Χαρακτηριστική φιγούρα στο Κέντρο της Αθήνας ήταν και ο Σάκης ο σελέμης...
Από πού κρατούσε η σκούφια του κανείς δεν ήξερε...έμενε σε μια χαμοκέλα
(όπως έλεγε) κάπου στην Αχιλλέως.
Τρέχα βρές δηλαδή...
Είχε καθημερινό συγκεκριμμένο δρομολόγιο και περνούσε από τα μαγαζιά
για κανένα θέλημα.
Τον έβαζαν να καθαρίσει κανένα πατάρι...κανένα υπόγειο αλλά τον είχαν από κοντά
γιατί είχε μακρύ χέρι εξ ου και το παρατσούκλι σελέμης (βούταγε).
Το παράξενο ήταν ότι άρπαζε ευτελή πράγματα ...ποτέ δεν άγγιζε κάτι που είχε αξία.
Δεν το θέλω έλεγε....μου έρχεται από μέσα μου.
Τον αγαπούσαν όμως και όταν τελείωνε την δουλειά τον έβαζαν να βγάζει έξω
τις τσέπες του και αυτός γελούσε και δεν περίμενε να του το πούν..
το έκανε μόνος του.
"....περνάω τελωνείο..."έλεγε.
"...έχεις ένα τσιγάρο;"έβγαζαν να του δώσουν και αυτός έπαιρνε το πακέτο
και τους έδινε ...ένα τσιγάρο.
Φυσικά γελούσαν όλοι...
Υπήρχε ένα υπόγειο μαγειρείο κοντά στην Κλαυθμώνος και οι έμποροι της περιοχής
τσοντάριζαν για να τρώει ο Σάκης κάθε μεσημέρι.
Δεν του έδιναν λεφτά στο χέρι ...πλήρωναν τον εστιάτορα κάθε μήνα.
Εκείνα τα χρόνια τέτοιους μοναχικούς ανθρώπους συντηρούσε η αγορά ...
δεν ήταν κάτι το περίεργο.
Περνούσαν από τα μαγαζιά συγκεκριμμένες ώρες και ημέρες και έπαιρναν
ότι τους έδιναν.
Οι έμποροι της Βαρβακείου...της Σοφοκλέους...της Ευριπίδου
βοηθούσαν κόσμο αθόρυβα.
Πήγαιναν άνθρωποι που είχαν ανάγκη με το άδειο μπουκάλι και το έδιναν στον
λαδέμπορο και τους το γέμιζε και έφευγαν χωρίς να πληρώσουν.
Στο μεγαλομπακάλικο έπαιρναν την τσάντα με τα όσπρια με τα μακαρόνια.
Άκουγες αυτούς τους εμπόρους να συζητούν μεταξύ τους γι αυτό το θέμα
και να λένε...."...δεν βαριέσε είναι σαν να ανάβουμε ένα κερί στην εκκλησιά
για την υγειά μας..."
Όσοι δούλευαν στην περιοχή το γνώριζαν...
πίσω στα παλιά