Share on email
Ο Μάκης κατέβηκε στην Αθήνα πάνω σε μια καρότσα. «Ούτε δεύτερο βρακί δεν είχα. Αλλά μήπως είχα και πρώτο;» λέει και γελάει. Έκανε δουλειές του ποδαριού, έπλυνε σκάλες, έγινε σερβιτόρος. Δούλευε χωρίς γκρίνιες, χωρίς να υπάρχει αύριο και δώδεκα ώρες και δεκαπέντε. «Χόρταινα με ανθρώπους» συμπληρώνει. «Άλλαξα μαγαζιά, στέκια φίλους, γυναίκες». Στον «Γέρο του Μωριά» στην Πλάκα κέρδισε την εμπιστοσύνη του Νικολόπουλου, του αφεντικού του, και τον έκανε μετρ. «Ωραία χρόνια, δέσποζε το καλό. Κλειδιά έξω από την εξώπορτα και ουρανός γαλανός, όχι όπως τώρα. Στον γέρο του Μωριά περνούσαμε καλά μέσα στο “απλά μας”: δυο κιθαρίτσες, ένα μπουζούκι, επιλεγμένα ελαφρολαϊκά, όχι ρεμπέτικα. Τους αρχαίους τους είχα δικό μου Ευαγγέλιο και θυμόμουν ένα σορό Σοφιστείες. Δεν ήμουν μορφωμένος, αλλά είχα καλλιέργεια και το μυαλό το έβαζα να σκέφτεται. Ερχόταν κόσμος και έλεγαν θέλουμε τον Μάκη να φιλοσοφήσουμε. Εγώ δεν έκανα ερωτήσεις ποτέ και για τίποτα, μόνο τα τυπικά τι ήθελαν να τους σερβίρω. Εκείνοι μου ανοίγονταν, ίσως γιατί είχα αυτά τα μάτια που είχαν κατανόηση και συμπόνια. Και ο τρόπος που σέρβιρα είχε φροντίδα. Θυμάμαι την μάνα μου που είχε ταλέντο στο να ’ναι καλή μάνα και μας έδινε το φαγητό με ιεροτελεστία. Το ίδιο έκανα και εγώ και με τα χρόνια έγινα “μανούλα” στο σερβίρισμα. Σε σέρβιρα σαν να σου ο βασιλιάς. Κι όταν έφευγαν οι πελάτες από το μαγαζί τους χαιρετούσα και τους έλεγα: ‘άντε να πάτε στο καλό να ζήσετε αυτά που δικαιούστε’. Η φιλία για μένα είναι εμπιστοσύνη. Γνώρισα κόσμο και ντουνιά και ανθρώπους στρατευμένους της Τέχνης. Τον Curd Jόrgens, τον Humphrey Bogart, τον Δημήτρη Χορν, την κόρη του Σαρλώ -την Geraldine Chaplin. Ωραία μουσίτσα και τη Mylène Demongeot που οι ερωτικές ζωγραφικές της ήταν σαν να ανάβλυζαν από το κορμί της. Δεν ζωγράφιζε, ανέπνεε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι το δικό μου ψηφιδωτό. Έχεις δει κάτι ψηφιδωτά των ρωμαϊκών χρόνων να σου κόβεται η ανάσα; Σκέφτεσαι ‘τι έφτιαξε ο άνθρωπος’. Εγώ έχω ένα τέτοιο ψηφιδωτό στο μυαλό μου από ανθρώπινες ψυχές. Μια ακρόπολη από φίλους εκλεχτούς. Πενήντα χρόνια να περάσουν, φίλοι πάλι θα ’ναι, θα έρθουν να τους δω, θα αγκαλιαστούμε, θα θυμηθούμε τα παλιά. Αν ξαποστάσει η ψυχή σε ψυχή άλλη πάνω, δεν ξεχνά. Τι ωραιότερο πράγμα από το να σε παίρνει από το εξωτερικό ο Κουρτ Γιούργκενς και να σου λέει «Ηello my friend Makis!» Τίποτα δεν είχε να κερδίσει αυτός ο άνθρωπος από ένα φτωχό Έλληνα μετρ, και όμως οι ψυχές μας ήρθαν κοντά και με είχε έννοια και με έπαιρνε να του πω τα νέα μου.
