Κάπου εκεί στη δεκαετία του 1980 δημοσιεύεται μία απογραφή από τον Α. Μανσόλα, η οποία δίνει και πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα της Αθήνας την εποχή που στον θώκο του δημάρχου Αθηναίων ήταν ο Δημήτριος Σούτσος. Στην απογραφή, που έδινε μια εικόνα της Αθήνας, τίποτε δεν μπορούσε να προεξοφλήσει ότι πολύ αργότερα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την πόλη θα χτύπαγε τόσο
τραγικά η αστυφιλία… Μια πόλη - καταφύγιο των κυνηγημένων και των θυμάτων του εμφυλίου, των θυμάτων της φτώχειας και της εγκατάλειψης της ελληνικής υπαίθρου. Σε συνδυασμό, μάλιστα, και με τις διευκολύνσεις της παγκόσμιας ελληνικής πατέντας της αντιπαροχής, δημιουργήθηκε με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς η πόλη - τέρας που μερικές φορές πλησίασε επικίνδυνα στο να ξεπεράσει το 50% του πληθυσμού της χώρας…
Έτσι λοιπόν η απογραφή αυτή της δεκαετίας του 1880 βρήκε την Αθήνα με 63.374 κατοίκους, δηλαδή μόλις το 3,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι δημότες Αθηναίων ήταν 29.634 και οι ετεροδημότες 24.148, ενώ κατοικούσαν 7.423 αλλοδαποί και 2.169 αγνώστου εθνικότητας!!! Έδειξε μάλιστα η απογραφή αυτή ότι η Αθήνα από τότε ήταν «πολυπολιτισμική».
Από τους αλλοδαπούς, 2.788 ήταν Έλληνες από την Τουρκία (Οθωμανοί υπήκοοι), 457 Ιταλοί, 372 Άγγλοι, 235 Γάλλοι, 175 Γερμανοί, 105 Αυστριακοί και 89 Ρώσοι!
Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της ίδιας απογραφής, υπήρχαν ακόμη 3.202 άτομα «διαφόρων άλλων εθνικοτήτων». Από τους αλλοδαπούς που απογράφονται στην Αθήνα, κάτι λιγότερο από τους μισούς, οι 1.066, δεν μιλούσαν καν ελληνικά!
Δήμαρχος Αθηναίων τότε ήταν ο Δημήτριος Σούτσος, ο «Δήμαρχος των Λούστρων», όπως έμεινε γνωστός, γιατί είχε αγκαλιάσει τον κόσμο του Ψυρρή. Εκλέχθηκε δήμαρχος Αθηναίων σε ηλικία μόλις 33 ετών, δύο συνεχείς τετραετίες (1879-1883 και 1883-1887), κερδίζοντας στις εκλογές τούς πλέον διακεκριμένους εκπροσώπους των μεγαλοαστών.
Εκλέχτηκε για πρώτη φορά στις 11 Μαΐου του 1879 και ξαναεκλέχτηκε για δεύτερη θητεία. Στον δημαρχιακό θώκο παρέμεινε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του 1887.
Εξαιρετικές σπουδές, επαναστατική διάθεση και αγάπη για την Αθήνα ήταν τα χαρακτηριστικά του γηγενή δημάρχου Δημητρίου Σούτσου.
Ήταν γιος του Σκαρλάτου Σούτσου, υποστράτηγου και γόνου εύπορης φαναριώτικης οικογένειας, και της Ελπίδας Καντακουζηνού, κόρης του Αλέξανδρου Καντακουζηνού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δημήτριος Σούτσος είχε κληρονομήσει τεράστια περιουσία, κυρίως σε γη, από τον πατέρα του, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος πούλησε στον Ανδρέα Συγγρό.
Σπούδασε Φιλοσοφία και Μαθηματικά στην Αθήνα και Μηχανική και Μεταλλειολογία στο Παρίσι. Πολέμησε στο επαναστατικό κίνημα του 1878 στη Θεσσαλία, επικεφαλής σώματος 400 Αθηναίων εθελοντών, και τραυματίστηκε.
Είχε υπηρετήσει πριν και ως νομομηχανικός και αργότερα, ως δήμαρχος, συγκρούστηκε σφοδρά με την κεντρική εξουσία, εκπροσώπησε τις λαϊκές τάξεις και τους οικονομικά αδύνατους, αποκτώντας το προσωνύμιο «Δήμαρχος των Λούστρων».
