Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Τη δεκαετία 1950 η πλατεία Κάνιγγος ήταν από τις πιο κεντρικές και λειτουργικές πλατείες της πόλης των Αθηνών. Επτά δρόμοι οδηγούσαν στην πλατεία. Και από τις επτά κατευθύνσεις, άνθρωποι βιαστικοί κάθε τάξης, κάθε ηλικίας, νοικοκυραίοι φορτωμένοι με ψώνια, γυναίκες με τα παιδάκια απ’ το χέρι, ζευγαράκια και παρέες κεφάτες έτρεχαν να πάρουν τα λεωφορεία τους. Από τις αφετηρίες της πλατείας Κάνιγγος τα λεωφορεία ξεκινούσαν με προορισμό τη Φιλοθέη, το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, την Εκάλη, τη Δροσιά, τη Μαγκουφάνα, τη Νέα Κηφισιά, του Γκύζη και τους λοιπούς ενδιάμεσους σταθμούς. Μέσα στην καρδιά της πρωτεύουσας, δυο βήματα από την Ομόνοια, ώστε να εξυπηρετούνται οι Πειραιώτες, οι Φαληριώτες, οι Καλλιθεάτες, οι Μοσχατιώτες και όσοι έφθαναν με διάφορα μέσα στην Αθήνα. Η πλατεία Κάνιγγος ήταν λόγω θέσης και σχήματος η ιδεώδης τοποθεσία για τη στάθμευση τόσων λεωφορείων. Η κίνηση της πλατείας αυξανόταν τα καλοκαίρια, όταν ο κόσμος γύρευε λίγη δροσιά και ξεχνιόταν πηγαίνοντας στα πευκόφυτα προάστια. Έτσι, η κυκλοφορία στην πλατεία ήταν ασταμάτητη. Από τα ξημερώματα ως τη βαθιά νύχτα. Αλλά όσο και αν ήταν αξιόλογο το ποσοστό των επισκεπτών, οι μόνιμοι κάτοικοι των προαστίων ήταν εκείνοι που αποτελούσαν τη βασική πελατεία των λεωφορειακών γραμμών.
Τη δεκαετία του ’50 τα πάντα φάνταζαν να έχουν αλλάξει. Περιορίζονταν τα μέρη έξω από την Αθήνα τα οποία παρέμεναν αραιοκατοικημένα. Δεν υπήρχε πια η παλαιά Κηφισιά με τις επαύλεις της και τους λίγους προνομιούχους. Ο μεταπολεμικός οικοδομικός οργασμός κατέτρωγε κάθε ελεύθερο χώρο. Οι άλλοτε έρημες τοποθεσίες γίνονταν αγνώριστες. Παλαιά και νέα προάστια έσφυζαν από ζωή. Δρόμοι, ύδρευση, ηλεκτρικό, ακόμη και τηλέφωνο. Κάθε νοικοκύρης, ανάλογα με τις δυνάμεις του, τοις μετρητοίς ή με ευκολίες, αγόραζε το οικοπεδάκι του και φρόντιζε να κτίσει δυο καμαρούλες για να στεγάσει τη φαμίλια του και να φυτέψει λουλουδάκια στο περιβολάκι του. Πλήθαιναν οι κάτοικοι των προαστίων και η πλατεία Κάνιγγος βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Κάτω από τα δενδράκια της ολοστρόγγυλης πλατείας, ο κόσμος περίμενε τα αυτοκίνητα. Για τους κουρασμένους υπήρχαν αρκετοί ξύλινοι πάγκοι, ώστε η αναμονή να είναι πιο ξεκούραστη. Τίποτε δεν έλειπε από την πλατεία Κάνιγγος στα μέσα της δεκαετίας του ‘50. Τρία καφενεία, δύο ζαχαροπλαστεία, αρκετά περίπτερα, τα δύο μάλιστα με τηλέφωνο, κουλουρτζήδες, σταθμός ταξί και άφθονα κασελάκια λούστρων, προκειμένου να ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες των επιβατών που περίμεναν.
Αλλά η πλατεία είχε και τον «δικτάτορά» της. Ήταν ο επόπτης των δρομολογίων.
Ο σταθμάρχης. Είχε στήσει το στρατηγείο του κάτω από ένα δενδράκι της πλατείας. Ο επιτελικός χάρτης, ο πίνακας των δρομολογίων, βρισκόταν πάνω σ’ ένα τραπεζάκι καφενείου. Ο επόπτης κανόνιζε το λεωφορείο που θα έφευγε για Μαρούσι, Βαρυμπόμπη, Κηφισιά. Ο ίδιος έδινε εντολή στο λεωφορείο που γυρνούσε από το Χαλάνδρι αν θα συνέχιζε το δρομολόγιό του ή θα έπαιρνε επιβάτες για τη Δροσιά, το Μπογιάτι ή τη Σταμάτα. Αυτός ενημέρωνε τον ακατατόπιστο επιβάτη για τις ώρες των δρομολογίων και έδινε το σύνθημα της εκκίνησης με τη σφυρίχτρα του. Το πρώτο λεωφορείο για Κηφισιά έφευγε στις 5 το πρωί και το τελευταίο στις 2 μετά τα μεσάνυχτα.