Από όλους όμως τους φίλους που γνώρισα, ένας έκανε για όλους. Και μου άλλαξε τη ζωή. Εσείς τον λέτε Αριστοτέλη Ωνάση, εγώ τον λέω Τέλης ο Όασης. Μπήκε στο μαγαζί και ήταν ο πρώτος άνθρωπος στη ζωή μου που τον ένιωσα σπουδαίο. Όχι σαν βασιλιά, αλλά σαν ανώτερη ψυχή. Όλα ήταν καλά όταν ερχόταν. Υπήρχε ισορροπία. Άναβε ένα φως. Ώχου μάνα μου, φως που είχε αυτός ο άνθρωπος!
«Μάκη, είσαι στόλισμα στο χώρο” μου έλεγε “το απόλυτο της χαράς» – «Εσύ είσαι το απόλυτο της ζωής» του ανταπαντούσα «γι’ αυτό σε λέω Οάση, είναι λάθος να σε λένε Ωνάση. Είσαι το αποδεικτικό στοιχείο της ζωής, το νερό, ο φοίνικας, ο ήλιος, η χαρά». Αν ερχόταν και δεν ήμουν στο μαγαζί, έφευγε. Μια φορά ήρθε με το γιό του, μαζί με κάτι εφοπλιστάδες και τον Humphrey Bogart. Ήμουν γριπιασμένος. Λέει ο Νικολόπουλος κάπου εδώ κοντά μένει ο Μάκης, θα έρθει, καθίστε .Πού να χάσει τέτοια παρέα; Και στέλνει να με φωνάξουν -έμενα εκεί κοντά στη Λυσίου. Σηκώθηκα με πυρετό, έτρεξα, έβαλα στο πίσω δωματιάκι της ταβέρνας το κουστούμι του μετρ κι έτρεξα να τους υποδεχθώ. ‘Είσαι άρρωστος βρε μπαγάσα’, μου είπε ο Τέλης, ‘να μην σε κρατάω εδώ, πήγαινε να πλαγιάσεις’. Δεν το παραδεχόμουν ότι ήμουν άρρωστος και φώναξε το αφεντικό και έκανε σαματά που με είχαν στη δουλειά άρρωστο. Τους ανθρώπους που ξεχώριζε, τους νοιαζόταν διπλά. Ερχόταν συχνά με τον Αλέξανδρο, φωτεινό παιδί, αλλά είχε κάτι τραγικό στο βλέμμα κάτι που με φόβιζε. ‘Αλέξανδρε’, του είχα πει μια φορά, ‘δεν μου αρέσει που πετάς ντουέτο με άλλον, αφού ξέρεις να πιλοτάρεις μόνος σου, πήγαινε το μόνος’. Δεν ήμουν προφήτης, αλλά πες το διαίσθηση, νοιάξιμο, κάτι ένιωθα παράξενο. Και ο Ωνάσης μ’ αγαπούσε που ξεχώριζα έτσι το παιδί του. ‘Μάκη, φίλε, δεν σου κάνουμε χάρη που σ’ αγαπάμε. Αξίζει να σ’ αγαπάμε και σ’ αγαπάμε’, αυτό μου έλεγε. Έτσι, λοιπόν, αγαπιόμασταν. Φιλικά, αλλά με ένταση. Δεν τα λέγαμε ποτέ αναλυτικά, αλλά ήξερα πότε είχε φουρτούνες και πότε μπουνάτσα. Και αυτός το ήξερε. ‘Αχ, αυτές οι γυναίκες’ έλεγε και είχαμε και οι δυο συνεννοηθεί. Ερχόντουσαν τα βράδια και μετά δεν έφευγαν να συνεχίσουν τη διασκέδαση χωρίς εμένα. Με ρώταγαν τι ακούσματα έχω για να με ακολουθήσουν εκεί που πάω και με έπαιρναν σηκωτό και με έκαναν ένα με την παρέα. Σπουδαίοι και ταπεινοί. Δεν ένιωθα ότι γινόταν κάτι τρομερό, αλλά ότι