Έχει συνδέσει το όνομά του με σημαντικά έργα (Δεξαμενή Λυκαβηττού, ανέγερση νέας Δημοτικής Αγοράς) και την καθιέρωση των λαϊκών διαδηλώσεων.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατόρθωσαν να τον παραπέμψουν σε δίκη για απιστία και απάτη, αλλά ο Σούτσος αθωώθηκε πανηγυρικά και έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους πιο αξιόλογους δημοτικούς άρχοντες.
Πέθανε σε ηλικία 58 ετών, το 1904, από καρδιακό νόσημα που οφειλόταν σε παλαιό τραύμα.
Ο Δημήτριος Σούτσος υπήρξε ο αγαπημένος της «φάρας» του Ψυρρή, η οποία αποτελούσε και τον πυρήνα του προεκλογικού του μηχανισμού και από την οποία αντλούσε την πολιτική του δύναμη.
Η αποχώρησή του από τον δημαρχιακό θώκο, βέβαια, έδωσε την ευκαιρία να οργανωθεί σταδιακά η εξόντωση των ομάδων στου Ψυρρή, η γνωστή ως «εκκαθάριση των κουτσαβάκηδων» από τον Μπαϊρακτάρη.
Εκείνη την εποχή λοιπόν οι ταβέρνες και τα καπηλειά ήταν «μαγνήτης» και έφερναν στα δρομάκια του Ψυρρή… όλους τους κατοίκους της πόλης. Βασιλιάδες αλλά και κοινούς θνητούς. Υπουργούς, διπλωμάτες, μεροκαματιάρηδες, αλλά και διάφορους «αεριτζήδες» που είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στην τότε Αθήνα.
Στους πιστούς θαμώνες, ο Όθωνας και αργότερα ο Γεώργιος Α’. Ο πρώτος, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, προτιμούσε την ταβέρνα «Του Γιαβρούμ», ενώ για τον δεύτερο λένε ότι η ρετσίνα δεν ήταν το μοναδικό κίνητρο για τις συχνές επισκέψεις του στην περιοχή.
Στις ξακουστές ταβέρνες της εποχής ήταν μεταξύ άλλων του «Ζώη», του «Σαλίγκαρου», του «Τασούλη», του «Χρυσού» κ.ά. Διάσημο ήταν και το «Καφέ Αμάν», το οποίο βρισκόταν δίπλα στο ιστορικό θέατρο του Μπούκουρα. Η περιοχή (ως περιοχή διασκέδασης) είχε γεμίσει και από τους κανταδόρους της Αθήνας, για τους οποίους η ταβέρνα ήταν ο χώρος για να ξεδιπλώσουν τις καλλιτεχνικές τους δυνατότητες.
Αν μπορούσαν να ακούσουν το μουσικό ρεπερτόριο των σημερινών μαγαζιών της περιοχής, τα οποία έχουν αντικαταστήσει τις καντάδες με «ατυχείς» ερμηνείες ρεμπέτικων και κυρίως με ξένο ρεπερτόριο, είναι βέβαιο ότι θα «έτριζαν τα κόκαλά τους».
Έτσι λοιπόν η απογραφή αυτή της δεκαετίας του 1880 βρήκε την Αθήνα με 63.374 κατοίκους, δηλαδή μόλις το 3,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι δημότες Αθηναίων ήταν 29.634 και οι ετεροδημότες 24.148, ενώ κατοικούσαν 7.423 αλλοδαποί και 2.169 αγνώστου εθνικότητας!!! Έδειξε μάλιστα η απογραφή αυτή ότι η Αθήνα από τότε ήταν «πολυπολιτισμική».
Από τους αλλοδαπούς, 2.788 ήταν Έλληνες από την Τουρκία (Οθωμανοί υπήκοοι), 457 Ιταλοί, 372 Άγγλοι, 235 Γάλλοι, 175 Γερμανοί, 105 Αυστριακοί και 89 Ρώσοι!
Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της ίδιας απογραφής, υπήρχαν ακόμη 3.202 άτομα «διαφόρων άλλων εθνικοτήτων». Από τους αλλοδαπούς που απογράφονται στην Αθήνα, κάτι λιγότερο από τους μισούς, οι 1.066, δεν μιλούσαν καν ελληνικά!
Δήμαρχος Αθηναίων τότε ήταν ο Δημήτριος Σούτσος, ο «Δήμαρχος των Λούστρων», όπως έμεινε γνωστός, γιατί είχε αγκαλιάσει τον κόσμο του Ψυρρή. Εκλέχθηκε δήμαρχος Αθηναίων σε ηλικία μόλις 33 ετών, δύο συνεχείς τετραετίες (1879-1883 και 1883-1887), κερδίζοντας στις εκλογές τούς πλέον διακεκριμένους εκπροσώπους των μεγαλοαστών.
