Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Ο Πεινάααααω ....

$
0
0


Πρώτο μέλημα του Σπύρου, ήταν να προμηθευτεί από τον Γερο-Τσάλτα δυό κιούπια λάδι που παράχωσε κάτω από τα πλακάκια της υπόγειας αυλής, που είχε ξεκολλήσει. Το λάδι αυτό στάθηκε σωτήριο για τον πρώτο τουλάχιστον καιρό της μεγάλης πείνας.
Οι φακές και τα φασόλια είχαν γίνει πια το καθημερινό μας μενού.
Αν περίσσευε καμμιά κουταλιά ξαναζεστανόταν με μπόλικο νερό για να αυγατίσει, μέχρι πια που το περιεχόμενο έχανε κάθε ίχνος νοστιμιάς.Η επιβίωσή μας πλέον είχε αρχίσει να μπαίνει σε κίνδυνο.Ένα πρωινό, εγώ και η Μιραντούλα μας, ξυπνήσαμε με πρησμένη κοιλιά.Ευτυχώς που η κυρά-Βάσω η σπιτονοικοκυρά, μας έδωσε μερικές φλούδες λεμόνια να δαγκώσουμε και να πάρουμε έτσι μερικές βιταμίνες.Δύο φορές άνοιξε η ξεπεσμένη μπιζουτιέρια των «πάλαι ποτέ Παρισίων» για να ενισχύσει το στομάχι μας, με τον θησαυρό της.Πάει ο σταυρός του πατέρα μου, πάνε τα δαχτυλίδια δώρα του άντρα μου, η χρυσή καδένα που στόλιζε κάποτε τον νεανικό μου μπούστο, τα μαργαριτάρια της Κονδύλως αγορασμένα στα ταξίδια του Καπετάν-Κωνσταντή στις αγορές της Ανατολής, έφυγαν ακόμα και οι βέρες που ένωσαν για πάντα την ζωή μου με τον Παρισινό. Όλα έγιναν αλεύρι, όσπρια, σύκα, καρύδια, κάστανα και λάδι. Ένα μόνο σώθηκε!
Το ζευγάρι με τα διαμαντένια σκουλαρίκια που μου φόρεσε η αγάπη μου για να τον θυμάμαι την τελευταία μέρα της παραμονής μας στο Παρίσι, μπροστά από το παράθυρο της κάμαρής μας με φόντο τον Σηκουάνα.
Η μνήμη του άντρα μου δεν γινόταν να ξεπουληθεί, να θυσιαστεί για ένα πιάτο φακές!
Τα σκουλαρίκια αυτά, αργότερα πολύ αργότερα όταν η ειρήνη επέστρεψε στον κόσμο και η ευτυχία βρήκε πάλι το κατώφλι μου, μοιράστηκαν σε τρία κομμάτια. Τα έξι μικρά διαμαντάκια του ζευγαριού έγιναν ένα δαχτυλίδι για την Καλλιόπη. Το ένα από τα δύο μεγαλύτερα διαμάντια, δαχτυλίδι για την Ελένη και το δεύτερο κομμάτι, δαχτυλίδι για την Μιράντα. Μ’αυτά στόλισα τα χέρια των κοριτσιών μου και εγώ με την σειρά μου, όπως ακριβώς κάποτε είχε στολίσει την νιότη μου, ο πατέρας τους! Αν δεν κάνω λάθος, το δαχτυλίδι της Μιράντας στολίζει τώρα πια και το δικό σου όμορφο χεράκι… Χρέος σου λοιπόν είναι να το φυλάξεις μέχρι νάρθει η στιγμή να στολίσεις και συ με την σειρά σου το χέρι της δικής σου κόρης!Κι’αν ποτέ δεν αποκτήσεις κόρη, να το φυλάξεις για την εγγονή ή την δισέγγονη που εύχομαι να προλάβεις να γνωρίσεις όπως πρόλαβα εγώ.
Αυτά τα διαμάντια δεν μπορούν και δεν πρέπει να στολίσουν γυναικεία χέρια που δεν κυλά στο αίμα τους το αίμα του Παρισινού-του Μινόρε μου!
Κανά δυο φορές στις αρχές ακόμα της κατοχής, ο Σπύρος με την Καλλιόπη και τον Νίκο, πήγαν στους συγγενείς μας στο Βόλο και συγκεκριμένα στην θεία τους Βασιλική γυναίκα του Γιώργου Θεοδώρου.Η επαρχία άργησε πολύ, ίσως και ποτέ δεν ένιωσε τι θα πει πείνα όπως η Αθήνα. Η Γης δεν φτωχαίνει ποτέ, ακόμα και να την κάψεις αυτή πάλι θα βρει τρόπο να σου φτιάξει γεννήματα και να σε ταίσει.  Δεν ήταν τυχαίο πως όλοι οι εσωτερικοί μετανάστες της πρωτεύουσας και των μεγάλων πόλεων, που είχαν διατηρήσει την γεωργική οικογενειακή περιουσία, επέστρεψαν πίσω στα χωριά και στους τόπους τους. Η Βασιλική, νάναι ελαφρύ το χώμα που τώρα την σκεπάζει, δύο φορές μας ενίσχυσε με αγαθά πρώτης ανάγκης.
