Διακοπές δεν καταφέραμε να φύγουμε εκείνο το καλοκαίρι.
Οι πολιτικές εξελίξεις δεν επέτρεψαν στον πατέρα μου να πάρει άδεια κι έτσι κι εμείς μείναμε αναγκαστικά στην Αθήνα. Το στενό μπαλκόνι κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα φιλοξένησε την άγουρη θλίψη μου για την απροσδόκητα ματαιωμένη συνάντησή μου με τη Μαίρη -τον κεραυνοβόλο έρωτα του προηγούμενου καλοκαιριού, αλλά και για όλα τ'ακούσματα και τις εικόνες απ'αυτό το μακρύ ζεστό καλοκαίρι του ‘74, όπως ξετυλίγονταν κάτω στους δρόμους κι όπως τσίριζαν ολημερίς στη διαπασών μέσα απ'την κρατική συχνότητα του κόκκινου τρανζίστορ, που ακολουθούσε τη μάνα μου στις ατέλειωτες καθημερινές δουλειές του σπιτιού.
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους ήταν το προγεφύρωμά μου στο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που χρειάστηκε να περάσει σαν ριπή από τους τοίχους του προεδρικού μεγάρου της Κύπρου και σαν ποδοβολητό αρβύλας πάνω στιςχρυσαφένιες αμμουδιές της Κερύνειας...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους αποχαιρέτησε το Μάκη από το διπλανό διαμέρισμα, το Στράτο, το Μίμη τον περιπτερά, τον κυρ-Κώστα κι άλλους από τη γειτονιά, που σκαρφαλωμένοι μαζί μ'άλλους πολλούς σαν τσαμπί από σταφύλι στην καρότσα ενός φορτηγού, τραβούσαν με τα πουκάμισα ξεκούμπωτα αλαφιασμένοι επίστρατοι στο πουθενά...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους πέταξε σαν λαχανιασμένο προεδρικό αεροπλάνο για ν'ακούσει, όπως σουρούπωνε, το «Εεεεέρχεται!», από χείλη που ο ενθουσιασμός τα οδήγησε στους δρόμους, ν'αναζητάνε μέσα στην καλοκαιριάτικη νύχτα μια νέα ελπίδα κι ένα αστέρι για οδηγό...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους τραγούδησε και ξανατραγούδησε Θοδωράκησε όλες τις εκδοχές και με όλες τις δισκογραφικές εταιρίες. Ένα τραγούδι έχω συνδέσει μ'κείνη την εποχή, Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει με την αξεπέραστη μέσα στο νου μου φωνή του Γιώργου Νταλάρα...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους είδε να ξεθωριάζει απ'τον ήλιο πάνω στο παλιό ντουλάπι ένα ακόμα πάκο εφημερίδες και περιοδικά, που ανάμεσά τους ήταν εκείνη τη φορά και κάποια καινούργια, που τη λέγαμε «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» και που κάποιος Φρέντυ Γερμανός μ'έκανε σιγά - σιγά να την αγαπήσω...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους, το βλέπω αραιά και πού πηγαίνοντας στους γονείς μου, που από χρόνια μένουν λίγο πιο πάνω από ‘κει. Πράσινα είναι βαμμένα τα κάγκελά του και μια λευκή καρέκλα πλαστική είναι χωμένη ανάμεσα στις ξεραμένες γλάστρες. Πότε έχει ρούχα απλωμένα, πότε το ρολό κλειστό, μα κάποιες φορές έχει τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή και κόβω το βήμα, όπως η ανάσα κόβεται κι αυτή, με τη λαχτάρα πως ίσως πίσω απ'την κουρτίνα ξεπεταχτεί με την ίδια ορμή και αθωότητα εκείνο τ' αγόρι, που πέρασε σ'αυτό το μπαλκόνι εκείνο το μακρύ καλοκαίρι της μεταπολίτευσης.
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους ήταν το προγεφύρωμά μου στο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που χρειάστηκε να περάσει σαν ριπή από τους τοίχους του προεδρικού μεγάρου της Κύπρου και σαν ποδοβολητό αρβύλας πάνω στιςχρυσαφένιες αμμουδιές της Κερύνειας...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους αποχαιρέτησε το Μάκη από το διπλανό διαμέρισμα, το Στράτο, το Μίμη τον περιπτερά, τον κυρ-Κώστα κι άλλους από τη γειτονιά, που σκαρφαλωμένοι μαζί μ'άλλους πολλούς σαν τσαμπί από σταφύλι στην καρότσα ενός φορτηγού, τραβούσαν με τα πουκάμισα ξεκούμπωτα αλαφιασμένοι επίστρατοι στο πουθενά...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους πέταξε σαν λαχανιασμένο προεδρικό αεροπλάνο για ν'ακούσει, όπως σουρούπωνε, το «Εεεεέρχεται!», από χείλη που ο ενθουσιασμός τα οδήγησε στους δρόμους, ν'αναζητάνε μέσα στην καλοκαιριάτικη νύχτα μια νέα ελπίδα κι ένα αστέρι για οδηγό...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους τραγούδησε και ξανατραγούδησε Θοδωράκησε όλες τις εκδοχές και με όλες τις δισκογραφικές εταιρίες. Ένα τραγούδι έχω συνδέσει μ'κείνη την εποχή, Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει με την αξεπέραστη μέσα στο νου μου φωνή του Γιώργου Νταλάρα...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους είδε να ξεθωριάζει απ'τον ήλιο πάνω στο παλιό ντουλάπι ένα ακόμα πάκο εφημερίδες και περιοδικά, που ανάμεσά τους ήταν εκείνη τη φορά και κάποια καινούργια, που τη λέγαμε «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» και που κάποιος Φρέντυ Γερμανός μ'έκανε σιγά - σιγά να την αγαπήσω...
Αυτό το μπαλκονάκι στην Αριστομένους, το βλέπω αραιά και πού πηγαίνοντας στους γονείς μου, που από χρόνια μένουν λίγο πιο πάνω από ‘κει. Πράσινα είναι βαμμένα τα κάγκελά του και μια λευκή καρέκλα πλαστική είναι χωμένη ανάμεσα στις ξεραμένες γλάστρες. Πότε έχει ρούχα απλωμένα, πότε το ρολό κλειστό, μα κάποιες φορές έχει τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή και κόβω το βήμα, όπως η ανάσα κόβεται κι αυτή, με τη λαχτάρα πως ίσως πίσω απ'την κουρτίνα ξεπεταχτεί με την ίδια ορμή και αθωότητα εκείνο τ' αγόρι, που πέρασε σ'αυτό το μπαλκόνι εκείνο το μακρύ καλοκαίρι της μεταπολίτευσης.