Για διάβασμα ηλεκτρικό φως δεν υπήρχε. Μια «τσιμπλόλαμπα», δηλαδή μία λάμπα πετρελαίου, ή ένα λυχνάρι, που έκαιγε με χοιρινό λίπος, ίσα-ίσα που φώτιζε για να διαβάζουμε τα λιγοστά γράμματα, που γράφαμε πάνω στην πλάκα με το κοντύλι! Πολλοί από μας περιμέναμε να βρέξει και να «κατεβάσει» το ποτάμι, ώστε να πάμε στο λείο χώμα, που άφηνε στο πέρασμά του, και πάνω σ’ αυτό να λύνουμε τις
ασκήσεις!ΕΤΥΧΕ να είμαστε από τους ανθρώπους εκείνους, που έζησαν σχεδόν όλες τις περιόδους των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στη Χώρα μας. Έξι δεκαετίες (και κάτι … ψιλοκαλόκαιρα) στην πλάτη μας δεν είναι λίγα για να φορτωθεί η μνήμη μας από όλες αυτές τις εκπαιδευτικές περιόδους, που ζήσαμε, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ενθυμούμαι και την δημόσια και την ιδιωτική παιδεία της δεκαετίας 1950-1960. Τα σχολεία, ιδίως στην επαρχία, ήσαν πρωϊνά και απογευματινά. Με το που φαινότανε να έρχεται η δασκάλα στο χωριό, αμέσως ένας μαθητής, που είχε εντολή από την δασκάλα ή τον δάσκαλο, πήγαινε και χτύπαγε την καμπάνα, ώστε να μαζευτούν τα παιδιά στο σχολείο. Κι όχι μόνο!
Κάθε μαθητής έπρεπε να μεταφέρει υποχρεωτικά και ένα ξύλο (συνήθως κούτσουρο), για να υπάρχει το κατάλληλο υλικό προκειμένου ανάβει η σόμπα και να ζεσταίνεται η αίθουσα. Δεν ήταν και ό,τι το ιδανικό. Αν τα κούτσουρα ήσαν βρεγμένα έβγαζαν πολύ καπνό και «ντουμάνιαζε» μέσα η αίθουσα διδασκαλίας, με αποτέλεσμα τα μάτια όλων των μαθητών να είναι κατακόκκινα από το κλάμα.
Αλλά να ήταν μόνον αυτή η ταλαιπωρία; Είχαμε και την … «αγία ράβδο»! Έπεφτε τόσο πολύ ξύλο στα παιδιά από τους δασκάλους, που ακόμη και σήμερα πολλοί από μας έχουμε διάφορα σημάδια στο σώμα μας!
Μη ρωτάτε για φαγητό!.. Λίγος τραχανάς το πρωί (κι αυτός αν υπήρχε), ενώ η σάκα μας (ένα ταγάρι δηλαδή) συνήθως είχε μέσα και λίγη μπομπότα (είδος άρτου ζυμωμένο με αλεύρι από καλαμπόκι), ενδεχομένως και λίγο τυρί! Ελιές και λάδι ήσαν είδη εν ανεπαρκεία στα ορεινά χωριά μας όπου τα εσπεριδοειδή ήσαν δυσεύρετα. Εάν βλέπαμε ότι κάποια γυναίκα είχε στα χέρια της ένα λεμόνι ή ένα πορτοκάλι σίγουρα επισκεπτόταν κάποιον ασθενή!
Βιβλία δεν υπήρχαν. Για να πάρουμε ένα 12φυλλο τετράδιο περιμέναμε πότε θα … γεννήσει η κότα δυο φορές, ώστε να προμηθευτούμε με τα 2 αυγά το τετράδιο από το «μαγαζί» του χωριού, που ακόμη και σήμερα αναδίδει την ευοσμία από τη μυρουδιά των προς πώληση προϊόντων!
Για διάβασμα ηλεκτρικό φως δεν υπήρχε. Μια «τσιμπλόλαμπα», δηλαδή μία λάμπα πετρελαίου, ή ένα λυχνάρι, που έκαιγε με χοιρινό λίπος, ίσα-ίσα που φώτιζε για να διαβάζουμε τα λιγοστά γράμματα, που γράφαμε πάνω στην πλάκα με το κοντύλι! Πολλοί από μας περιμέναμε να βρέξει και να «κατεβάσει» το ποτάμι, ώστε να πάμε στο λείο χώμα, που άφηνε στο πέρασμά του, και πάνω σ’ αυτό να λύνουμε τις ασκήσεις, που μας έβαζε η δασκάλα!
Όλα αυτά τα θυμήθηκα (με μια συγκίνηση είναι αλήθεια), καθώς είδα στο διαδίκτυο μερικά ενδεικτικά και απολυτήρια των Δημοτικών Σχολείων της εποχής μας. Τότε που θέλαμε να πετάξουν τα παιδικά μας φτερά κι ας ήταν βαριά πληγωμένα!...
Με σεβασμό και τιμή