Ο Χειμώνας του ’41-42 ήταν ο χειρότερος! Η μπότα του κατακτητή δεν άφηνε ούτε ψίχουλο πίσω για τον άμοιρο ελληνικό λαό.Είναι αδύνατον να ξεχάσω εκείνα τα πρωινά που η ανάγκη μ’έβγαζε στην γύρα σχεδόν αξημέρωτα, προς αναζήτηση οποιαδήποτε τροφής που θα γέμιζε το τσουκάλι μας, τις εικόνες που αντίκρυζα περνώντας έξω από τη πόρτα του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα στην πλατεία Κουμουνδούρου.Τα πεταμένα  από βραδύς μωρά σχημάτιζαν θαρρείς μπόγους ανθρώπινων σκουπιδιών, τα παραπονιάρικα από την πείνα κλάματά τους, όσων είχαν επιζήσει από το δριμύ κρύο της νύχτας, γίνονταν λόγχες και ξέσκιζαν την  καρδιά μου.Τα υπόλοιπα, τα ασάλευτα, περίμεναν το καρότσι του Δήμου που περνούσε να μαζέψει όλα τα ανθρώπινα κουφάρια που δεν είχαν αντέξει και είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή…στις γωνιές, στα παγκάκια, στις αυλόπορτες, στα σκαλιά της εκκλησίας.
Έσκυβα το κεφάλι, έκλεινα τα αυτιά μου, και δυνάμωνα το βήμα να ξεφύγω γρήγορα από το τόπο του μαρτυρίου. Ήταν κάτι παραπάνω από τις δικές μου δυνάμεις, δεν άντεχα σ’αυτή την καθημερινή δοκιμασία, γι’αυτό και σύντομα σταμάτησα να  βγαίνω έξω από το σπίτι.
Από τα τέλη του ΄42 που ο στρατός μας υποχώρησε και ο Γερμανικός κατέκτησε την χώρα, ο Σπύρος, δεν κράτησε καμία επαφή με την υπηρεσία του.
Είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται με το εμπόριο, ή καλύτερα με το εμπόριο της μαύρης αγοράς, όπως άλλωστε η πλειοψηφία των κατοίκων.   
Στην αρχή έφτιαχνε μικρά σταφιδόψωμα (ο Θεός βέβαια να τα κάνει σταφιδόψωμα) τα οποία πουλούσε σ’ένα πάγκο που είχε στήσει στην οδό Αχιλλέως. 
Όλη η Αχιλλέως γεμάτη από πάγκους που αντάλλασσαν τρόφιμα του ενός είδους με τρόφιμα του άλλου είδους. Αργότερα άρχισε να εμπορεύεται κάστανα. Αυτή η επιχείρησή του όμως φαλίρισε πριν καλά-καλά αρχίσει διότι κατά την διάρκεια του βρασμού των κάστανων, χέρια πονηρά και πεινασμένα έκλεβαν τα κάστανα μέσα από το τσουκάλι.Μετρούσε και ξαναμετρούσε, ο δόλιος, τον αριθμό των κάστανων με τον αριθμό των χρημάτων που είχε εισπράξει και πάντα ήταν μείον.
Ώσπου μία μέρα εντόπισε την χασούρα…!
Η αρραβωνιαστικιά Μαρίτσα από την Καβάλα, μαζί με την δικιά μας Λένη από τον Βόλο είχαν οργανώσει την ομάδα σαλταδόρων της κατσαρόλας του Πίπη από την Αθήνα. Η Θεσσαλία με  την Μακεδονία είχαν συμμαχήσει εναντίον της πρωτεύουσας, οπότε όταν εκείνος δεν κοιτούσε κατά την ώρα της υποτυπώδους συσκευασίας τους, πότε η μία, πότε η άλλη έβρισκαν την ευκαιρία να ξεκλέβουν κάστανα  από τα οποία  έδιναν και μερικά, στα κρυφά πάντα, και στην μικρότερη την Μιράντα.Η δε Λένη, δεν της έφτανε το κλέψιμο, είχε βαλθεί να του σπάσει και τα νεύρα του φουκαρά του Σπύρου την ώρα που μετρούσε, ξαναμετρούσε και όλο μείον τάβρισκε. Θυμάμαι  ακόμα τους στίχους του τραγουδιού, που εκείνη σιγοτραγουδούσε, ενώ η Μαρίτσα μπουκωμένη, για να μη φανερωθεί, της κρατούσε τον ρυθμό με το χτύπο του ποδιού… 
Μικροί μεγάλοι γίνανε
μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλο τον ντουνιά
με δίχως πορτοφόλι

