Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Η «μπελ επόκ» της Πειραϊκής μπακαλοταβέρνας

$
0
0



      Πασίγνωστη μπακαλοταβέρνα ήταν η ταβέρνα  του Μοίρα, στην οδό    Καραολή  - Δημητρίου  και Καραϊσκου,  όπου στις 10 Μαρτίου 1925  ιδρύθηκε   ο  Ολυμπιακός   από τη συγχώνευση του «Πειραϊκού Ποδοσφαιρικού Ομίλου» και του Ομίλου Φιλάθλων Πειραιά. Η απόφαση ελήφθη από επιφανείς Πειραιώτες στην ταβέρνα  αυτή  και  για κάποιο καιρό στέγασε το σωματείο. Ανάδοχος ήταν ο αξιωματικός του Ναυτικού και αεροπόρος Νότης Καμπέρος, που θέλησε ο τίτλος του νέου συλλόγου να υποδηλώνει τη δύναμη, την αθλητική ισχύ, την ευγενή άμιλλα, την επικράτηση και εν τέλει το ολυμπιακό ιδεώδες. Ο βιομήχανος και μετέπειτα Δήμαρχος Πειραιά Μιχάλης Μανούσκος πρόσθεσε στο επίθετο Ολυμπιακός τις λέξεις Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς κι έτσι ο πλήρης τίτλος του Πειραϊκού συλλόγου ήταν και παραμένει Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς (ΟΣΦΠ).

    Στα 1950 ονομαστές ταβέρνες ήταν του Γιώργη Καμαράδου ψηλά στη Σωτήρος που έφτιαχνε τα νοστιμότερα  παϊδάκια, του Σπύρου Μήτση χαμηλά στη Σωτήρος που υπάρχει  και σήμερα αλλά τότε ήταν στην απέναντι γωνία, του Βασίλαινα στην Αγία Σοφία και άλλες που αναφέρονται στις σελίδες των διαφόρων συνοικιών.
    Του ΒΑΣΙΛΑΙΝΑ ήταν στη γωνία ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ και ΒΙΤΩΛΙΩΝ στην Αγ. Σοφία. Συνεχίζει σήμερα ο γιος του. Έλεγαν ότι ο Βλάχος ο δημοσιογράφος και εκδότης, πατέρας της ΕΛΕΝΗΣ ΒΛΑΧΟΥ, ήταν κουμπάρος του ΒΑΣΙΛΑΙΝΑ. Ο ΒΑΣΙΛΑΙΝΑΣ ξεκίνησε ως μπακαλοταβέρνα.Κάποια βράδια απ έξω περιπολούσαν διακριτικά αστυνομικοί, γιατί κάποιος επίσημος ήταν μέσα.

     Στα 1965, ο αείμνηστος χρονογράφος του Πειραιά  Θεόδωρος Βλάσσης έγραφε στη «ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ».

