Τα κτίρια όμοια , σκούρα , κολλημένα, με παράθυρα χωρίς παραθυρόφυλλα. Κατέβηκαν
από το λευκό φορτηγάκι και μπροστά στη καφέ πόρτα, ακούμπησαν δυο καρό βαλίτσες
και δυο ξύλινα κιβώτια, δεμένα με σχοινιά. Ο οδηγός χτύπησε ένα κουδούνι. Λέξη δεν
αντάλλαξαν. Σε ποια γλώσσα άλλωστε! Στο κάδρο της πόρτας φάνηκε μια παχύσαρκη ,
ψηλή γυναίκα που τους έκανε ένα αγέλαστο νεύμα να περάσουν μέσα. Ενας μικρός
διάδρομος αντάμωνε την ξύλινη σκάλα. Μπρος η στρυφνή, πίσω η Αννιώ και ο Ζαφείρης
που έτρεμαν από το κρύο. Ξεκλείδωσε, αφήνοντας χώρο να περάσουν και έφυγε.
Σαστισμένοι κοίταζαν το χώρο. Οι τοίχοι ντυμένοι με ταπετσαρία θαμπή ποτισμένη
τσιγαρίλα , ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες, κάτω από το παράθυρο με τη σκούρα κουρτίνα,
ένα κρεβάτι διπλό κολλημένο στον τοίχο. Ενας νεροχύτης με τα ντουλάπια που δεν έκλειναν
από το φούσκωμα. Μια στενή πόρτα οδηγούσε, στη τουαλέτα. Αυτή η αφόρητη μυρωδιά….
-Τουλάχιστον έχει ζέστη , μίλησε πρώτος ο Ζαφείρης.
Η Αννιώ είχε καθίσει στην άκρη της καρέκλας τραβώντας την κουρτίνα. Ψιλές σταγόνες
χιονιού έπεφταν στο τζάμι και στη ψυχή της.
-Πώς είπες πως τον λένε το τόπο; Τον ρώτησε.
-Αμβούργο, πόσες φορές στο είπα βρε Αννιώ;
-Είναι που δεν θέλω να το μάθω! Τελειώνει αύριο ο Αύγουστος και εδώ χιονίζει…
Παναγιά μου Δέσποινα, τι μας περιμένει εδώ; Να ξέρεις Ζαφείρη πως εσύ το αποφάσισες!
Μη το ξεχάσεις ποτές!
-Ακόμα και ως πότε θα μου το βαράς; Της απάντησε απαλά.
-Για πάντα!
Ανοιξαν τις βαλίτσες και κρεμούσαν τα ρούχα τα χειμωνιάτικα που μοίραζαν κάμφορα
στη δίφυλλη ντουλάπα. Τους είχε προετοιμάσει ο Στέλιος, ο γείτονας να πάρουν χοντρά
ρούχα και βελέντζες. «Μη ξεχάσετε γαλότσες , πλεχτές κάλτσες και μπότες, κοντές.
Και εσύ Αννιώ να πάρεις παντελόνια και τα απαραίτητα του νοικοκυριού σου».
Μια πετσέτα της κουζίνας έγινε ξεσκονόπανο. Βάλθηκε με λύσσα, να καθαρίζει με το πράσινο σαπούνι ότι "ακουμπιόταν". Μέχρι το βράδυ αργά όλα είχαν μπει στη θέση τους. Με παλιές εφημερίδες έστρωσε τα λιγδιασμένα ράφια. Ο κρυμμένος από τους συχωριανούς,
Ριζοσπάστης, έσωνε τη κατάσταση!
Η ποτάσα καθάρισε τον «καμπινέ». Τα είχε σκεφτεί όλα η Αννιώ, σαν υποχρεώθηκε να
αφήσει το σπίτι στο χωριό. Να αποχωριστεί πρώτη φορά τον Παναγιώτη ,το Μάριο και τις
δίδυμες Στεφανία και Βαρβάρα. Ένοιωσε πως από τη στριφτή κοτσίδα της ξεπηδούσαν
καρφιά πυρωμένα ίσα στο κεφάλι της. Στόλισε τις φωτογραφίες και έβαλε στο συρτάρι τους
φακέλους και τα επιστολόχαρτα. Στα είκοσι εννιά της χρόνια δεν φανταζόνταν το ξερίζωμα.