Ακόμα κι οι γυναίκες τους
τη μαύρη κυνηγάνε
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν
κανέναν δεν ψηφάνε

Πρωί και βράδυ τρέχουνε
στους δρόμους σαν κοράκια
πελάτες ψάχνουν για να βρουν
να γδάρουνε κορμάκια

Πουλήσαμε τα σπίτια μας
και τα υπάρχοντα μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί
να φάνε τα παιδιά μας.

Η Μιράντα δεν συμμετείχε στην αυτοσχέδια κομπανία των άλλων δύο, μέλημά της ήταν το σχολειό και οι σπουδές της στην μέση εμπορική σχολή Αθηνών(μικρή εμπορική την έλεγαν τότε)
Πάντα τα αδέλφια της φρόντιζαν και για το δικό της μερίδιο στον επιούσιο.
Ήταν η μικρή μας «πριγκίπισσα» !Το άξιζε όμως η καυμένη γιατί αρίστευε ακόμα και την εποχή των ισχνών αγελάδων.

Τον Χειμώνα του ΄42 τον ονόμασα Χειμώνα του Πεινάω!      

Ο Πεινάαααω ήταν ένας ψηλός μεσόκοπος άνδρας με φθαρμένο μαύρο κοστούμι και ξεσολιασμένα παπούτσια, μια φιγούρα που είχε ξεπέσει θαρρείς από τις επαύλεις της αριστοκρατίας στην πόλη των αθλίων.Με μάτια θολά, ταξιδεμένα στο άπειρο, γυρνούσε τους δρόμους και με φωνή βραχνή σαν γρύλισμα σκύλου, δήλωνε την πείνα του με ένα μακρόσυρτο Πεινάαααααω! . Πάντα όταν τον άκουγα να περνά απ’έξω μια κράμπα έπιανε το δικό μου άδειο στομάχι. Ήμουν σίγουρη πως δεν ήταν από την δική μου πείνα. Μερικές φορές μέσα στις τσέπες της ποδιάς μου, ξέμενε καμμιά μικρή χουφτίτσα σταφίδες, αποθηκευμένη εκεί πάντα για τα παιδιά. Αυτή  συνήθως έβρισκα και αμίλητη έτρεχα να  την περάσω στην δική του χούφτα. Εκείνος μηχανικά, ασυναίσθητα θα έλεγες χωρίς να ορθώσει κουβέντα την έσπρωχνε λαίμαργα στο στόμα του.Το ίδιο σκηνικό έβλεπα να επαναλαμβάνεται και από άλλες γυναίκες της γειτονιάς. Ό,τι είχε η κάθε μια, ό,τι της περίσσευε που συνήθως δεν περίσσευε τίποτα, το έδινε στον Πεινάω.
Η φωνή του Πεινάω έσβησε για πάντα την Άνοιξη του ’42. Όπως ακριβώς έσβησαν και  οι φωνές 300.000 ανθρώπων από τον λιμό πού είχε πέσει στις μεγάλες πόλεις.      
  Πάνω στα κουφάρια των Ελλήνων που σωριάζονταν σαν ψόφια κοτόπουλα στα καροτσάκια του Δήμου, η διεθνής κοινή γνώμη παρέμενε αδιάφορη.
Οι αντίπαλοι συνασπισμοί αντιμετώπιζαν την τραγωδία μας με αλληλοκατηγορίες. Οι Άγγλοι υποδείκνυαν τους Γερμανούς ως  υπαίτιους του εγκλήματος εφ’όσον λεηλατούσαν την χώρα και οι Γερμανοί τους Άγγλους που εφάρμοζαν την στρατηγική αποκλεισμού εμποδίζοντας την ανθρωπιστική βοήθεια να φτάσει στους πεινασμένους Έλληνες.
Αναγκαστικά μόνη της η Ελλαδίτσα οργάνωσε συσσίτια μέσω διάφορων επιτροπών, ενώσεων ή υπηρεσιών του Ερυθρού Σταυρού, για να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς την πείνα και να ζήσει τα παιδιά της. 




