Η γιαγιάκα μου η Άννα [καλή της ώρα εκεί που με περιμένει] είχε τη φήμη πολύ οικονόμας γυναίκας. Ήταν ο ορισμός αυτού που λέγονταν παλιά: κάμει το σκατό της παξιμάδι…
Λοιπόν, η γιαγιάκα μου η Άννα δεν άφηνε τίποτα να πάει χαμένο.
Ξέμενε σάλτσα στην κατσαρόλα από την Κυριακή? Έφτιαχνε μακαρόνια τη Δευτέρα. Περίσσευαν σελίδες από τετράδια του σχολείου? Τις έκοβε προσεκτικά και συνέθετε μπλοκάκια για τις σημειώσεις.
Τίποτα απ’ όσα έμπαιναν στο σπίτι δεν πετάγονταν, αν δεν είχε εξαντλήσει κάθε πιθανότητα να ξαναχρησιμοποιηθεί.
Διαλυμένα παιχνίδια, λιωμένα ρούχα, δουλεμένα υλικά, απομεινάρια από τρόφιμα, τα πάντα όλα περνούσαν από σχολαστικό έλεγχο.
-Αυτό μπορεί να γίνει κάτι άλλο!
Κι έτσι τα πράγματα αποκτούσαν μιαν ιδιαίτερη αξία. Τίποτα δεν ήταν ευτελές, τίποτα δεν περιορίζονταν στη μία χρήση, τίποτα δεν περνούσε απαρατήρητο.
Όπως κι οι άνθρωποι, που την περιστοίχιζαν…
Μα πιο πολύ απ’ όλα, με γοήτευε εκείνο το πάθος της με τα κουρελάκια…
Κάθε μικρό κομματάκι ύφασμα, κάθε ρεταλάκι, αποθηκεύονταν σε ένα ξύλινο μπαούλο και ανέμενε την ώρα του για να αποκτήσει μια καινούρια ζωή.
Όταν τελείωνε τις άλλες της δουλειές, έβανε μπροστά το ραδιόφωνο να ακούει μουσική [κατά προτίμησιν νησιώτικα] κι άνοιγε το μπαούλο με τα κουρελάκια, για να επιλέξει σχήματα και χρώματα.
Κι άρχιζε τη σύνθεση, με την κλωστή και τη βελόνα.
Με αυτά τα κουρελάκια της ζωής της, έραβε ριχτάρια!
Με υπομονή και με μεράκι.! Κομματάκι με κομματάκι. Χρώμα με χρώμα. Τετράγωνο ρετάλι με κυκλικό ρετάλι. Σχήματα ραμένα με αναμνήσεις…
Και με τούτα τα πολύχρωμα ριχτάρια σκέπαζε τις πολυθρόνες, σκέπαζε τα ντιβανομπαούλα, σκέπαζε τα κρεβάτια. Και γέμιζε το σπίτι της με χίλιω λογιών θύμησες από όσα φορέματα, παντελόνια, πουκάμισα, σκεπάσματα ή μαντίλια είχανε κάποτε ντύσει αυτήν και τους αγαπημένους της.
Γιατί τα χρονια εκείνα, οι άνθρωποι τα όσα φόραγαν, τα έραβαν μόνοι τους ή στη ράφτρα και το ύφασμα που αγόραζαν ποτέ δεν έπεφτε ακριβώς στα «μέτρα»
Θυμάμαι τώρα τη μάνα μου, που ήταν πιο «μοντέρνα» νοικοκυρά και την έπιανε αμόκ όταν έβλεπε τη γιαγιά μου να κάθεται πλάι στο ραδιόφωνο και να συνενώνει κουρέλια…
-Μα γιατί παιδεύεστε έτσι καλέ μητέρα? Τόσα ριχτάρια πουλάνε πάμφθηνα στην Καπνικαρέα… Να σας αγοράσω κανα-δυο, να μην χαλάτε τα μάτια σας?
Κι η γιαγιά μου την άκουγε και γελούσε…
-Δεν είναι για τα λεφτά παιδί μου… Είναι για να κρατάω κοντά μου τα πράγματα! Να, κοίταξε δω να δεις… Αυτό το γαλάζιο κουρελάκι που βλέπεις είναι ρετάλι από τα πρώτα μωρουδιακά που σου έφερα να ντύσεις τον Λευτεράκη μου[ο Λευτεράκης της ήμουν εγώ] Κι αυτό εδώ το κόκκινο κουρελάκι, περίσσεψε από το φουστάνι που φόραγα όταν με είχε γνωρίσει ο πεθερός σου, στον γάμο του αδερφού μου…
Κι ένα – ένα τα κουρελάκια της τα βγανε και τα έδειχνε με καμάρι…
Κομμάτι-κομμάτι, χρώμα το χρώμα, χαρά στη χαρά, θλίψη στη θλίψη. Μέσα σε κείνο το σπίτι με τα χίλια χρώματα, ολόκληρη η ζωή της ήταν παρούσα.
-Κατάλαβες τώρα παιδί μου? Θέλω να κρατάω κοντά μου όσα αγάπησα…
Γι αυτο τα ράβω και τα κάμω ριχτάρια να ξαπλώνω απάνω τους…
Και για να περνάει κι η ώρα…
ΚΙ έτσι δηλαδή κρατούσε και τους ανθρώπους κοντά της.
Πόσοι άντρες για παράδειγμα περάσανε από τη ζωή της? Δύο? Τρεις? Δέκα? Κανένας δεν θα μάθει…
Άλλους θαύμαζε στα βουβά, άλλους αγαπούσε σαν αδέρφια της κι έναν τον ερωτεύθηκε παράνομα, κρυφά, με ένα πάθος ένοχο και ανέφικτο.
Ε λοιπόν μέχρι που φύγανε από τη ζωή, όλοι αυτοί οι άντρες γυρνούσαν γύρω της.
Και ναι μεν κάποιοι ταξίδεψαν και κάποιοι άλλοι αλλάξανε γειτονιά αλλά πάντα ξαναγυρνούσαν. Κι εκείνη τους κάθιζε απάνω στα ριχτάρια της και τους έδειχνε που και που κανένα κουρελάκι από τις αναμνησεις τους…
-Να, αυτό το άσπρο ρετάλι ήταν από το πρώτο πουκάμισο που σου έραψα…
Αχ βρε γιαγιάκα… Πόση σοφία έκρυβες στην ψυχή σου…
Όχι σαν τώρα που τα πάντα γύρω μας είναι αναλώσιμα. Φτηνιάρικα.
Της μιας χρήσεως…
Πλαστικά αντικείμενα, έτοιμα ενδύματα, προκατασκευασμένα σπίτια, πρόχειρα φαγητά, έρωτες της ξεπέτας και σχέσεις του συμφέροντος…
Τα καταναλώνεις και τα πετάς.
Και ύστερα ξεμένεις μοναχός σου στον κόσμο, με τα όσα κάποτε αγάπησες πεταμένα στα σκουπίδια…
Κράτα καλά τα κουρελάκια σου εκεί πέρα που βρίσκεσαι καλή μου γιαγιάκα…
Και διάλεγε τα, χρώμα στο χρώμα, να ράβεις υπομονετικά τα ριχτάρια του μέλλοντος μας… Κι άμα τελειώσεις τη ραφή σου, θα ρθω κι εγω, ο παλιομοδίτης σου, να σε βρω, να με ξαπλώσεις απάνω στα όσα αγάπησα, να μένω για πάντα κοντά τους...