Σαν τα παράσιτα που τραβούσε από το χώμα, να μη κάνουν κακό στα φυτέματα. Και να
τώρα που πετάχτηκε εδώ! Τα δάκρυα της πάγωναν το κορμί.
Ο Ζαφείρης άνοιξε το δέμα με τα τρόφιμα. Εβαλε σ’ ένα πλαστικό πιάτο το τυρί της μάνας
του και έκοψε ζυμωτό ψωμί με το χέρι να περάσει η πείνα.
Ξάπλωσαν στα δικά τους σεντόνια και έριξε την πορτοκαλί βελέντζα, από πάνω. Χώθηκε
στη μέσα πλευρά και του γύρισε τη πλάτη. Με το λιανό της δάχτυλο «ζωγράφιζε»
τα λουλούδια της ταπετσαρίας. Ο Ζαφείρης κούρδιζε το ξυπνητήρι.
Εξι παρά τέταρτο πετάχτηκαν από τον ήχο του. Σε μια ώρα θα ερχόταν ένας πατριώτης
να τους πάει στη φάμπρικα.
Εμαθαν το λεωφορείο και τις στάσεις. Το εργοστάσιο ξερνούσε άσπρο καπνό από τις
καμινάδες. Κόσμος μαζεμένος περίμενε να ανοίξει η σιδερένια πόρτα. Τη πλησίασε μια
πατριώτισσα.
-Ελληνίδα; Τη ρώτησε.
-Ναι, καλημέρα! Της είπε αναθαρεύοντας πως είχε με κάποιο να μιλήσει.
-Οι περισσότεροι που βλέπεις, είναι Ελληνες και Τούρκοι. Καλώς ήρθατε στη κόλαση κορίτσι
μου! Εδωνάς είναι που αφήνουμε το δρωτάρι και το αίμα μας! Μη θαρρείς, πως τα μάρκα
που θα σε πληρώνουν έχουν χρώμα. Μαύρα και άραχνα είναι. Δεκαεννιά χρόνια δουλεύω
εδώ! Και τι σαν έχτισα στα Γιάννενα τριώροφο; Χέστηκα! Εχασα τον άντρα μου δέκα χρόνια
πριν και συνεχίζω. Σαν κατεβαίνω στον τόπο μου, με ζηλεύουν οι γειτόνισσες γιατί πρόκοψα.
Τα παιδιά μου πήγαν στην Αθήνα, σπούδασαν, παντρεύτηκαν και το τριώροφο το
νοικιάζουν να έχουν εισόδημα. Του χρόνου βγαίνω στη σύνταξη. Με λένε Κατίνα, εσένα;
Ψιθύρισε το όνομα της τρέμοντας.
Η πόρτα άνοιξε. Ενας επιστάτης Ελληνας φώναξε τα ονόματα τους. Τους οδήγησε στα
πόστα τους. Η Αννιώ βρέθηκε στο τρίτο υπόγειο στα σιδερωτήρια. Στη δουλειά δεν ήταν
άμαθη. Το κορμί της νεανικό και καλοσχηματισμένο, τα μακριά μαλλιά της μια κοτσίδα
που έφτανε ως τη μέση, και τα μεγάλα μάτια της έγραφαν την ζωή της. Υπερίσχυε
η μελαγχολία. Μα τα χέρια της πρόδιδαν τη δούλεψη και το πάλεμα με τη γη και την
αδιάκοπη λάτρα. Δεν φοβήθηκε ποτέ τη σκάφη, τη τσάπα, τη πάλη με το χώμα. Εδώ όμως βλέποντας διαδρόμους με τις σιδερώστρες και τις γυναίκες με τις πράσινες ρόμπες και τα
σκουφιά, σαν φυλακή της φάνηκε. Ενας οκτάωρος εγκλεισμός! Ένα σίδερο που το καλώδιο
κρεμόταν στη σιδερένια βέργα και ξερνούσε ατμό. Φοβήθηκε να το αγγίξει. Με το βλέμμα,
πρόσεξε τις κινήσεις της διπλανής κυρίας. Σήμερα είχε παιδικά πουκάμισα, να σιδερωθούν
και στο πίσω πάγκο να διπλωθούν και να μπουν στη ζελατίνα καταλήγοντας στη κούτα.