Μας μοιράστηκαν ατομικά δελτία με τα οποία μας χορηγούνταν  40 δράμια  ψωμί κατ’άτομο και 15 κουταλιές φασόλια μαγειρεμένα χωρίς λάδι.
Αυτό ήταν όλο  το φαγητό που μας αναλογούσε! Πώς να χορτάσουν μόνο μ’αυτά, τα στόματα των παιδιών που μεγάλωναν σαν κρινάκια λεπτά στην άγρια μπόρα των καιρών!
Τα δελτία όλων τα τακτοποιούσα  στο πρώτο συρτάρι της ξύλινης ντουλάπας μας για να είναι πάντα εύκαιρα.Κείνη την ημέρα όμως ήταν αδύνατο να τα βρω.
Από δω, τα δελτία, από κει τα δελτία, βρε ποιος τα πήρε από δω που τάχα βάλει, τα δελτία δεν μπορέσαμε τελικώς να τα βρούμε! Αναγκαστικά πήγα και δήλωσα απώλεια.Με μεγάλη ταλαιπωρία κατάφερα να βγάλω για όλους καινούργια.
Μετά από κανένα δίμηνο, πώς κάνει έτσι και σπάει το πρώτο συρτάρι.                    Στην κόχη λοιπόν του σιδηρόδρομου που το κρατούσε στα τοιχώματα της ντουλάπας, φάνηκαν τα χαμένα δελτία που είχαν παραπέσει. Οπότε ξαφνικά και ανέλπιστα, βρεθήκαμε όλοι με διπλά δελτία, που σήμαινε πως μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε διπλή μερίδα φαγητού.Πότε πήγαινα εγώ, πότε η Πόπη, πότε ο Νίκος ξεγελούσαμε τον φούρναρη και παίρναμε διπλή μερίδα ψωμί και φαγητό για τον καθένα μας.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη τρεις και η κακή του μέρα! Η κακή μέρα έτυχε ευτυχώς σε μένα! Συνειδητοποιεί ο φούρναρης την απάτη και ειδοποιεί τον χωροφύλακα. Δέσμια λοιπόν με παίρνει για το αστυνομικό τμήμα της περιοχής.
 Στον δρόμο, όμως καθώς πηγαίναμε άρχισα την κλάψα.
-Δεν με λυπάσαι παιδάκι μου, γριά γυναίκα- έχω πέντε παιδιά ορφανά να θρέψω και…. Ο χωροφύλακας με λυπήθηκε έτσι μικροκαμωμένη, ταλαίπωρη που ήμουν ντυμένη στα μαύρα, και μ’άφησε να φύγω, λέγοντας:
-Γιαγιά πήγαινε σπίτι σου χωρίς να σε δει ο φούρναρης που σε κατέδωσε και άλλη φορά να μην επιχειρήσεις ξανά να κάνεις τέτοιες παρανομίες!
Γύρισα στο σπίτι με την ψυχή στο στόμα. Bγάζοντας το παλτό και κρεμώντας το στον καλόγερο η ματιά μου έπεσε στον μεγάλο καθρέφτη της εισόδου.
Μέσα σ’ αυτόν, διέκρινα πράγματι μία γριά 54 χρονών!


Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>