«Είναι η ώρα 9 το πρωί. Μόλις έχω βγάλει το αμάξι μου από το γκαράζ. Προχωρώ σιγά-σιγά επί της οδού Πατησίων. Από μια πάροδο εμφανίζεται βιαστικός, ένας νεαρός αψόγης εμφανίσης.
-Σωφέρ στάσου!
-Σωφέρ στάσου!
Φρενάρω και σταματώ. Ο νεαρός ρίχνεται στο ταξί και δίνει την διαταγή.
-Γρήγορα στην Ομόνοια.
«Πατάω βενζίνα». Συγχρόνως όμως μέσα στο καθρεπτάκι που έχω στερεωμένο πλάι στο παρ-μπριζ, ακριβώς απάνω από το βολάν περιεργάζομαι τον πρώτο πελάτη.
Είναι ο νεαρός υπάλληλος τραπεζιτικού η ιδιωτικού γραφείου η της μεγάλης ξένης επιχειρήσεως ο οποίος έχει ξενυχτίσει ποιος ξέρει σε ποιο ντάνσιγκ η σε πιο φιλικό σπίτι παίζοντας ποκεράκι. Επωφελείται των λίγων στιγμών του ταξειδιού του για να φτιάξη την γραβάτα του και να προετοιμάση την δικαιολογία που θα πή στον προϊστάμενο του για την καθυστέρησι.
Το αυτοκίνητο πέρασε την Ομόνοια και έχει μπη σ’ άλλη κεντρική οδό. Ο υπάλληλος όμως δεν πρέπει να φθάση έως την πόρτα της Τραπέζης η του γραφείου με ταξί. Ποιος ξέρει, καμμιά ανεπιθύμητος συνάντησις προϊσταμένου του κατά την στιγμήν της εξόδου του από το ταξί, μπορεί να γεννήση την εντύπωσι ανέτου οικονομικής ζωής, πράγμα το οποίον είναι δυνατόν να συντελέση εις την ματαίωσι της αναμενομένης αυξήσεως. Εφ’ ό και η διαταγή:
-Στρίψε εδώ στην πάροδο αριστερά και στάσου. Πόσα γράφει το ρολόι σου;
-Δεκατρείς δραχμές κύριε.
-Να’ πάρε δεκαπέντε.
Λίγα μέτρα παρά πέρα ένας χονδρός ξουρισμένος καλοντυμένος κύριος φωνάζει:
-Ταξί! Ταξί!
Φρενάρω. Λόγω όμως της κεκτημένης ταχύτητας, σταματώ δύο βήματα παρά κάτω. Ο χονδρός κύριος φαίνεται θυμωμένος γι’ αυτό. Παρ’ όλα ταύτα πλησιάζει και μπαίνει μέσα.
-Στον Βοτανικό σε παρακαλώ και όσο μπορείς πιο γρήγορα!
Υπακούω και εξετάζω συγχρόνως τον νέο πελάτη. Είναι κι’ αυτός βιαστικός, ακόμα πιο βιαστικός από τον προηγούμενο. Αυτός όμως ίσως νάχη περισσότερο δίκηο. Είναι ο επιχειρηματίας που έχει κάποιο εργοστάσιο, κάποια επιχείρησι σ’ ένα απομακρυσμένο σημείο της πρωτευούσης και βιάζεται για να δώση εντολή στους υφισταμένους του. Καθ’ όλο το ταξείδι καμμιά κουβέντα. Είναι απορροφημένος σε υπολογισμούς και σκέψεις. Ο λογαριασμός του ταξί πληρώνεται με την επί πλέον στερεότυπη και μετρημένη δραχμή του νοικοκύρη εργοστασιάρχη για πουρμπουάρ.
~
Η ώρα είναι τώρα 12 ½ και το ταξί μου διευθύνεται προς την οδόν Ερμού. Είναι η ώρα της γυναικείας πελατείας, της πολυτιμωτέρας και πλέον ανοιχτόχερας πελατείας. Η κομψή κυρία δεν αργεί να φανή. Γούνινο παλτό, μακιγιαρισμένο προσωπάκι, κομψό ποδαράκι, συνοδεύεται από μια άλλη αιθέρια υπαρξούλα. Είναι η κυρίες που επιστρέφουν από τα ψώνια. Έχουν τσακιστεί κυριολεκτικά από το πρωί. Μα έχουν επιτύχει στις αγορές.