«Αυτό είναι το μέγεθος του Παναγιώτη μου» σκέφτηκε....
Κάθε τρεις μέρες περίμενε υπομονετικά τη σειρά της στο «τηλεφωνείο» να μιλήσει στα
παιδιά της… στο κλουβί με τη βελούδινη επένδυση πάνω στα χοντρά νοβοπάν καρφωμένη
για επιτευχθεί η μόνωση! Ποια μόνωση μπορούσε να συγκρατήσει το σκίσιμο της
καρδιάς της.. ενωνόταν με τις φωνές των άλλων μανάδων… σε όλες τις γλώσσες ο πόνος
έχει την ίδια κραυγή!
Ο Ζαφείρης την έβρισκε υπερβολική!
Στον ενάμιση χρόνο του έθεσε βέτο!
-Την άδεια μου δεν θα την δουλέψω στη λάντζα της Κύπριας! Θα πάω στα παιδιά θες δεν θες!
Είκοσι οκτώ μέρες ευτυχίας! Παιχνίδια στη θάλασσα, γεμάτη η αγκαλιά της, προσπαθούσε
να ρουφήξει αντοχές, να πάρει τις μυρωδιές τους! Τα βράδια ανέβαινε στη ταράτσα του πάνω πατώματος που μισοτελειωμένο, έχασκε. Καθόταν στα καδρόνια και έκλαιγε. Η απόσταση
από τον Ζαφείρη μεγάλωνε..
Δεκαπέντε χρόνια σιδέρωνε, μάτωνε, πονούσε! Το σπίτι χτίστηκε κατά τη γνώμη της
πεθεράς της. Το γέμισε πλουμίδια να δείχνει στη γειτονιά την προκοπή του γιου της!
Εκείνο το καλοκαίρι που κατέβηκαν στο χωριό, το πρώτο βράδυ έγινε και ο πρώτος καυγάς!
Ο πεθερός της ήταν έξαλλος!
-Κοίτα Ζαφείρη να δεις τι θα κάνεις με το Μάριο γιατί εγώ ντιντίδες στο σπίτι μου δεν θέλω!
Κεραυνός στο κεφάλι του γιου!
Δίχως να το σκεφτεί πήρε την απόφαση, να τον πάρει μαζί τους στη Γερμανία να τον κάνει
«άντρα»!
Η Αννιώ χίμηξε και ξέρασε χολή και αίμα…
-Ζαφείρη σου το είπα κάποτε, μα δεν το έλαβες το μήνυμα! Εσύ αποφάσισες, να μου κόψεις
τη ζωή στα δυο! Μα πάνω από όλα τα ζωή των παιδιών μας! Φάε σπίτι, φάε καταθέσεις,
φάε BMV, φάε τη τύφλα σου! Εγώ δεν γυρίζω πίσω! Θα είμαι εδώ με τα παιδιά μου και
εσύ να κόψεις το λαιμό σου! Σας έπιασαν οι ντροπές! Μωρέ τι μου λέτε τώρα; Ε, λοιπόν
εγώ που δεν μου πέφτουν τα μούτρα σαν και εσένα πατέρα θα είμαι εδώ!
-Είσαι τρελή! Ούρλιαξε ο άντρας της!
-Τέλος! Ανταπέδωσε στο χαρακτηρισμό. Το κλειδί της πόρτας το κρατάω μόνη μου!
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες! Χτύπησε με δύναμη τη πόρτα πίσω της και ανεβαίνοντας
τις σκάλες τους άκουγε να εξαπολύουν κατάρες.
-Η ζωή μας και η ζωή τους. Σήμερα θα κάψω τα στέφανα και ότι μ’ έδεσε μαζί του!
Το συρματόπλεγμα που με φυλάκιζε έσπασε….