Εκεί που το χθες συναντιέται με το σήμερα, η αρχαιότητα με τη ρωμαϊκή εποχή και το Βυζάντιο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκεί που χτύπησε για πρώτη φορά η καρδιά του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μετά την Επανάσταση, μία γειτονιά της Αθήνας που γνωρίζει και επισκέπτεται όλος ο κόσμος.
Εκεί στην Πλάκα, ο γνωστός για το σκωπτικό του ύφος, συγγραφέας, Εμμανουήλ Ροΐδης, σεργιάνισε περί τα τέλη του 19ου αιώνα κι έγραψε γι’ αυτήν: «ελληνικά και ρωμαϊκά ερείπια, χάρβαλα της τουρκοκρατίας, στρατώνας, τζαμιά, δεσμωτήρια, κρεοπωλεία, μπαχαρικά, υπαίθρια τηγανιστήρια, αμαξοπηγεία, αγγειοπλαστεία, φοίνικας, πλατάνους, ορνιθώνας, λύκεια, παρθενοτροφεία, δημοτικό σχολείο, στάβλους, σφαγεία, φαρμακοπωλεία, ιατρούς, φερετροποιούς, κυπαρίσσους και ό,τι άλλο χρειάζεται εφ’ όσον ζει και εφ’ όσον αποθάνει ο άνθρωπος».
Αναφερόμενος δε στους αστυνομικούς της Πλάκας επισημαίνει «και οι αστυνομικοί που τόση ανδρεία δείχνουν κατά των άοπλων εμποροϋπαλλήλων δεν τολμούσαν να σωφρονίσουν τρεις ή τέσσερις χασάπηδες, ίσως γιατί κρεμόντουσαν στους τοίχους του σφαγείου τους τουφέκια, κουμπούρες και χατζάρια, προκειμένου να υποστηρίζουν το δικαίωμα τους να ρυπαίνουν, να μολύνουν και να ατιμάζουν τους πιο κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας».
Επίσης σε άλλη του περιγραφή της Πλάκας μετά τους Ολυμπιακούς του 1896 λέει: «οι Αθηναίοι εξιπασθέντες από την λαμπρότητα της πανηγύρεως, την συρροήν του τόσου κόσμου, την παρουσία του βασιλέως και των πριγκίπων, τας σημαίας, τα σαλπίσματα, τας φωτοχυσίας, τας μουσικάς και του Λούη τας τιμάς, εκατάντησαν όλοι αθλομανείς, η Πλάκα ιδιαίτερα έγινε ένα είδος σταδίου, όπου κανείς καθημερινά εκινδύνευε να ανατραπεί από τους υποψήφιους μαραθωνοδρόμους ή να σπάσουν οι δισκοβόλοι το κεφάλι του».
Κι επειδή το φαινόμενο των καταλήψεων των πεζοδρομίων από τραπεζοκαθίσματα δεν είναι μόνο των τελευταίων δεκαετιών, ο Ροΐδης περιγράφει ότι στην οδό Βουλής «ο λαχανοπώλης υπό την πρόφασιν ότι είναι το πεζοδρόμιον στενόν, έκρινε πρέπον να καταλάβει και ικανόν μέρος του πλάτους της οδού με στάμνας, κοφίνια απορριμάτων, σκαμνία και προ πάντων με τραπέζιον, επί του οποίου έχει τα κατάστιχα του. Την κατοχήν συνεχίζει ο κρεοπώλης, του οποίου τα υπαίθρια άγκιστρα απειλούσι τους οφθαλμούς του διαβάτου, ενώ το καλοκαίρι η οδός μετατρέπεται σε υπνωτήριον».
