Μεγάλωσα μέσα σε γιορτές του Σεπτέμβρη, όταν ήταν η εποχή του τρύγου και του μούστου.
Στο Μοσχάτο κοσμοχαλασιά στα χρόνια του 50 - 60.
Δεκάδες οι ταβέρνες, τα κρασοπουλιά, τα καρβουνιάρικα, τα μαγειρεία, οι μπακαλοταβέρνες.
Το μήνα Σεπτέμβρη όλοι έβγαζαν τα βαρέλια στο δρόμο ή στις μεγάλες αυλές τους, για να τα πλύνουν, να τα τρίψουν με τις βούρτσες να φύγει όλη η γλίνα, να τα καλαφατίσουν ειδικοί άνθρωποι και να κάνουν αποστείρωση του ξύλου από τους μικροοργανισμούς.
Όλη η οικογένεια επί ποδός πολέμου.
Μία από αυτές τις οικογένειες που είχε ταβέρνα, ήταν του παππού μου του Νικόλα.
Τα μικρά παιδιά της οικογένειας και τα μεγαλύτερα άλλο που δεν ήθελαν, όπως όλοι ήταν απασχολημένοι, εύρισκαν την ευκαιρία να τσαλαβουτούν, να παίζουν με τα νερά, μάζευαν και τα γειτονόπουλα για παιχνίδι ως το βράδυ.
Ο παππούς μου εδώ στο Μοσχάτο, είχε θεόρατα βαρέλια οκτακοσάρια (οκαδες) και χιλιάρια.
Είχε όμως και θεόρατο υπόστεγο μ ένα στρέμμα αυλή.
Όταν έβγαζε τα βαρέλια για πλύσιμο, έξω στην αυλή, ασβέστωνε όλο το χώρο για καθαριότητα.
Μας έλεγε «το καλό κρασί θέλει καθαρό χώρο».
Το άσπριζε 3 φορές με ασβέστη για να στεγνώσει και να είναι έτοιμο να φέρει τα καθαρά βαρέλια για να υποδεχθούν το μούστο και να ετοιμάσουν τη ξανθιά ρετσίνα.
Χρόνια έπαιρνε μούστο από τον ίδιο καλλιεργητή από τα Μεσόγεια.
Περιμέναμε πως και πως εμείς τα παιδιά, γιατί πάντα κανόνιζε και έπαιρνε η μητέρα μου μούστο για μουσταλευριά που μας άρεσε, πασπαλισμένη με μπόλικο καρύδι και κανέλλα, αλλά και φτιάχνοντας πετιμέζι.
Σαν παραμύθι θυμάμαι 2 φορές που παραβρεθήκαμε και στο πατητήρι του τρύγου στα Μεσόγεια.
Θα ήταν το 53 και 54…
Άλλη εκεί κοσμοχαλασιά.
Όλοι στον αγώνα, να έρχονται τα σταφύλια από τον τρύγο, να τα ρίχνουν στο πατητήρι, να τα πατούν ολόκληρη η οικογένεια, άλλοι ξυπόλυτοι, άλλοι με μπότες.
Να προσέχουν την καθαριότητα σχολαστικά… επίπονη εργασία.
Να πέφτει ο μούστος από το μικρό ρείθρο σ ένα κοφίνι και από κει στην δεξαμενή, ώρες ολόκληρες.
Να έχουν και το νου τους στα γράδα!
Κατά τις 3 τα ξημερώματα όλοι ήταν εξαντλημένοι από τον ολοήμερο κάματο με την υπερένταση ζωγραφισμένη, όμως το έθιμο δεν άλλαζε ποτέ:
Όλοι στο τραπέζι για κρασάτο κόκορα κοκκινιστό με μακαρονάδα στις 3 το πρωί!
Ο μόχθος της ζωής ήθελε τη χαρά της μέθεξης!
Φεύγαμε ξημερώματα με του 38 το Opel Kadett που είχε ο πατέρας μου!
Ζούσαμε στους χρωματισμούς fortissimo, του: τρύγος – μούστος - ρετσίνα.