    «Από κάτι στοιχεία που αναφέρονται  στην προ τεσσαρακονταετίας εποχή, αποδεικνύεται ότι, όχι μόνον η  πόλη μας άλλαξε μορφή, αλλά  και οι συνθήκες ζωής των κατοίκων  της έχουν αλλοιωθεί.
    Γεγονός είναι, ότι από την μεταμόρφωση αυτή, από την εξελικτική πρόοδο, χάνεται εκείνο το γνωστό, το μοναδικό πειραιώτικο χρώμα  που τόσο συγκινούσε εμάς  τους  παλιούς  Πειραιώτες.    
    Εντυπωσιακή είναι η αλλαγή  στον βραδινό Πειραιά. Το παλιό πειραιώτικο σοκάκι, έχει πάρει άλλη όψη. Στη θέση των μονώροφων η το πολύ διώροφων κατοικιών, στους χώρους που άλλοτε κατελάμβαναν οι μάντρες  με τις  τεράστιες   ξύλινες πόρτες τσιμεντένια μεγαθήρια έχουν υψωθεί. Πλάϊ στα πεζοδρόμια που κάποτε κάποιο δίτροχο καρότσι μπακάλη   άραζε,   σήμερα   πυκνή   σειρά  από αυτοκίνητα έχουν πάρει θέση.
      Οι  παλιοί   Πειραιώτικοι   νυκτερινοί  δρόμοι έχουνε χάσει τις δύο τα­κτικές παρουσίες τους.  Τους κανταδόρους και τους  μπεκρήδες.  Και οι      δύο  αυτές παλιές  και   απαραίτητες εμφανίσεις, ήσαν παράγωγα του  πιοτού. Από τα κρασοπουλιά  ξεκινούσαν και οι δύο. Στα  μεράκια τους οι πρώτοι, πιο «πατημένοι»  οι  δεύτεροι.
      Τί έγιναν αυτές οι δύο μορφές της παλιάς νυκτερινής πειραιώτικης ζωής; Γιατί   χάθηκαν;  Αφού  και  σήμερα το κρασί υπάρχει άφθονο, γιατί να λείψουν αυτές οι δύο παρουσίες;                        
      Την απάντηση θα την βρούμε στα στοιχεία.  Σύμφωνα λοιπόν μ'αυτά, πριν σαράντα χρόνια στον  Πειραιά (1930-1940),  λειτουργούσαν 41   ποτοπωλεία  (ουζάδικα),  48 ζυθεστιατόρια.,  47 ζυθοπωλεία,  23 καφεζυθοπωλεία, 77 μαγέρικα, 273  οινομαγειρεία, 330  οινοπαντοπωλεία και   344 παντοπωλεία.
       Οποιος έζησε εκείνη την  εποχή,  θα   θυμάται,   ότι,  σπάνια, εύρισκες μπακάλικο  που να  μην σερβίρει,   έστω στα όρθια, ρετσίνα. Με λίγο τυρί στο χαρτί, με μια σαρδέλα,  θα κατέβαζε ο πελάτης τα ποτήρια του.    
       Συνολικώς, λοιπόν, στον τότε Πειραιά  υπήρχαν   1.183   μαγαζιά  που  πουλούσαν  πιοτό,  υπό    διαφόρους μορφάς.
       Αλλά κι'αν ακόμα θελήσουμε να σταθούμε στα μαγαζιά και στις μπακαλοταβέρνες  ο αριθμός εντυπωσιά­ζει. Οπου μάντρα, εκείνα τα χρόνια,  εκεί και  το τηγάνι, και το βαρέλι.  Οπου υπόγειο τα ίδια. Οπου μπακάλικο και τσούρμο__για ρούφα.
      Τώρα, ο σημερινός Πειραιάς  στερήθηκε και τα δυο του εκείνα αγαθά.  
       Με το κερί, ψάχνουνε οι Πειραιώτες να 6ρούνε ταβερνάκι. Πρόβλημα  για τις συντροφιές η ανεύρεσις με λίγο χρώμα. Ακόμα και στους γύρω Δήμους επιχειρείται η έρευνα.

