«Με θεωρούσαν άνθρωπο της καρπαζιάς. Έτσι με αντιμετώπιζαν.
Με το όπλο αισθανόμουν θεός», εξομολογείται στην ασφάλεια τον Απρίλιο του 1997 ο Δημήτρης Βακρινός, ο ταξιτζής που έμεινε γνωστός ως ο δολοφόνος που σκότωνε για ψύλλου πήδημα. Τον Δεκέμβριο του 1995, είχε σκοτώσει τα αδέρφια Κώστα και Αντώνη Σπυρόπουλο με ένα 45αρι πιστόλι λόγω οικονομικών διαφορών, όπως είπε αργότερα.
Τον Μάιο του 1996, σκότωσε στο Περιστέρι τον Σεραφείμ Αγιαννίδη, ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία που έδωσε ο φονιάς στην Ασφάλεια, «του χάλασε το προξενιό με μια κοπέλα που ήταν ερωτευμένος και γι” αυτό έπρεπε να πεθάνει». Ο Βακρινός ομολόγησε στις αρχές τρεις ακόμα δολοφονίες. Το πρώτο του θύμα, ήταν ο συγκάτοικός του Παναγιώτης Δαγλιάς, τον οποίον όπως υποστήριξε ήθελε να εκδικηθεί γιατί του έκλεψε ένα κυνηγετικό όπλο. Τον σκότωσε ενώ κοιμόταν. Το δεύτερο, ήταν η 25χρονη Αναστασία Σιμιτζή, την οποία έκαψε ζωντανή γιατί τον είπε κοντό, ενώ ο συνάδελφός του Θεόδωρος Ανδρεάδης, ο οποίος βρέθηκε άγρια δολοφονημένος στο Λουτράκι το Γενάρη του 1994, ήταν το τρίτο του θύμα. Τον σκότωσε επειδή όπως είπε ο ίδιος δεν τον άφησε να πάρει κάποιον πελάτη. Τον Μάιο του 1997, πριν καν γίνει η δίκη του, ο δολοφόνος κρεμιέται στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού.