Τη Δευτέρα το απογευματάκι, παίδες, ένιωσα την επείγουσα ανάγκη να πάω να δω τον ξάδερφό μου τον Σάκη. Κάτι οι μπάτσοι-μανάρια-δολοφόνοι (όπως φώναζε μια πανέξυπνη τραβεστί στην Βαλτετσίου), κάτι το χημικό που μου διέλυσε τους φακούς επαφής και το πνευμόνι, κάτι μια ηλίθια αναπάντητη που έκανα στον Τζίζας, κάτι τα κινήματα «φάε κάτι πουλάκι μου» εναντίον των «Δεν θα φάει ρε συμβιβασμένοι τζουτζέδες», κάτι ο προϋπολογισμός, την Κυριακή το βράδυ σερνόμουν στα πατώματα. Και αυτό το παιδί, παίδες μου αγαπημένοι, το πυροβολημένο ξαδερφάκι μου, είναι το πρώτων βοηθειών μου. Αραχτό στον καναπέ, αρνητής της αναγκαστικής καριέρας και της νευρωσικής επικαιρότητας, οπαδός της αντίστροφης σκέψης, του εκφραστικού μινιμαλισμού και της πίτσας greek lover, πήρε μεν κιλά αλλά και τη σοφία της βραδύτητας. Όταν με βλέπει να μπαίνω μπαρουτοκαπνισμένη, εκνευρισμένη, να 'χω βαρέσει φτερούγα χτυπώντας από τον ένα παράλογο τοίχο στον άλλον, μου κάνει χώρο στο καναπεδάκι του, απλώνει την κουβερτούλα ΣΝΑΓΚΙ πάνω στα πόδια μου και επειδή αρνείται να ενοχλεί τις λέξεις με ρωτάει μονολεκτικά:
ΣΑΚΗΣ =Πες. Τι;
ΕΓΩ =Δεν ξέρω. Άσε με.
ΣΑΚΗΣ=Καλά. Tea?
ΕΓΩ= Πας καλά;
(χάδι στα μαλλιά)
ΣΑΚΗΣ= Κατάλαβα.
ΕΓΩ= Ναι. Σκατά. (του παίρνω το χέρι απ'τα μαλλιά. Μ'εκνευρίζει να μου πειράζουν τα μαλλιά όταν είμαι εκνευρισμένη)
ΣΑΚΗΣ= Α, οκ…
ΕΓΩ= (ξαφνικά τύψεις) Εσύ;
ΣΑΚΗΣ= Ε…
ΕΓΩ= Τι ε;
ΣΑΚΗΣ= Ξέρεις…
ΕΓΩ= Ξέρω…
ΣΑΚΗΣ= Ε… αυτό.
ΕΓΩ= Ναι μωρέ…
ΣΑΚΗΣ= (με κοιτάει στα μάτια που καλμάρουν σιγά-σιγά) Καλύτερα τώρα;
ΕΓΩ= (αρνάκι πλέον μέσα στην κουβερτούλα του) Ναι. Ζεστούλα ε;
ΣΑΚΗΣ= Πεινάς;
ΕΓΩ= Λίγο…
ΣΑΚΗΣ= (ανοίγει το κουτί πρώτων βοηθειών που είναι πάντα δίπλα του) Πίτσα;
ΕΓΩ= Αμέ!
ΕΓΩ =Δεν ξέρω. Άσε με.
ΣΑΚΗΣ=Καλά. Tea?
ΕΓΩ= Πας καλά;
(χάδι στα μαλλιά)
ΣΑΚΗΣ= Κατάλαβα.
ΕΓΩ= Ναι. Σκατά. (του παίρνω το χέρι απ'τα μαλλιά. Μ'εκνευρίζει να μου πειράζουν τα μαλλιά όταν είμαι εκνευρισμένη)
ΣΑΚΗΣ= Α, οκ…
ΕΓΩ= (ξαφνικά τύψεις) Εσύ;
ΣΑΚΗΣ= Ε…
ΕΓΩ= Τι ε;
ΣΑΚΗΣ= Ξέρεις…
ΕΓΩ= Ξέρω…
ΣΑΚΗΣ= Ε… αυτό.
ΕΓΩ= Ναι μωρέ…
ΣΑΚΗΣ= (με κοιτάει στα μάτια που καλμάρουν σιγά-σιγά) Καλύτερα τώρα;
ΕΓΩ= (αρνάκι πλέον μέσα στην κουβερτούλα του) Ναι. Ζεστούλα ε;
ΣΑΚΗΣ= Πεινάς;
ΕΓΩ= Λίγο…
ΣΑΚΗΣ= (ανοίγει το κουτί πρώτων βοηθειών που είναι πάντα δίπλα του) Πίτσα;
ΕΓΩ= Αμέ!
(σιωπή λόγω καταβρόχθισης παρηγορητικής πίτσας)
ΕΓΩ= τα Χριστούγεννα;
ΣΑΚΗΣ= Εδώ.
ΚΟΡΙΤΣΙ= Σκατά δηλαδή
ΣΑΚΗΣ= (απαθής) Ε, ναι, ρε.
ΕΓΩ= Κι εγώ εδώ.
ΣΑΚΗΣ= (τεράστιο χαμόγελο) γαμώ!
ΕΓΩ= (μου ρχεται το κέφι) Ρε συ, στολίζουμε δέντρο;
ΣΑΚΗΣ= Με τι;
ΕΓΩ= Ξέρω γω;
ΣΑΚΗΣ= Εχω post it κόκκινα!
ΕΓΩ= γαμώ!
ΣΑΚΗΣ= να γράψουμε;
ΕΓΩ= Αμέ!
ΣΑΚΗΣ= Τι;
ΕΓΩ= Ευχές ρε!
ΣΑΚΗΣ= Σωστή!
ΕΓΩ= Γράφε πρώτος. Εγώ είμαι σκατά.
ΣΑΚΗΣ= Εδώ.
ΚΟΡΙΤΣΙ= Σκατά δηλαδή
ΣΑΚΗΣ= (απαθής) Ε, ναι, ρε.
ΕΓΩ= Κι εγώ εδώ.
ΣΑΚΗΣ= (τεράστιο χαμόγελο) γαμώ!
ΕΓΩ= (μου ρχεται το κέφι) Ρε συ, στολίζουμε δέντρο;
ΣΑΚΗΣ= Με τι;
ΕΓΩ= Ξέρω γω;
ΣΑΚΗΣ= Εχω post it κόκκινα!
ΕΓΩ= γαμώ!
ΣΑΚΗΣ= να γράψουμε;
ΕΓΩ= Αμέ!
ΣΑΚΗΣ= Τι;
ΕΓΩ= Ευχές ρε!
ΣΑΚΗΣ= Σωστή!
ΕΓΩ= Γράφε πρώτος. Εγώ είμαι σκατά.
Και τότε με κοιτάει, παίρνει το μαρκαδοράκι και γράφει στο πρώτο κόκκινο χαρτάκι
«Να σε έχω δίπλα μου».
Τον αγκάλιασα σφιχτά, που πάει να πει στη γλώσσα των χαδιών: Θα με έχεις χοντρούλη. Και θα σε έχω. Και γι'αυτό τα Χριστούγεννά μας δεν θα είναι ποτέ στ'αλήθεια σκατά.