Νοσταλγική για τις ομορφιές της Πλάκας είναι μία περιγραφή της Μέλπως Αξιώτη από το βιβλίο της «Γιός και πατέρας» (1953), που μεταξύ άλλων αναφέρει «στην Πλάκα πρωτόκαμαν ταγκό σαν ήρθε και στην Ελλάδα η μόδα της χαβάγιας, στην Πλάκα έχουνε στριμωχτεί όσοι θυμούνται αξέχαστα τα αμάξια του μακαρίτη του Όθωνα και τα χαμένα τους πλούτια. Εδώ είναι η καλή ρετσίνα, η γλάστρα, ο βασιλικός που και που στα παράθυρα, τα ανύπαντρα κορίτσια και οι γάτες. Εδώ είναι που κάθονται πρώην δικαστικοί, συνταξιούχοι, σχολάρχηδες, χήρες καθηγητών και ζωγράφοι. Εδώ είναι παλιά εκκλησάκια που μνείσκαν αλειτούργητα επί Τουρκοκρατίας, εδώ είναι πολλά σπίτια, όπου στα ψηλά ράφια τους, καταμεσής στις σκόνες που δεν τις φτάνει το χέρι σου, φυλάγεται με πείσμα ο δυόσμος, το φλισκούνι, τα’ άνθια της λεμονιάς για την όψη. Μέσα σε τέτοια σπίτια φυλάνε κι οι απόστρατοι αξιωματικοί κάτι χοντρά σιδερένια παράσημα πέντε διαδοχικών πολέμων».
Μεταξύ των αξιοθέατων της Πλάκας είναι και κάποια από τα σπίτια της, αρχοντικά που διατηρούνται ακόμα και που τα έφτιαξαν ομογενείς που ήρθαν μετά την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοελληνικού κράτους. Ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Οδησσό και την Τεργέστη, τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, το Βουκουρέστι και το Λονδίνο και ήταν όλοι τους πλούσιοι, έμποροι και εφοπλιστές, με αμύθητες περιουσίες, άλλοι ήταν διπλωμάτες, που είχαν εργαστεί για ξένα κράτη και άλλοι αξιωματούχοι σε κυβερνήσεις άλλων χωρών.
Ένα από αυτά τα σπίτια είναι στην Κυδαθηναίων 27, του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου ενός από τους πρώτους Φιλικούς, που είχε εκπαιδευτεί στην Κωνσταντινούπολη και τη Μόσχα. Ήταν διερμηνέας σε ρώσικα προξενεία και κάποτε διετέλεσε γενικός Πρόξενος της Ρωσίας. Στο σπίτι αυτό, που σήμερα είναι αφημένο στην εγκατάλειψη, φιλοξενήθηκε ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, πατέρας του Όθωνα και αργότερα στεγάστηκε για μεγάλο διάστημα η ρωσική πρεσβεία.
Άλλο σημαντικό αρχοντικό είναι το σπίτι της οικογένειας Σεφεριάδη, στην Κυδαθηναίων 9, όπου έμεινε κάποια χρόνια και ο ακαδημαϊκός και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος είχε παντρευτεί την Ιωάννα Σεφεριάδη, αδελφή του ποιητή, Γιώργου Σεφέρη. Από το σαλόνι αυτού του σπιτιού πέρασαν ως φοιτητές του Κ. Τσάτσου, μεταξύ άλλων, ο Άγγελος Βλάχος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κωσταντίνος Δεσποτόπουλος κ.α.
Άλλο αρχοντικό, που διατηρείται είναι αυτό του Χατζόπουλου, στη γωνία Θουκυδίδου και Ναυάρχου Νικοδήμου, που κατοικήθηκε από τον Άγγελο Χατζόπουλο, κυβερνήτη του καταδρομικού «Έλλη». Σήμερα το σπίτι ανήκει στην οικογένεια Καλυβιώτη, του γνωστού εμπόρου κλωστών, που το έχει ανακαινίσει και αποτελεί ένα από τα κοσμήματα της Πλάκας. Επίσης έχει διασωθεί και το κτίριο που στέγασε το πρώτο Πανεπιστήμιο, στην συμβολή των οδών Θόλου και Πρυτανείου, στο Ριζόκαστρο, το οποίο αρχικά ανήκε στους αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Σάουμπερτ, που το πήραν το 1831 από την τουρκάλα, Σαντέ Χανούμ. Το σπίτι αυτό, με κάποιες αίθουσες που προστέθηκαν, στέγασε από το 1837 έως το 1841 το πρώτο ελληνικό Πανεπιστήμιο, με 33 αρχικά καθηγητές και λίγο περισσότερους φοιτητές.
Σήμερα όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο πλακιώτης, αρχιτέκτων και πρόεδρος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας Κατοίκων Πλάκας, Παναγιώτης Παρασκευόπουλος, «το υπουργείο Πολιτισμού διαθέτει 200 περίπου κτίρια στην Πλάκα, στις δυτικές περιοχές, γύρω από την Ρωμαϊκή Αγορά και μεταξύ Ρωμαϊκής και Ελληνικής Αγοράς, που έχουν απαλλοτριωθεί σε μία εποχή που σημασία δινόταν μόνο στα αρχαία κτίσματα και όχι στα νεοκλασικά». Η επιτροπή ζητάει από το υπουργείο «να τα δώσει με το σύστημα leasing για κατοικία», καθώς όπως επισημαίνει «μία τέτοια εξέλιξη θα έχει διπλή αξία: την αξιοποίηση των κτιρίων με το ζωντάνεμα αυτών των περιοχών και την προσκόμιση εσόδων για το κράτος, σε μία εποχή που το κράτος επιδιώκει να αυξήσει τους πόρους του».
Όπως ενημερώνει ο κ. Παρασκευόπουλος στην Πλάκα δεν έχει σταματήσει η αγορά ακινήτων, αν και «το Real Estate είναι μικρό και οι τιμές ψηλές». Αυτό που ο ίδιος και η Επιτροπή, στην οποία μετέχει, θεωρούν σωτήριο για την Πλάκα είναι «το Προεδρικό Διάταγμα του 1983, με τις τροποποιήσεις του 1993 με τον καθορισμό των χρήσεων γης. Με αυτό επέστρεψε η κατοικία στην Πλάκα και αποτελεί ασπίδα για την περιοχή». Την ίδια άποψη έχει και η σκηνοθέτις, Λυδία Καρρά, της ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού που τονίζει ότι με αυτά τα μέτρα «επέστρεψαν πολλοί παλιοί κάτοικοι και εγκαταστάθηκαν και νέες οικογένειες στην Πλάκα, κάτι που δεν έγινε στου Ψυρρή και τον Κεραμεικό. Με τις χρήσεις γης καθορίστηκε ποιοί δρόμοι είναι για την κατοικία, ποιοί εμπορικοί, ενώ έχουν περιοριστεί οι δρόμοι διασκέδασης».
Η κ. Καρρά που είναι πλακιώτισσα από τον παππού της αγωνίζεται αυτή την περίοδο μαζί με την Κατερίνα Ψωμά και με άλλους κατοίκους για τη δημιουργία παιδικής χαράς στην πλατεία Ραγκαβά, που έκλεισε πριν 15 χρόνια. Η ίδια διευκρινίζει «η παιδικά χαρά δημιουργεί σχέσεις κοινότητας, είμαι σκηνοθέτις, αν ήμουν πολεοδόμος θα δημιουργούσα χώρους συνάντησης των ανθρώπων, αυτό είναι που λείπει σε μια τσιμεντούπολη, όπως είναι η Αθήνα».
Η ανησυχία των κατοίκων της Πλάκας εστιάζεται αυτή την περίοδο «στον κίνδυνο χαλάρωσης των ελέγχων λόγω οικονομικής κρίσης. Μπορεί να γίνει προσπάθεια επιστροφής στο παρελθόν της ‘διασκεδασούπολης’, στο όνομα της κρίσης και της ελεύθερης αγοράς. Είναι υπόθεση όλων μας να εμποδίσουμε μία τέτοια εξέλιξη», υπογραμμίζει ο κ. Παρασκευόπουλος, που μεταξύ των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Πλάκα, ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην «κατάληψη ελεύθερων χώρων από αυτοκίνητα και τραπεζοκαθίσματα και την αντίληψη ότι ο ελεύθερος χώρος είναι εκμεταλλεύσιμος εμπορικά».
Άλλα προβλήματα που εντοπίζονται είναι οι καταλήψεις εγκαταλειμμένων σπιτιών από τοξικομανείς και η ανάγκη για μεγαλύτερη αστυνόμευση, ο περιορισμός στην κυκλοφορία του τρένου, που όπως λέει, έχει φτάσει να είναι κάθε 6 λεπτά την περίοδο αιχμής και δημιουργεί πρόβλημα τόσο ρύπανσης, όσο και παρεμπόδισης στην κυκλοφορία του κόσμου.
Οι κάτοικοι επισημαίνουν άλλη μία ενδιαφέρουσα διάσταση της Πλάκας, που όπως υποστηρίζουν δεν την συναντάς αλλού, την οριζόντια κοινωνική διαστρωμάτωση, με πλούσιους, μεσαία στρώματα και χαμηλά, νεανικό πληθυσμό και παλιούς πλακιώτες. «Είμαστε μία ζωντανή γειτονιά και επιδιώκουμε την ανάπτυξη της οικονομίας της γειτονιάς, μέσω της ανάδειξης της και όχι το αντίθετο, δηλαδή την εκμετάλλευση της γειτονιάς από τον τουρισμό. Θέλουμε την ήπια ανάπτυξη», λέει ο κ. Παρασκευόπουλος.
Δύο σταθμούς που συνήθως περνάνε απαρατήρητοι, αλλά έχουν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για το χθες και το σήμερα της Πλάκας, είναι η βόλτα στα Αναφιώτικα, το «κυκλαδοχώρι», όπως ονομάζεται, από τους πλακιώτες, η περιοχή. Μία περιοχή η οποία κτίστηκε όλη αυθαίρετα, στους πρόποδες του Λόφου της Ακρόπολης στα χρόνια του Όθωνα από κτιστάδες της Ανάφης, που ήρθαν να βοηθήσουν στην οικοδόμηση της πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους.
Στα Αναφιώτικα, όπως μας αναφέρει και ο Παναγιώτης Παρασκευόπουλος «δεν υπάρχει ιδιοκτησία, αλλά κατοχή. Τα σπίτια πάνε χέρι-χέρι και ανήκουν σε παλιές οικογένειες, που ήρθαν πριν από ενάμιση αιώνα στην περιοχή. Όσα σπίτια είχαν μείνει αδιάθετα το υπουργείο Πολιτισμού προσπάθησε να τα ανακαινίσει, αλλά έμεινε στα μισά γιατί σκόνταψε στο νομικό καθεστώς. Παραμένουν μία γραφική και όμορφη, σε λειτουργία και χρήση περιοχή, είναι το πέρασμα από την πολύβουη πόλη στην κλασική Πλάκα".
Ο άλλος σταθμός είναι τα άφθονα εκκλησάκια της Πλάκας, πολλά από τα οποία κτίστηκαν τον 11ο αιώνα, όπως ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στην Κυδαθηναίων, με τις εξαίρετες αγιογραφίες και την κατανυκτική ατμόσφαιρα τα κυριακάτικα πρωινά, με τους ήχους του αρμόνιου και τις φωνές της χορωδίας. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στην οδό Επιμενίδου, όπου υπήρξε για κάποιο διάστημα διάκονος ο Αθανάσιος Διάκος, ο Άγιος Νικόλαος Ραγκαβάς, στην ομώνυμη πλατεία, με την αυλή και τα αρχαία σπαράγματα σκορπισμένα ολόγυρα, όπου χτύπησε η καμπάνα για πρώτη φορά στην απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς και ο ναός των Αγίων Αναργύρων, στην οδό Πρυτανείου, που ανήκει στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Εντυπωσιακή παραμένει στις εκκλησίες της Πλάκας η μεγάλη προσέλευση κόσμου και η φιλοξενία, που εκφράζεται μ’ ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα πρόσφορο στην αυλή του ναού.
Όποιος κι αν περπατήσει μέσα στα στενά της Πλάκας «χάνεται» στο ανακάτεμα των εποχών και απολαμβάνει εικόνες, ήχους, μυρωδιές. Αρκεί να βγει κανείς από τα τουριστικά μέρη της και θα ανακαλύψει ομορφιές που άντεξαν στο διάβα του χρόνου. Οι κάτοικοι της έχουν ένα όραμα, να λειτουργήσει η περιοχή τους σαν παράδειγμα αγώνα για τη διατήρηση της φυσιογνωμίας του ιστορικού κέντρου, σε μία πόλη που έχει χάσει προ καιρού και αναζητάει εκ νέου την ταυτότητά της.
Μαρίνα Βήχου