«Γεννήθηκα των Βαΐων. Σημαδιακή μέρα. Ως τα τριάντα τρία μου χρόνια η ζωή μου δεν ήταν σπαρμένη με βάγια, αλλά με αγκάθια. Και σε μια στιγμή, στο απόγειο της κινηματογραφικής μου καριέρας, μπήκα σαν Μεσσίας στη Λάρισα.
...Βέβαια, δεν μπήκα "επί πώλου όνου", αλλά οι θαυμαστές μου σήκωσαν στα χέρια ένα μικρό "Oστενάκι"που είχα. Αυτό ήταν το πρώτο γλυκό ποτήρι που ήπια ύστερα από τόσα και τόσα πικρά. Αν υπάρχουν μοιραίες μικρές αγγελίες, τότε η μικρή αγγελία που διάβασα ήταν η μοιραία της ζωής μου. Έχουν περάσει πενήντα χρόνια από τότε κι ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω πώς μου 'ρθε, έτσι στα καλά καθούμενα, να δώσω εξετάσεις στη Δραματική. Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχα πατήσει σε θέατρο παρά μονάχα δυο φορές. Τη μια είχα δει τον Βασίλη Αργυρόπουλο και την άλλη τα Καλουτάκια. Εκείνο που λάτρεψα ήταν ο κινηματογράφος. Πιστεύω ότι εκείνο που με θάμπωσε ήταν οι δύο τίτλοι: φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπουδαστής της Δραματικής Σχολής του Βασιλικού Θεάτρου. Μεγάλη υπόθεση. Μ.Φ.».
Αυτά γράφει ο Μίμης Φωτόπουλος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το ποτάμι της ζωής μου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο σοφός μάγκας
Ο Μίμης Φωτόπουλος είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς της χρυσής φουρνιάς του ελληνικού κινηματογράφου και έχει καταγραφεί ως ο «σοφός μάγκας του ελληνικού σινεμά», χάρη στη μεγάλη του μόρφωση, την καλλιτεχνική του παιδεία και τις αξέχαστες ερμηνείες με το αμίμητο στυλ του, σε ρόλους λαϊκού μάγκα.
Γεννήθηκε στη Ζάτουνα της Γορτυνίας και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο σε ηλικία 19 ετών, στην παράσταση «Λακοντιέρα» με τον θίασο Κουνελάκη. Συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους και όλα τα μεγάλα ονόματα των συναδέλφων του, με κορυφαία το Θέατρο Τέχνης και το Εθνικό. Το 1948 παίζει στην επιθεώρηση «Άνθρωποι – Άνθρωπο» των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, και γίνεται διάσημος ηθοποιός, ενώ η περίφημη ατάκα του «Κι ύστερα θα κάααααθεεεσαι» γίνεται διάσημη και τον ακολουθεί σε όλη του την καριέρα.
Το 1952 δημιούργησε τον δικό του θίασο και περιόδευσε σε Κύπρο, Τουρκία, Αίγυπτο, Γερμανία. Το 1960 ασχολήθηκε με επιτυχία και στο χώρο της σκηνοθεσίας.
Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση γίνεται το 1948 στη «Μαντάμ Σουσού» του Τσιφόρου. Την ίδια χρονιά ντεμπουτάρει και στη Φίνος Φιλμ με την ταινία «Χαμένοι Άγγελοι» και τον ίδιο χρόνο στην ταινία «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται». Η ερμηνεία του στην ταινία «Το Σωφεράκι» στον ρόλο του αγνού μάγκα ταξιτζή εργένη, θα αφήσει εποχή και θα τον καθιερώσει ως τον πιο ταλαντούχο... μάγκα των Ελλήνων ηθοποιών.
Στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1957) δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας μαζί με τον παρτενέρ του, Βασίλη Αυλωνίτη, και παραμένουν διαχρονικά οι δύο λατρεμένοι λατερνατζήδες του ελληνικού κοινού. Η ερμηνεία του, ως αυστηρός πατέρας με λαϊκό και μάγκικο προφίλ, στην τελευταία του ταινία με τη Φίνος Φιλμ, «Ο Θόδωρος και το Δίκαννο» (1962), άφησε εποχή και η πασίγνωστη ατάκα του «το δίιιικανο» που έλεγε με τον δικό του μοναδικό τρόπο στην ταινία ο μεγάλος αυτός κωμικός, έμεινε στην ιστορία.
Ο Μίμης Φωτόπουλος έπαιξε σε 101 ταινίες – 11 από αυτές στη Φίνος Φιλμ. Πέρα από τη λαμπρή καριέρα του, σαν ηθοποιός, έγραψε τρία θεατρικά έργα, τρία βιβλία αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και τέσσερις ποιητικές συλλογές. Κατά τη δεκαετία του ’70, επέδειξε και το ταλέντο του στις εικαστικές τέχνες, οργανώνοντας πολλές εκθέσεις με την ιδιότυπη τέχνη του κολάζ γραμματοσήμων.
Παρασημοφορήθηκε για την προσφορά του από το πατριαρχείο Αλεξάνδρειας, ενώ ο Δημοτικός κινηματογράφος Αμαρουσίου – του οποίου ήταν δημότης – φέρει το όνομά του.
Εκτοπίστηκε στην Αίγυπτο
Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Μίμης Φωτόπουλος εντάχθηκε στην αντίσταση και συμμετείχε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Λόγω της μόρφωσής του, είχε αναλάβει περισσότερο «διαφωτιστικό» ρόλο.
Το 1944, έγινε μέλος και στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών, της ομάδας, δηλαδή, των ηθοποιών, που πρότασσαν, μέσα από τα έργα τους, τις ιδέες της αριστεράς. Σαν μέλος αυτού του θιάσου, συμμετείχε σε παραστάσεις που γίνονταν σε υπόγεια θέατρα, υπό το άγρυπνο μάτι ανθρώπων του ΕΛΑΣ, που φύλαγαν ηθοποιούς και θεατές από ενδεχόμενο χτύπημα.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945, ο Φωτόπουλος επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά. Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου. Ο ίδιος έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής μου»: «Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να “μαι στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε».
Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο, με προρισμό το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα, που βρισκόταν 150 χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια και ήταν τόπος εξορίας των Ελλήνων αριστερών, κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών.
http://www.iefimerida.gr/