-Σωφέρ, στην οδό Πατησίων!
Υπακούω μετά μειδιάματος. Κοντά στο Μουσείο νέα διαταγή:
-Στάσου εδώ δεξιά! Στο πεζοδρόμιο!
Η κυρίες μπαίνουν σ’ ένα φιλικό σπίτι για «μια στιγμή». Όταν βγουν, έχουν περάσει τρία τέταρτα της ώρας.
-Σωφέρ, συνέχισε! Ολόισια!
Υπακούω. Το ρολόι τώρα γράφει 52 δραχμές! Με το πλούσιο πουρμπουάρ ο λογαριασμός θα φθάση ασφαλώς το εβδομηνταπεντάρι. Αλλά δεν βαρυέσαι! Τι σημαίνει! Μήπως αυτές θα πληρώσουν;
~
Δύο παρά τέταρτο η ώρα. Ένας όμιλος από τρείς μεσήλικες σταματά το ταξί εις την οδό Κοραή. Η λιακάδα είναι προκλητική. Η συντροφιά φαίνεται ευχαριστημένη. Ο περισσότερο γελαστός από τους άλλους δίνει την διαταγή.
-Σωφέρ, τράβα στο Παληό Φάληρο.
Και συνεχίζει αποτεινόμενος προς τους άλλους:
-Εγώ βρε παιδιά, θα σας κάμω σήμερα το τραπέζι. Η δουλειά εκείνη τελείωσε! Επομένως θα την γλεντήσουμε!
Είναι ο εργαζόμενος στο χρηματιστήριο εργένης, του οποίου το πρωινό πήγε καλά και θέλει να γλεντήση στο εξοχικό εστιατόριο του Παληού Φαλήρου με τους φίλους του. Υπολογίζω: Το γεύμα έχει εξασφαλισθεί και μάλιστα στην εξοχή. Και ο λογαριασμός θα περάση το ενάμιση εκατοστάρικο. Έτσι και γίνεται.
~
Ώρα 5 ½ απογευματινή. Μια δεσποινιδούλα –ψηλή, ξανθή, μυρωδάτη με σφιχτοδεμένο σωματάκι και βάδισμα πυργοδεσποίνης- με σταματά εκεί κοντά στην οδό Πειραιώς.
-Σωφέρ, πήγαινε σε παρακαλώ στους «Αμπασσαντέρ». Και πούσαι, πρόσεχε πολύ τις λακκούβες.
Συμμορφώνομαι. Πρόκειται περί σνόμπ ατθιδούλας, η οποία εννοεί να πάη στο κοσμικό κέντρο εντελώς ατσαλάκωτη.
~
Έξω έχει πια νυχτώσει. Ανάβω τη μικρή πλαφονιερίτσα του ταξί. Η ώρα είναι η πιο αχάριστη. Απραξία μέχρι της 8 περίπου, οπότε αρχίζει η μεγάλη δουλειά, έξοδος κινηματογράφων, κοσμικών κέντρων κλπ.
Στης 8 ½ στον πιο ρωμαντικό δρομάκο της Αθήνας, στον δρόμο των ερωτευμένων, την οδό Ηρώδου του Αττικού, ένας συνοδός του ετέρου ημίσεως σταματά το ταξί. Τοποθετεί την μικρούλα του μέσα, παίρνει θέσι δίπλα της κοντά-κοντά και μου δίνει διαταγή να… σβυστή η πλαφονιέρα. Είναι το ερωτευμένο ζευγαράκι –του φοιτητού με την ραφτρούλα- που επιστρέφει από το ραντεβού του με αυτοκίνητο στο συνοικιακό δρομάκι που κάθεται εκείνη. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Γυρνώ διά το πλέον ασκανδάλιστον και το προδοτικό καθρεπτάκι, το επάνω, κάτω.
~
Στης 9 ½ κοντά στην Πλάκα, μια παρέα από τέσσερις νεαρούς που μόλις έχουν βγή από την συνοικιακή ταβερνούλα με το λάγνο κοκκινέλι, σταματά το ταξί. Οι νεαροί μπαίνουν μέσα με τραγούδια και φωνές. Είναι φοιτηταί, υπαλληλίσκοι κλπ που τώχουν τσούξει λιγάκι για να ξεχάσουν ο καθένας τα βάσανά του. Η διαταγή είναι κάπως ακαθόριστη.
-Σωφέρ! Τράβα αδελφέ μου να κάνουμε τσάρκα στην Αθήνα!
Ξεκινούν αλλά αμέσως εκδηλώνεται διαφωνία. Τα δυό μεθυσμενάκια θέλουν να πάη το ταξί από την οδό Φιλελλήνων. Ο τρίτος θέλει να εμφανισθούν στην οδό Σταδίου. Ο τέταρτος δεν έχει γνώμη. Κάθεται συλλογισμένος.
Υπολογίζω ότι το κέρδος από την κούρσα θα είναι αρνητικόν. Και βρίσκω την σωτηρία μου προφασιζόμενος έλλειψιν βενζίνης.
Η δικαιολογία πιάνει και οι νεαροί κατεβαίνουν αφού προηγουμένως με πληρώσουν πλουσιοπάροχα. Ένα τάλληρο πουρμπουάρ, έτσι για να πιώ ένα κρασί στην υγειά τους.
~
Η ώρα είναι πια 11 ½ . Τα ταξί περιμένουν αράδα έξω από τα θέατρα και τους κινηματογράφους. Αναμένω τον νυκτερινό πλούσιο πελάτη που θα κάμη το γλεντάκι του στο κοσμικό παραλιακό κέντρο με την υπό απόκτησιν φιλεναδούλα του, την κομψή κοκοττίτσα. Και το ζεύγος δεν αργεί να εμφανισθή. Αυτός ψηλός με μαύρο σταυρωτό παλτό, με γιακά από αστραχάν, το μεταξωτό κας-κολ, χρηματιστής, τραπεζίτης, μεγαλοεπιχειρηματίας. Το ζευγαράκι θα καταφύγη στην αρχή στο κοσμικό κέντρο, όπου θ’ ανοιγή η απαραίτητη «πομμερύ». Θα επακολουθήση χορουδάκι, ενώ εγώ θα περιμένω έξω από το κέντρο μέχρι των πρώτων πρωινών ωρών, δια να οδηγήσω το ζευγαράκι είτε σε καμμιά μακρυνή «αίθουσα δι’ οικογενείας» είτε στην γκαρσονιέρα του συνοδού.
Κ’ έτσι τελειώνει η ημέρα μου»
(Βασισμένο σε σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εβδομάς»).
-Γρήγορα στην Ομόνοια.
«Πατάω βενζίνα». Συγχρόνως όμως μέσα στο καθρεπτάκι που έχω στερεωμένο πλάι στο παρ-μπριζ, ακριβώς απάνω από το βολάν περιεργάζομαι τον πρώτο πελάτη.
Είναι ο νεαρός υπάλληλος τραπεζιτικού η ιδιωτικού γραφείου η της μεγάλης ξένης επιχειρήσεως ο οποίος έχει ξενυχτίσει ποιος ξέρει σε ποιο ντάνσιγκ η σε πιο φιλικό σπίτι παίζοντας ποκεράκι. Επωφελείται των λίγων στιγμών του ταξειδιού του για να φτιάξη την γραβάτα του και να προετοιμάση την δικαιολογία που θα πή στον προϊστάμενο του για την καθυστέρησι.
Το αυτοκίνητο πέρασε την Ομόνοια και έχει μπη σ’ άλλη κεντρική οδό. Ο υπάλληλος όμως δεν πρέπει να φθάση έως την πόρτα της Τραπέζης η του γραφείου με ταξί. Ποιος ξέρει, καμμιά ανεπιθύμητος συνάντησις προϊσταμένου του κατά την στιγμήν της εξόδου του από το ταξί, μπορεί να γεννήση την εντύπωσι ανέτου οικονομικής ζωής, πράγμα το οποίον είναι δυνατόν να συντελέση εις την ματαίωσι της αναμενομένης αυξήσεως. Εφ’ ό και η διαταγή:
-Στρίψε εδώ στην πάροδο αριστερά και στάσου. Πόσα γράφει το ρολόι σου;
-Δεκατρείς δραχμές κύριε.
-Να’ πάρε δεκαπέντε.
Λίγα μέτρα παρά πέρα ένας χονδρός ξουρισμένος καλοντυμένος κύριος φωνάζει:
-Ταξί! Ταξί!
Φρενάρω. Λόγω όμως της κεκτημένης ταχύτητας, σταματώ δύο βήματα παρά κάτω. Ο χονδρός κύριος φαίνεται θυμωμένος γι’ αυτό. Παρ’ όλα ταύτα πλησιάζει και μπαίνει μέσα.
-Στον Βοτανικό σε παρακαλώ και όσο μπορείς πιο γρήγορα!
Υπακούω και εξετάζω συγχρόνως τον νέο πελάτη. Είναι κι’ αυτός βιαστικός, ακόμα πιο βιαστικός από τον προηγούμενο. Αυτός όμως ίσως νάχη περισσότερο δίκηο. Είναι ο επιχειρηματίας που έχει κάποιο εργοστάσιο, κάποια επιχείρησι σ’ ένα απομακρυσμένο σημείο της πρωτευούσης και βιάζεται για να δώση εντολή στους υφισταμένους του. Καθ’ όλο το ταξείδι καμμιά κουβέντα. Είναι απορροφημένος σε υπολογισμούς και σκέψεις. Ο λογαριασμός του ταξί πληρώνεται με την επί πλέον στερεότυπη και μετρημένη δραχμή του νοικοκύρη εργοστασιάρχη για πουρμπουάρ.
~
Η ώρα είναι τώρα 12 ½ και το ταξί μου διευθύνεται προς την οδόν Ερμού. Είναι η ώρα της γυναικείας πελατείας, της πολυτιμωτέρας και πλέον ανοιχτόχερας πελατείας. Η κομψή κυρία δεν αργεί να φανή. Γούνινο παλτό, μακιγιαρισμένο προσωπάκι, κομψό ποδαράκι, συνοδεύεται από μια άλλη αιθέρια υπαρξούλα. Είναι η κυρίες που επιστρέφουν από τα ψώνια. Έχουν τσακιστεί κυριολεκτικά από το πρωί. Μα έχουν επιτύχει στις αγορές.
-Σωφέρ, στην οδό Πατησίων!
Υπακούω μετά μειδιάματος. Κοντά στο Μουσείο νέα διαταγή:
-Στάσου εδώ δεξιά! Στο πεζοδρόμιο!
Η κυρίες μπαίνουν σ’ ένα φιλικό σπίτι για «μια στιγμή». Όταν βγουν, έχουν περάσει τρία τέταρτα της ώρας.
-Σωφέρ, συνέχισε! Ολόισια!
Υπακούω. Το ρολόι τώρα γράφει 52 δραχμές! Με το πλούσιο πουρμπουάρ ο λογαριασμός θα φθάση ασφαλώς το εβδομηνταπεντάρι. Αλλά δεν βαρυέσαι! Τι σημαίνει! Μήπως αυτές θα πληρώσουν;
~
Δύο παρά τέταρτο η ώρα. Ένας όμιλος από τρείς μεσήλικες σταματά το ταξί εις την οδό Κοραή. Η λιακάδα είναι προκλητική. Η συντροφιά φαίνεται ευχαριστημένη. Ο περισσότερο γελαστός από τους άλλους δίνει την διαταγή.
-Σωφέρ, τράβα στο Παληό Φάληρο.
Και συνεχίζει αποτεινόμενος προς τους άλλους:
-Εγώ βρε παιδιά, θα σας κάμω σήμερα το τραπέζι. Η δουλειά εκείνη τελείωσε! Επομένως θα την γλεντήσουμε!
Είναι ο εργαζόμενος στο χρηματιστήριο εργένης, του οποίου το πρωινό πήγε καλά και θέλει να γλεντήση στο εξοχικό εστιατόριο του Παληού Φαλήρου με τους φίλους του. Υπολογίζω: Το γεύμα έχει εξασφαλισθεί και μάλιστα στην εξοχή. Και ο λογαριασμός θα περάση το ενάμιση εκατοστάρικο. Έτσι και γίνεται.
~
Ώρα 5 ½ απογευματινή. Μια δεσποινιδούλα –ψηλή, ξανθή, μυρωδάτη με σφιχτοδεμένο σωματάκι και βάδισμα πυργοδεσποίνης- με σταματά εκεί κοντά στην οδό Πειραιώς.
