Αυτό που θυμάμαι είναι τον συνωστισμό στην παράγκα του παππού και της γιαγιάς
τέτοιες ημέρες.
Πρόσφυγες από τον αντίστοιχο συνωστισμό (βλέπε Ρεπούση) της Σμύρνης
σε μια γειτονιά της Αθήνας στο εξαδιαιρέτου.
Έφιαχνε τα φοινίκια και οι γειτόνισες από κοντά να μάθουν την συνταγή...
Μελομακάρονα τα έλεγαν αυτές αλλά η Μικρασιάτισα πιστή στην παράδοση
τα έλεγε φοινίκια.
Μα τι βάζεις μέσα.....πώς είναι τόσο τραγανά...τι υπέροχη γεύση...πες μας τις
ποσότητες...
Και απαντούσε εκείνη....όλα με το μάτι....
Ο μεγάλος κίνδυνος και ο μεγάλος φόβος ήταν ο φούρναρης που τα έψηνε
και είχε άσχημη φήμη ότι άπλωνε χέρι αλλά και ότι άλλαζε τα ψημένα.
Έλα όμως που έφιαχνε σχέδια η χρυσοχέρα επάνω στο φοινίκι και τα ξεχώριζε;
Δεν άκουγες τίποτα άλλο τέτοιες ημέρες στις αυλές των θαυμάτων παρά μόνο
για γλυκά και για το γιορτινό τραπέζι τι θα είχε επάνω.
Ποτέ η οικογένεια ανήμερα των Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς δεν έτρωγε μόνη της.
Όλοι οι αυλικοί καθόντουσαν γύρω από αυτό ....
Τα τραπέζια του σαλονιού όπως τα έλεγαν για να ακούγεται κάπως είχαν και τσόντες
δηλαδή προεκτάσεις με τάβλες και όλοι οι καλοί χωρούσαν.
Πίσω στα Σμυρνέϊκα φοινίκια της γιαγιάς που δεν φτούραγαν να βγάλουν την εβδομάδα γιατί η χρυσοχέρα όπως άρεσε να την λένε όποιον έβλεπε του έλεγε...
"...περάστε να σας φιλέψω ένα φοινίκι για το καλό..."
Ο παππούς μόνιμος στο μπακάλικο με το μπουκάλι για λάδι με λίγα οξέα
με την παρατήρηση στον μπακάλη να προσέξει μην κάνει λάθος γιατί είναι για φοινίκια.
Τα καρύδια τα αγόραζαν από τον πλανόδιο που περνούσε από την γειτονιά
με το γαϊδουράκι.
Όταν έφιαχνε τα γλυκά των Χριστουγέννων συνήθιζε να διηγείται ιστορίες
από τις χαμένες πατρίδες που αφορούσαν τέτοιες ημέρες.
πίσω στα παλιά