έβγαινα με το φιλαράκι μου. Αυτός είχε παλάτια εγώ ντιβάνι να κοιμηθώ και οι δυο άνθρωποι ήμασταν, οπότε όλα καλά. Πηγαίναμε στη Συγγρού, στην παραλία στη «Φαντασία», τα «Δειλινά». Ένα βράδυ αποφάσισα να πάω τον Τέλη και την παρέα στη «Βεδουΐνα» στην Καβάλας. Λαϊκή μπουζουγλερί. Τους είχε κοπεί το φως, αυτό όμως δεν το ξέραμε και τους είδαμε να παίζουν υπό το φως των κεριών. ‘Φίλε Μάκη, τι γαλήνιο ντέρντι είναι αυτό που μας έφερες!’ είπε ο φίλος μου, και έχω να θυμάμαι μια βραδιά τελετή. Και τι δεν έγινε. Αλλά των φίλων μας τα μυστικά, ποτέ δεν τα προδίδουμε. Θα πω ότι ήταν άντρας που ήξερα να ζει την κάθε στιγμή του. Τώρα θα μου πεις -και ίσως δίκαια να το σκεφτείς- γιατί αυτοί οι σημαντικοί άνθρωποι συναναστρέφονταν εμένα τον απλοϊκό, τον παρακατιανό. Τον είχα ρωτήσει και τον Ωνάση. ‘Εσύ παρακατιανός;’ μου απάντησε; ‘Εσύ είσαι γίγαντας’. Νομίζω ότι με είχε διαλέξει ως περιποιητή και περιηγητή της διασκέδασης και της ειλικρίνειας.
Πέρναγε όμορφα μαζί μου, μακριά από τους κόλακες που ήταν γύρω του και τον ρουφούσαν. Κοντά μου αυτός και οι φίλοι του ξέλυναν τις γραβάτες τους, θυμόντουσαν τα καλντερίμια, τα χώματα και την αθώα, παιδική ηλικία. Την τότε καθημερινότητά τους που δεν την έβρισκαν πια στην στριμωγμένη “αυλή” της χλιδής που ζούσαν. Δεν την έβρισκαν ούτε στους ακριβούς καναπέδες, ούτε στα ακριβά τους βρακιά.
Ο Ωνάσης ήταν από τη στόφα από την οποία φτιάχνονται οι άνθρωποι και οι φίλοι. Και δεν λέω λόγια, την ανθρωπιά του την έκανε για μένα πράξη και δώρο ζωής. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το Σάββατο της άνοιξης (δακρύζει και τον πνίγει ο λυγμός). Ο Ωνάσης έφτασε στο μαγαζί με τον αξεπέραστο Αλέξη Μινωτή. Η Πλάκα τότε είχε αρχίσει να χάνει σιγά-σιγά το στίγμα της, πήγαινε σε πιο λαϊκιά στροφή, σε πιο μπουζουκόβια φάση. Είχε αρχίσει να χαλάει και το μαγαζί και να χάνει το αυθεντικό του. Πρότεινα αλλαγές στο αφεντικό, μα τα λόγια μου πέφταν κάτω . Δεν ήθελα να τον προδώσω, αλλά ήμουν πολύ σκεφτικός. Ο Ωνάσης με είδε και με ρώτησε τι έχω. Του έκανα λοιπόν μια συζήτηση ότι σκέφτομαι να φτιάξω ένα δικό μου μαγαζί, αλλά πώς; Είμαι σε σκέψη πού να βρω τόσα χρήματα –‘Κληματαριά το λένε;’, λέει ο Ωνάσης σοβαρός. ‘Ναι’, απαντάω ‘Κληματαριά’. ‘Ωραίο Μάκη, ωραίο όνομα’. Σκέφτεσαι μισό λεπτό και μου λέει: ‘Προχώρα και δεν είσαι μόνος σου’. Δεν έδωσα βάση, το είδα σαν ενθάρρυνση. Όμως, την επόμενη κιόλας μέρα, γύρω στις πέντε το απόγευμα, σταματάει έξω από το μαγαζί ένα αμάξι με δυο ανθρώπους. Τον σοφέρ κι έναν άλλον. Με ζητούν, κατεβαίνουν και μου δίνουν μία τσάντα. ‘Δώρο από έναν φίλο’, λένε. Ανοίγω τη βαλίτσα και τι να δω; Ενάμιση εκατομμύριο! Σταμάτησε η καρδιά μου. Πάω σπίτι, η γυναίκα μου νόμιζε ότι έκλεψα τράπεζα, τσίριζε ‘σκάσε πανάθεμά σε’ της λέω, δεν έκλεψα κανέναν, ο θεός απλά μου χαμογέλασε. Και εμένα έτρεμαν τα πόδια μου. Μ’ αυτά τα λεφτά αγόραζα ένα τριώροφο στην Πλάκα. Εκείνη τη νύχτα ένιωσα ότι η τύχη ήταν πραγματικά με το μέρος μου, έκανα κάποια τσιγάρα και δεν κοιμήθηκα, κοίταγα τον ουρανό και για πρώτη φορά αισθανόμουν αυτό που με έλεγαν όλοι: γίγαντας.
Έτσι ξεκίνησε η ιστορία της «Κληματαριάς» στην οδό Κλεψύδρας. Εκεί που είχαν γυρισθεί οι ταινίες «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά, «Αλίμονο στους νέους», «Ο Μεθύστακας» με τον αγαπημένο μου Ορέστη Μακρή κι αργότερα «Οι Πανθέοι». Τέλειωσε όμως άδοξα το στόρι. Τι να λέμε; Πέρασα υπέροχα χρόνια και μ’ αγάπησε πολύς κόσμος, με την ουσιαστική έννοια της αγάπης. Κι αν έκανα λάθος καμιά φορά και δυσαρεστούσα, ήμουν ο πρώτος που ζήταγα ταπεινά συγγνώμη.
Ο Τέλης ερχόταν στην Κληματαριά, αλλά χωρίς τον Αλέξανδρο ήταν πια άνθρωπος χωρίς καρδιά και μάτια, είχε μείνει μια σκιά του εαυτού του. Μιλούσε και στο πρόσωπό του ήταν πάντα η δυστυχία. Δεν του είπα ποτέ ευχαριστώ, αλλά τα ευχαριστώ και τα σ’ αγαπώ δεν τα λες, τα δείχνεις. Αν του έλεγα ευχαριστώ, φοβόμουν μήπως μου έλεγε ‘αϊ σιχτίρ’ à la σμυρνέικα.
Με το που έφυγε ο Αριστοτέλης απ’ τη ζωή, ήρθαν τα σόγια του και τα πήραν όλα. Δεν ξέρω πώς πέρασε στα χέρια τους το μαγαζί. Μια βαλίτσα με λεφτά είχα πάρει και όμως αργότερα ήρθαν με τίτλους ιδιοκτησίας και μου είπαν μας ανήκει και εγώ έδωσα τα κλειδιά και τους κόπους μιας ζωής. Από αυτούς έμαθα ότι ήταν στο όνομα του Ωνάση το μαγαζί. Τι να πω, ήμουν αγαθός.
Δεν έχουν σημασία αυτά, εγώ είχα ένα φίλο, τον έλεγαν Ωνάση και ήρθε και μου άλλαξε τη ζωή. Με άλλαξε. Με βλέπεις να βουρκώνω; Ναι, βούρκωσα. Γιατί τη φιλία τη βλέπεις όπως βλέπεις το Θεό. Μέσα από βουρκωμένα μάτια.
Κείμενο: Τζούλη Αγοράκη
Φωτογραφίες: Βασίλης Μακρής
Φωτογραφίες: Βασίλης Μακρής