-Σωφέρ, πήγαινε σε παρακαλώ στους «Αμπασσαντέρ». Και πούσαι, πρόσεχε πολύ τις λακκούβες.
Συμμορφώνομαι. Πρόκειται περί σνόμπ ατθιδούλας, η οποία εννοεί να πάη στο κοσμικό κέντρο εντελώς ατσαλάκωτη.
~
Έξω έχει πια νυχτώσει. Ανάβω τη μικρή πλαφονιερίτσα του ταξί. Η ώρα είναι η πιο αχάριστη. Απραξία μέχρι της 8 περίπου, οπότε αρχίζει η μεγάλη δουλειά, έξοδος κινηματογράφων, κοσμικών κέντρων κλπ.
Στης 8 ½ στον πιο ρωμαντικό δρομάκο της Αθήνας, στον δρόμο των ερωτευμένων, την οδό Ηρώδου του Αττικού, ένας συνοδός του ετέρου ημίσεως σταματά το ταξί. Τοποθετεί την μικρούλα του μέσα, παίρνει θέσι δίπλα της κοντά-κοντά και μου δίνει διαταγή να… σβυστή η πλαφονιέρα. Είναι το ερωτευμένο ζευγαράκι –του φοιτητού με την ραφτρούλα- που επιστρέφει από το ραντεβού του με αυτοκίνητο στο συνοικιακό δρομάκι που κάθεται εκείνη. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Γυρνώ διά το πλέον ασκανδάλιστον και το προδοτικό καθρεπτάκι, το επάνω, κάτω.
~
Στης 9 ½ κοντά στην Πλάκα, μια παρέα από τέσσερις νεαρούς που μόλις έχουν βγή από την συνοικιακή ταβερνούλα με το λάγνο κοκκινέλι, σταματά το ταξί. Οι νεαροί μπαίνουν μέσα με τραγούδια και φωνές. Είναι φοιτηταί, υπαλληλίσκοι κλπ που τώχουν τσούξει λιγάκι για να ξεχάσουν ο καθένας τα βάσανά του. Η διαταγή είναι κάπως ακαθόριστη.
-Σωφέρ! Τράβα αδελφέ μου να κάνουμε τσάρκα στην Αθήνα!
Ξεκινούν αλλά αμέσως εκδηλώνεται διαφωνία. Τα δυό μεθυσμενάκια θέλουν να πάη το ταξί από την οδό Φιλελλήνων. Ο τρίτος θέλει να εμφανισθούν στην οδό Σταδίου. Ο τέταρτος δεν έχει γνώμη. Κάθεται συλλογισμένος.
Υπολογίζω ότι το κέρδος από την κούρσα θα είναι αρνητικόν. Και βρίσκω την σωτηρία μου προφασιζόμενος έλλειψιν βενζίνης.
Η δικαιολογία πιάνει και οι νεαροί κατεβαίνουν αφού προηγουμένως με πληρώσουν πλουσιοπάροχα. Ένα τάλληρο πουρμπουάρ, έτσι για να πιώ ένα κρασί στην υγειά τους.
~
Η ώρα είναι πια 11 ½ . Τα ταξί περιμένουν αράδα έξω από τα θέατρα και τους κινηματογράφους. Αναμένω τον νυκτερινό πλούσιο πελάτη που θα κάμη το γλεντάκι του στο κοσμικό παραλιακό κέντρο με την υπό απόκτησιν φιλεναδούλα του, την κομψή κοκοττίτσα. Και το ζεύγος δεν αργεί να εμφανισθή. Αυτός ψηλός με μαύρο σταυρωτό παλτό, με γιακά από αστραχάν, το μεταξωτό κας-κολ, χρηματιστής, τραπεζίτης, μεγαλοεπιχειρηματίας. Το ζευγαράκι θα καταφύγη στην αρχή στο κοσμικό κέντρο, όπου θ’ ανοιγή η απαραίτητη «πομμερύ». Θα επακολουθήση χορουδάκι, ενώ εγώ θα περιμένω έξω από το κέντρο μέχρι των πρώτων πρωινών ωρών, δια να οδηγήσω το ζευγαράκι είτε σε καμμιά μακρυνή «αίθουσα δι’ οικογενείας» είτε στην γκαρσονιέρα του συνοδού.
Κ’ έτσι τελειώνει η ημέρα μου»
(Βασισμένο σε σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εβδομάς»).