Εκλέχτηκε για πρώτη φορά στις 11 Μαΐου του 1879 και ξαναεκλέχτηκε για δεύτερη θητεία. Στον δημαρχιακό θώκο παρέμεινε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του 1887.
Εξαιρετικές σπουδές, επαναστατική διάθεση και αγάπη για την Αθήνα ήταν τα χαρακτηριστικά του γηγενή δημάρχου Δημητρίου Σούτσου.
Ήταν γιος του Σκαρλάτου Σούτσου, υποστράτηγου και γόνου εύπορης φαναριώτικης οικογένειας, και της Ελπίδας Καντακουζηνού, κόρης του Αλέξανδρου Καντακουζηνού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δημήτριος Σούτσος είχε κληρονομήσει τεράστια περιουσία, κυρίως σε γη, από τον πατέρα του, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος πούλησε στον Ανδρέα Συγγρό.
Σπούδασε Φιλοσοφία και Μαθηματικά στην Αθήνα και Μηχανική και Μεταλλειολογία στο Παρίσι. Πολέμησε στο επαναστατικό κίνημα του 1878 στη Θεσσαλία, επικεφαλής σώματος 400 Αθηναίων εθελοντών, και τραυματίστηκε.
Είχε υπηρετήσει πριν και ως νομομηχανικός και αργότερα, ως δήμαρχος, συγκρούστηκε σφοδρά με την κεντρική εξουσία, εκπροσώπησε τις λαϊκές τάξεις και τους οικονομικά αδύνατους, αποκτώντας το προσωνύμιο «Δήμαρχος των Λούστρων».
Έχει συνδέσει το όνομά του με σημαντικά έργα (Δεξαμενή Λυκαβηττού, ανέγερση νέας Δημοτικής Αγοράς) και την καθιέρωση των λαϊκών διαδηλώσεων.
Οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατόρθωσαν να τον παραπέμψουν σε δίκη για απιστία και απάτη, αλλά ο Σούτσος αθωώθηκε πανηγυρικά και έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους πιο αξιόλογους δημοτικούς άρχοντες.
Πέθανε σε ηλικία 58 ετών, το 1904, από καρδιακό νόσημα που οφειλόταν σε παλαιό τραύμα.
Ο Δημήτριος Σούτσος υπήρξε ο αγαπημένος της «φάρας» του Ψυρρή, η οποία αποτελούσε και τον πυρήνα του προεκλογικού του μηχανισμού και από την οποία αντλούσε την πολιτική του δύναμη.
Η αποχώρησή του από τον δημαρχιακό θώκο, βέβαια, έδωσε την ευκαιρία να οργανωθεί σταδιακά η εξόντωση των ομάδων στου Ψυρρή, η γνωστή ως «εκκαθάριση των κουτσαβάκηδων» από τον Μπαϊρακτάρη.
Εκείνη την εποχή λοιπόν οι ταβέρνες και τα καπηλειά ήταν «μαγνήτης» και έφερναν στα δρομάκια του Ψυρρή… όλους τους κατοίκους της πόλης. Βασιλιάδες αλλά και κοινούς θνητούς. Υπουργούς, διπλωμάτες, μεροκαματιάρηδες, αλλά και διάφορους «αεριτζήδες» που είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στην τότε Αθήνα.
Στους πιστούς θαμώνες, ο Όθωνας και αργότερα ο Γεώργιος Α’. Ο πρώτος, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, προτιμούσε την ταβέρνα «Του Γιαβρούμ», ενώ για τον δεύτερο λένε ότι η ρετσίνα δεν ήταν το μοναδικό κίνητρο για τις συχνές επισκέψεις του στην περιοχή.
Στις ξακουστές ταβέρνες της εποχής ήταν μεταξύ άλλων του «Ζώη», του «Σαλίγκαρου», του «Τασούλη», του «Χρυσού» κ.ά. Διάσημο ήταν και το «Καφέ Αμάν», το οποίο βρισκόταν δίπλα στο ιστορικό θέατρο του Μπούκουρα. Η περιοχή (ως περιοχή διασκέδασης) είχε γεμίσει και από τους κανταδόρους της Αθήνας, για τους οποίους η ταβέρνα ήταν ο χώρος για να ξεδιπλώσουν τις καλλιτεχνικές τους δυνατότητες.
Αν μπορούσαν να ακούσουν το μουσικό ρεπερτόριο των σημερινών μαγαζιών της περιοχής, τα οποία έχουν αντικαταστήσει τις καντάδες με «ατυχείς» ερμηνείες ρεμπέτικων και κυρίως με ξένο ρεπερτόριο, είναι βέβαιο ότι θα «έτριζαν τα κόκαλά τους».