 Από τις τελευταίες ταβέρνες της Δραπετσώνας.
                                                                          (Φωτό Μάκης Σταματάκης)
      Οι λίγες στον Πειραιά υπάρχου­σες ταβέρνες, έχουν μεταβληθεί σε εστιατόρια ή κοσμικά κέντρα. Αφορ­μή η οικοδομική δραστηριότης. Πώς να χωρέσει στην πολυκατοικία το κουτούκι και πώς να διατεθεί χώρος για μπόλικα τραπέζια; Πάει λοιπόν το πρώτο αγαθό.
        Την πιο μεγάλη ζημιά την εδημιούργησε το κλείσιμο της μπακαλοταβέρνας από τις 81/2 το βράδυ. Το κρασί δεν προσφέρεται για... απογευματινές εκδηλώσεις. Η ρετσίνα είναι βραδυνό ρόφημα. Την πίνει κανείς  για ξεκούρασμα, την θέλει ο μεροκαματιάρης, ο δουλευτής για καταστάλαγμα, να κάνη κεφάκι, να ξεχάση, να φιλοσοφήση και να πάρη κουράγιο για το αβόζο  μινοράκι του.
      Που να γίνουν αυτά; Στην αίθουσα τη φωτισμένη με απλίκες, στα τραπέζια με το άσπρο τραπεζομάντηλο, με γκαρσόνι παπιονάτο; Αυτά  θέλουν ορατή  κάνουλα που να γουργουράη, τηγάνι που να μουρμουράη και κάπελλα με ποδιά,  που να φέρνη και το ποτήρι του στο τραπέζι. Αυ­τά θέλουνε γκιουβέτσι, θέλουνε  μαριδάκι, θέλουνε συκωταριά της ώρας.
      Για  την εποχή που μιλάμε, τα προαναφερθέντα τάβρισκε κανείς σε πρώτη ζήτηση όχι μόνο στις τα­βέρνες, μα και στα μπακάλικα. Κά­ποια παράμερα στημένη γκαζιέρα θα στα ετοίμαζε. Και κάποια κρεμασμένη κιθάρα, θα έκανε νόημα στους κανταδόρους.
      Σ  αυτού του είδους τα κρασοπουλιά ξέρανε και να μιλήσουνε και να φερθούνε οι ρετσινοδίαιτοι. Ανε­πηρέαστη τότε η ταβέρνα από τις θηλυκές παρουσίες. Μαζί λοιπόν με τσν οικοδομικό οργασμό, μαζί με την έλλειψη χώρου, μαζί με τις δια­κοσμήσεις, εισήλασε στην ταβέρνα και το γυναικείο στοιχείο  με το παρλαμέντο του, με το σταυροπόδι του και με το αρωματάκι του.
       Κι'η παληά ταβέρνα χάθηκε. Μα­ζί με τ'άλλα ξεθώριασε και το χρω μα της.
                                                         Θ.   ΒΛΑΣΣΗΣ»
   Χοροεσπερίδα  στην αίθουσα Βαρόνου Κίμωνος Ράλλη του "Πειραϊκού Συνδέσμου"  στις αρχές της δεκαετίας του 1930 (αρχείο Βασίλη Π.Κουτουζή).

                                      Τα  Εστιατόρια του Πειραιά

     Όπως γράφει στο «ΠΕΙΡΑΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ»  2010 του Σταύρου  Καραμπερόπουλου ο  Γεράσιμος Μαζαράκης:
      «Ο Πειραιάς είχε πολλά και εξαιρετικά εστιατόρια. Το «ΛΙΟΠΕΣΙ» των Αφών ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΟΥ αριστερά στην είσοδο της II Μεραρχίας από το λιμάνι και σχεδόν απέναντι το «ΑΙΓΑΙΟΝ» του ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΤΕΛΙΟΥ (αυτό μάλιστα έβγαινε και στη Φίλω­νος), το «ΜΕΛΙΣΣΑ» του Ν. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, εκεί που είναι σήμερα η ΝΟΜΑΡΧΙΑ. Μάλιστα, ήταν και ιδιοκτησία του. Αργότερα το εστιατόριο το πήρε ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΥΚΟΥΡΑΣ που τον είχε αρχιμάγειρα ο ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ. Ο ΛΥΚΟΥΡΑΣ έκανε αρ­γότερα, σχεδόν δίπλα, την μικρή «ΜΕΛΙΣΣΑ» - τα παιδιά του ΛΥΚΟΥΡΑ συνέχισαν δίπλα στο «ΚΟΝΤΙΝΕΝΤΑΛ». Το Ξενοδοχείο που εσώζετο το ισόγειο μόνο διότι είχε πέσει βόμβα στον μεγάλο βομβαρδισμό του Πειραιά.
       Δίπλα από την μικρή «ΜΕΛΙΣΣΑ» στην ακτή Ποσειδώνος ήταν το «ΜΥΤΙΛΗΝΗ» των Αφώ ΙΩΑΚΕΙΜ, στη γωνία με τη ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ήταν το «ΣΑΛΑΜΙΣ» του ΛΑΖΑΡΟΥ ΛΑΤΑΝΙΩΤΗ, ο οποίος ήταν Κουλουριώτης. Αργότερα μετά το γκρέμισμα της Αγοράς, ο γιος του ΛΑΖΑΡΟΣ συνέχισε στην αρχή της ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ, απέναντι από την είσοδο του Με­γάρου ΒