Ο Αντώνης Βλάχος μια ζωή…. Μια ιστορία!!!
Αρβανίτης ο Αντώνης ο Βλάχος, ένας ξερακιανός ψηλός, με σπαστά κατσαρά μαλλιά μαύρα, με μουστάκι αντρικό, με το κουστούμι του χειμώνα καλοκαίρι.
Παντρεμένος με τη Μαρίκα, μια κοντή στρουμπουλή, με γλυκό πρόσωπο, χαμογελαστή πάντα, όχι όπως γελαστή!!!
Παλιά «παστρικιά» με δικό της «τσαρδί»!
Αυτή ήταν το «μποτέλι» του Βλάχου, κι αυτός της «αποχαρακτήρισε» και της έβαλε στεφάνι.
Παιδιά βέβαια δεν κάνανε.
Ο Βλάχος έκανε μαγαζιά, δηλαδή μπουζουκομάγαζα με ζούλα τεκέδες, μέχρι και «ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΙΟΝ» έφτιαξε, εκεί στην οδό Αγησιλάου δίπλα από το μαγαζί μας και δίπλα και από το μαγέρικο του Θεοχαράτου!
Αλλά ας τα πάμε από την αρχή!
Ο Βλάχος χρόνια στην παρανομία από μικρός.
Άσσος στο μαχαίρι.. ξέρει να το «κουσουμάρει»!
Δηλαδή εάν ήθελε να σε στείλει… τότε το χτύπημα ήταν διαφορετικό, δηλαδή μόλις σε τρυπήσει τότε γυρίζει το μαχαίρι και γίνεται η ζημιά … «έφυγες»!
Αν όμως θέλει να σε προειδοποιήσει, μόλις βάλει το μαχαίρι στο κρέας με την ίδια φορά το ξαναβγάζει κι έτσι τη γλύτωνες!
Όμως δεν είναι «μάστορας» μόνο στο μαχαίρι, αλλά κουμαντάριε και το «σιδερικό» – που «τσαχάει» να πούμε – που δεν λείπει ποτέ από πάνω του.
Ε!! Αφού έχει τα εργαλεία δεν πρέπει και να τα χρησιμοποιεί???
Πως αλλιώς θα τον σέβονται???
Οι «λογάδες» λέγανε ότι έχει «στείλει» δυο – τρεις ή και τέσσερις στον άλλο κόσμο.
Όμως δεν είναι και άμοιρος στην «πιάτσα του μαύρου», αλλά μέχρι εκεί.
Δεν έπεσε ποτέ στην «παραμύθα»… κανά «καλάμι» και κάνα δίφυλλο ή τρίφυλλο, έκανε κάπου – κάπου!!
Βέβαια και φυλακή έκανε κι ήξερε τα πάρε – δώσε!
Πάντως με φόνους, με μαχαιρώματα, με πιστολίδια, με χασιποτίες, με σωματεμπορίες, μαστροπείες, οπλοφορίες, οπλοχρησίες, οπλοκατοχές και αμέτρητες άλλες παραβάσεις του κοινού Ποινικού Κώδικα, το πώς βρισκότανε «έξω» μόνο αυτός το ξέρει!!!
Όμως ήτανε «κιμπάρης», είχε λόγο, είχε «μπέσα».
Οποτεδήποτε ήρθε στον πατέρα μου για δανεικά, πάντα με χρυσές λίρες – εγώ τις έφερνα από το μπαούλο του σπιτιού – πάντα τα επέστρεφε και μάλιστα βοήθαγε το μαγαζί παντειοτρόπως!
Και μόνο που τον βλέπανε να μιλάει με τον «Τρούμαν» πίνοντας καφεδάκι ή κανένα ούζο, όλοι οι μάγκες βάζανε την ουρά στα σκέλια και το μαγαζί μας ήταν «εκκλησία»!
Αλλά όταν άνοιξε το «Οινομαγειγείο» δίπλα από μας στην Αγησιλάου, η κουζίνα μας είχε κοινό παράθυρο με το μαγαζί του και ότι θέλανε χτυπάγανε το τζάμι.
Το «Οινομαγειρείο» το άνοιξε για να κάνει μια «συρμαγιά» αφού βγήκε από μια φυλακή που έκανε, για να φτιάξει πάλι μπουζουκάδικο.
Τότε λοιπόν πήγε και βρήκε όλους τους μπουζουξήδες, τις τραγουδιάρες και τους μπουζουκοπαίχτες και σε άλλους με το καλό, σε άλλους με το ζόρι, τους ανάγκασε μετά τα μπουζούκια να έρχονται στο «Οινομαγειρείο», για να φάνε κάνα πατσά και να περπατήσει το μαγαζί!
Αξίζει να σας πω ότι εγώ πήγαινα σε «πληρωτικό» σχολείο, όπως το λέγανε τότε, δηλαδή ιδιωτικό, όμως το καλοκαίρι δεν είχε διακοπές.
Με σήκωνε η μάνα μου το πρωϊ να πάω στο μαγαζί μας, μαζί με το Χρήστο για να δω πως βγαίνει το μεροκάματο! Κατάλαβες???
Εκεί λοιπόν τα καλοκαίρια γνώρισα – μικρός βέβαια τότε – τα περισσότερα «ιερά τέρατα» του μπουζουκιού από κοντά!
Τι τον Μάρκο, τι τον Τσιτσάνη, τι τον Μητσάκη, τι τον Ζαμπέτα, την Άννα Χρυσάφη, την Μπέλου και ουκ έστι αριθμός!!!
Τι τον Μάρκο, τι τον Τσιτσάνη, τι τον Μητσάκη, τι τον Ζαμπέτα, την Άννα Χρυσάφη, την Μπέλου και ουκ έστι αριθμός!!!
Πως όμως τους γνώρισα??
Απλούστατα μόλις τρώγανε τον πατσά κάθε κομπανία ερχότανε στο μαγαζί να πιούνε το καφεδάκι και να κάνουνε την χαρτούρα.
Δηλαδή να μετρήσουνε τα λεφτά από τις παραγγελίες και βρισκόντουσαν στην τσάντα της ντιζέζ!
Εδώ αξίζει να πούμε ότι ο Βλάχος είχε ένα τραπεζάκι μπροστά από το πάλκο εκεί στην πίστα και έπαιρνε και έδινε χαρτάκια για παραγγελίες χορού, για να μη γίνεται φασαρία. Ήταν δηλαδή ο «αδέκαστος»!
Λοιπόν οι περισσότεροι ήτανε αγράμματοι, έτσι λοιπόν έκαναν διαιρέσεις και πολλαπλασιασμούς, ανοίγανε την τσάντα με τα λεφτά και άρχιζε ο «αρχηγός»…. ο Βλάχος δηλαδή!
Αν π.χ. η τσάντα είχε 1.000 δραχμές και η κομπανία ήταν πέντε άτομα, δε λέγανε 1.000 δια του 5 = 200 δραχμές, αλλά αρχίζανε 50 εσύ, 50 εσύ, 50 εσύ … 50 εγώ μέχρι να τελειώσουν τα λεφτά!
Εκεί λοιπόν πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι μετά τους καφέδες και αφού φεύγανε τα φλυτζάνια και τα ποτήρια γινότανε το μερτικό που το λέγανε «Λογαριά στο πεύκο του Γεραμάνη»!
Και μια ακόμη παρένθεση!
Ο Βλάχος ο Αντώνης είχε και έναν αδελφό .. τον Τάσο!
Ο Τάσος ήτανε πολλές σκάλες πιο κάτω από τον Αντώνη, που πάντα προσπαθούσε να τον φτάσει, αλλά ποτέ δεν έγινε Αντώνης!
Τον είχε ο Αντώνης συνέταιρο, αλλά όλα τα κουμάντα τα έκανε ο ίδιος και η Μαρίκα, που δε φαινότανε!
Ο Αντώνης ήταν ο «ψιλοκομμένος», ο «φινετσάτος», ο Τάσος ο «χοντροκομμένος», ο «στούρνος», ο «βλάχος»!
Εκεί γύρω στις αρχές του ’30 άνοιξε στη συμβολή της Κωνσταντινουπόλεως (που πέρναγε το τρένο) και της Ιεράς Οδού η πρώτη ίσως μπυραρία της Αθήνας, που πουλούσε μπύρα στο ΠΟΤΗΡΙ!
Εκεί μαζευόταν όλος ο καλός κόσμος της Αθήνας γιατί ήταν μόδα τότε η μπύρα!
Η «μπυραρία του Μαυρομάτη» ήταν όπως ανεβαίνουμε την Ιερά Οδό για να πάμε στην οδό Πειραιώς από το δεξί μας χέρι και δίπλα ήταν ο φούρνος του Τσιμπούκη και πιο δίπλα το φαρμακείο του Αφεντούλη!
Στην απέναντι γωνιά λοιπόν Κωνσταντινουπόλεως και Ιεράς Οδού, «έστησε» ο Βλάχος μπουζουκάδικο… το «ΔΑΣΟΣ»!
Και ποιος δεν πέρασε από κει.
Οι καλύτεροι παίκτες μπουζουκιού!
Μάρκος, Στράτος, Χιώτης, Μπαγιαντέρας, Χατζηχρήστος, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου μέχρι και Μιχάλης Γενίτσαρης, που τον είχε για μπράβο ο Βλάχος!
Αξέχαστες εποχές!!!!