Ο μούστος όταν ερχόταν είχε τις δικές του μετρήσεις.
Ο παππούς αγόραζε με τα κάρα, όπως έλεγαν εκείνη την εποχή.
Οι οικογένειες μετά τον πόλεμο ήταν αλληλέγγυες, όλοι βοηθούσαν.
Ο μούστος πληρωνόταν με δόσεις.
Μετά το τέλειωμα όλων των εργασιών (ύστερα από 30-40 μέρες) ερχόταν η ανυπομονησία του Αγίου Δημητρίου για να ακούσει ο παππούς τον θόρυβο της ντούγας να μπει η κάνουλα.
Με το πρώτο σφυροκόπημα ο παππούς ήξερε τι κρασί είναι.
Όλοι, και τα μικρά, μαζευόμαστε να δοκιμάσουμε το Πρώτο!
Σαμπάνια ήταν!
Δεν θυμάμαι ποτέ ο παππούς να μην είχε εκλεκτό κρασί.
Εξ άλλου πολλοί επώνυμοι της εποχής ερχόντουσαν για το κρασί του.
Τα σημερινά επώνυμα κρασιά, καμία σχέση με το τότε.
Όπως ακριβώς και η εποχή μας.
Μόλις άνοιγε το καινούργιο, μαζευόντουσαν οι γλεντζέδες…
Ο παππούς καμάρωνε κορδωτός και σαν γνήσιος γλεντζές κι αυτός έπαιρνε την κιθάρα για να υμνήσει την ξανθια του…
Σα να τον ακούω ακόμα με την κόντρα τενόρο φωνή του:
"Ρετσίνα μου αγνή,
αγάπη μου ξανθιά κεχριμπαρένια,
σκοτώνεις όλους τους καημούς
και σβήνεις πάντα κάθε έγνοια...
Γι αυτό κι εγώ δεν θα τ απαρνηθώ
το ρετσινάτο χρώμα
και θέλω να με θάψουνε, λόγω τιμής,
με κάνουλα στο στόμα"!
Παίδες Εβίβα, καλό Πρώτο!
Στο Μοσχάτο κοσμοχαλασιά στα χρόνια του 50 - 60.
Δεκάδες οι ταβέρνες, τα κρασοπουλιά, τα καρβουνιάρικα, τα μαγειρεία, οι μπακαλοταβέρνες.
Το μήνα Σεπτέμβρη όλοι έβγαζαν τα βαρέλια στο δρόμο ή στις μεγάλες αυλές τους, για να τα πλύνουν, να τα τρίψουν με τις βούρτσες να φύγει όλη η γλίνα, να τα καλαφατίσουν ειδικοί άνθρωποι και να κάνουν αποστείρωση του ξύλου από τους μικροοργανισμούς.
Όλη η οικογένεια επί ποδός πολέμου.
Μία από αυτές τις οικογένειες που είχε ταβέρνα, ήταν του παππού μου του Νικόλα.
Τα μικρά παιδιά της οικογένειας και τα μεγαλύτερα άλλο που δεν ήθελαν, όπως όλοι ήταν απασχολημένοι, εύρισκαν την ευκαιρία να τσαλαβουτούν, να παίζουν με τα νερά, μάζευαν και τα γειτονόπουλα για παιχνίδι ως το βράδυ.
Ο παππούς μου εδώ στο Μοσχάτο, είχε θεόρατα βαρέλια οκτακοσάρια (οκαδες) και χιλιάρια.
Είχε όμως και θεόρατο υπόστεγο μ ένα στρέμμα αυλή.
Όταν έβγαζε τα βαρέλια για πλύσιμο, έξω στην αυλή, ασβέστωνε όλο το χώρο για καθαριότητα.
Μας έλεγε «το καλό κρασί θέλει καθαρό χώρο».
Το άσπριζε 3 φορές με ασβέστη για να στεγνώσει και να είναι έτοιμο να φέρει τα καθαρά βαρέλια για να υποδεχθούν το μούστο και να ετοιμάσουν τη ξανθιά ρετσίνα.
Χρόνια έπαιρνε μούστο από τον ίδιο καλλιεργητή από τα Μεσόγεια.
Περιμέναμε πως και πως εμείς τα παιδιά, γιατί πάντα κανόνιζε και έπαιρνε η μητέρα μου μούστο για μουσταλευριά που μας άρεσε, πασπαλισμένη με μπόλικο καρύδι και κανέλλα, αλλά και φτιάχνοντας πετιμέζι.
Σαν παραμύθι θυμάμαι 2 φορές που παραβρεθήκαμε και στο πατητήρι του τρύγου στα Μεσόγεια.
Θα ήταν το 53 και 54…
Άλλη εκεί κοσμοχαλασιά.
Όλοι στον αγώνα, να έρχονται τα σταφύλια από τον τρύγο, να τα ρίχνουν στο πατητήρι, να τα πατούν ολόκληρη η οικογένεια, άλλοι ξυπόλυτοι, άλλοι με μπότες.
Να προσέχουν την καθαριότητα σχολαστικά… επίπονη εργασία.
Να πέφτει ο μούστος από το μικρό ρείθρο σ ένα κοφίνι και από κει στην δεξαμενή, ώρες ολόκληρες.
Να έχουν και το νου τους στα γράδα!
Κατά τις 3 τα ξημερώματα όλοι ήταν εξαντλημένοι από τον ολοήμερο κάματο με την υπερένταση ζωγραφισμένη, όμως το έθιμο δεν άλλαζε ποτέ:
Όλοι στο τραπέζι για κρασάτο κόκορα κοκκινιστό με μακαρονάδα στις 3 το πρωί!
Ο μόχθος της ζωής ήθελε τη χαρά της μέθεξης!
Φεύγαμε ξημερώματα με του 38 το Opel Kadett που είχε ο πατέρας μου!
Ζούσαμε στους χρωματισμούς fortissimo, του: τρύγος – μούστος - ρετσίνα.
Ο μούστος όταν ερχόταν είχε τις δικές του μετρήσεις.
Ο παππούς αγόραζε με τα κάρα, όπως έλεγαν εκείνη την εποχή.
Οι οικογένειες μετά τον πόλεμο ήταν αλληλέγγυες, όλοι βοηθούσαν.
Ο μούστος πληρωνόταν με δόσεις.
Μετά το τέλειωμα όλων των εργασιών (ύστερα από 30-40 μέρες) ερχόταν η ανυπομονησία του Αγίου Δημητρίου για να ακούσει ο παππούς τον θόρυβο της ντούγας να μπει η κάνουλα.
Με το πρώτο σφυροκόπημα ο παππούς ήξερε τι κρασί είναι.
Όλοι, και τα μικρά, μαζευόμαστε να δοκιμάσουμε το Πρώτο!
Σαμπάνια ήταν!
Δεν θυμάμαι ποτέ ο παππούς να μην είχε εκλεκτό κρασί.
Εξ άλλου πολλοί επώνυμοι της εποχής ερχόντουσαν για το κρασί του.
Τα σημερινά επώνυμα κρασιά, καμία σχέση με το τότε.
Όπως ακριβώς και η εποχή μας.
Μόλις άνοιγε το καινούργιο, μαζευόντουσαν οι γλεντζέδες…
Ο παππούς καμάρωνε κορδωτός και σαν γνήσιος γλεντζές κι αυτός έπαιρνε την κιθάρα για να υμνήσει την ξανθια του…
Σα να τον ακούω ακόμα με την κόντρα τενόρο φωνή του:
"Ρετσίνα μου αγνή,
αγάπη μου ξανθιά κεχριμπαρένια,
σκοτώνεις όλους τους καημούς
και σβήνεις πάντα κάθε έγνοια...
Γι αυτό κι εγώ δεν θα τ απαρνηθώ
το ρετσινάτο χρώμα
και θέλω να με θάψουνε, λόγω τιμής,
με κάνουλα στο στόμα"!
Παίδες Εβίβα, καλό Πρώτο!