριο του θρυλικού πρώην Γυμνασίου ξεχάστηκε. Εκείνη την εποχή ο αναδυόμενος χώρος των λεγόμενων αναρχοαυτόνομων αντιλήφθηκε ότι πέρα από τη συγκρουσιακή πρακτική στους δρόμους υπάρχει ανάγκη ύπαρξης ενός πολιτικο-πολιτισμικού οχυρού για τις περιόδους αδράνειας του κινήματος. Την περίοδο 1988-1991 ξεκινάει ένα μικρής εμβέλειας καταληψιακό κύμα που φουντώνει μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου για τρεις βδομάδες με αφορμή την αθώωση του αστυνόμου Μελίστα, που θεωρείτο ότι σκότωσε τον μαθητή Καλτεζά κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στην επέτειο εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1985. Αρχίζουν τις «μπούκες» σε εγκατελειμμένα σπίτια σε Εξάρχεια, Κυψέλη, Μεταξουργείο, πλατεία Βάθη, με στόχο το ρίζωμα μέσα στον μητροπολιτικό ιστό αυτοδιαχειριζόμενων εστιών στο -καθυστερημένης έλευσης- πνεύμα του Παρισινού Μάη και των Βερολινέζων αντεξουσιαστών. Διάφορες εναλλακτικές φυλές της Αθήνας διαλέγουν τον στόχο τους και μια «αναρχοπάνκ» μερίδα της διαλέγει το κτίριο της οδού Χέυδεν. Ηδη οι πλήρως μικροαστικοποιημένοι κάτοικοι της περιοχής ψάχνουν να την κάνουν από την ομοιομορφία του μπετόν της αντιπαροχής και αντιμετωπίζουν τους καταληψίες με παθητικότητα - αν όχι με ανοχή.«Για μένα, “Βίλα Αμαλία” δεν υπάρχει», λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, μαθητής του Β' Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’90
Οταν στις αρχές του 1990 μια ομάδα πεισματάρηδων αντεξουσιαστών, μόικαν, πανκ και χάρντκορ ριζοσπαστών και εναλλακτικών νέων αποφάσισαν να καταλάβουν το εγκαταλειμμένο σχολείο για να στεγάσουν τη δική τους κουλτούρα, δεν βρίσκουν την παραμικρή αντίσταση. Υστερα από δύο αστυνομικές επιθέσεις για την εκκένωσή του τη δεκαετία του ’90 και τη δυναμική αντίσταση των καταληψιών, το κτίριο πήρε συμβολικές διαστάσεις της άμυνας του αντεξουσιαστικού κινήματος απέναντι στις ομάδες κρατικής καταστολής. Εκτοτε, οι δυνάμεις της τάξης το αποκαλούσαν «γνωστό σημείο» και οι αντεξουσιαστές «αυτοργανωμένο χώρο». Επί της ουσίας, όμως, από Β' Αρρένων έγινε πλέον η πασίγνωστη και εμβληματική για τον χώρο Βίλα Αμαλία... Δεν είναι λίγοι οι εναπομείναντες παλιοί κάτοικοι που έφτασαν να ευγνωμονούν την ανιδιοτελή προσωπική εργασία εκατοντάδων ντόπιων ανθρώπων που κράτησαν όρθιο ένα κτίριο που, παρότι είχε αφεθεί στην τύχη του για να καταρρεύσει ή να καταντήσει προσωρινό άσυλο διερχομένων, άστεγων, ναρκομανών και εξαθλιωμένων μεταναστών.Κάπως έτσι η κατάληψη έφτασε να μετράει 23 χρόνια λειτουργίας σαν ανοιχτός κοινωνικός χώρος με καθαρή αντιεμπορευματική στάση. Εκεί οργανώθηκαν αμέτρητες εκδηλώσεις με προβολές, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, συζητήσεις, ενώ παράλληλα προωθούνταν προγράμματα αυτομόρφωσης, εκμάθησης ξένων γλωσσών, Η/Υ, φωτογραφίας, μουσικών οργάνων και ενθάρρυνσης εκδοτικών εγχειρημάτων. Ωστόσο, αυτή η μακρόχρονη φάση παραήταν καλή για να είναι και αληθινή. Τα τελευταία χρόνια το σκηνικό άλλαξε καθώς το άλλοτε προπύργιο της αντικαταστολής αλλά και του «απελευθερωμένου χωροχρόνου» έτεινε προς την παρακμή. Τα στέκια-«νησίδες ελευθερίας» λίγο απείχαν από τον χαρακτηρισμό του γκέτο, οι αισθητικές τους προτάσεις δεν συγκινούσαν παρά ελάχιστους νοσταλγούς, η αγανακτισμένη «γειτονιά» της κρίσης τούς έβαλε στο ίδιο τσουβάλι με τους λαθρομετανάστες. Τέλος, η πολιτική αμφισβήτηση των καταληψιών υιοθέτησε λογικές έντασης και βίας.
Το φινάλε ζύγωνε από τη στιγμή που το παλιό σκληροπυρηνικό αναρχοπάνκ της οδού Χέυδεν μπλέχτηκε στις κομματικές αντιπαραθέσεις, τη δημαγωγία και τους αντιπερισπασμούς. Και όπως είπε ένας από τους πρωτεργάτες της αρχικής κατάληψης: «Τα πράγματα άλλαξαν για όλους. Κι εγώ μπήκα με χαίτη μόικαν στη Βίλα Αμαλία και βγαίνω φαλακρός!».