Κονιόρδο έλεγαν κάποιον που ντυνότανε σαν γαμπρός εκείνα τα χρόνια για να πάει
ακόμα και στον μπακάλη ή στο καφενείο της γειτονιάς.
Σήμερα θα τον έλεγαν κλαρινογαμπρό...
Το μαλλί πάντα κολλημένο με μπριγιαντίνη και φυσικά ήταν πάντα πασαλιμένος
με κολώνια.
Ένας τέτοιος τύπος έμενε με την μάνα του στην γειτονιά σε ένα παλιό μικρό σπιτάκι
χτισμένο δίπλα στο ρέμα.
Τι και πώς δεν τα έψαχνες τότε...
Ένα δωμάτιο και τουαλέτα έξω πρόχειρη με τσίγκο για ταβάνι και βόθρο
που οι κακές γλώσες έλεγαν ότι τον χειμώνα όταν φούσκωνε το ρέμα άνοιγαν
την τρύπα για να αδειάζει.
Βέβαια τότε και η υπόλοιπη γειτονιά με τον Αχόρταγο πορευότανε...
Η μάνα του η φουκαριάρα δούλευε στα σπίτια για να τον ζήσει και αυτός
είχε τον χαβά του.
Στο καφενείο για να πιεί τον καφέ του να διαβάσει την εφημερίδα του και να μην
δίνει σημασία σε κανένα...και τον κοιτούσαν οι θαμώνες και κρυφογελούσαν
και είχαν και θυμό που ήταν τεμπελχανάς και τον χαρτζηλίκωνε η μάνα του.
Το ντύσιμό του θύμιζε στολή γιατί ήταν το ίδιο κοστούμι που είχε γυαλίσει
από το πολύ σιδέρωμα όπως και τα παπούτσια που είχαν στρώμα από το βερνίκι
και είχαν σχήμα τσαρουχιού από τα μπαλώματα ...τιμής ένεκεν από τον συγχωρεμένο τον παππού τον τσαγκάρη που λυπότανε την μάνα του.
Την λυπότανε και όλη η γειτονιά γιατί η φουκαριάρα έλεγε και ξανάλεγε τι θα απογίνει
το παιδί της όταν κλείσει τα μάτια.
Ποτέ δεν έλεγε κακό λόγο για τον ανεπρόκοπο.
Και τα έκλεισε και ερήμωσε το σπιτάκι και εξαφανίστηκε και ο κονιόρδος.
Λίγοι γνώριζαν το όνομά του....
Αργότερα μαθεύτηκε ότι κάποιος μακρινός συγγενής τον πήρε στην Αμερική.
πίσω στα παλιά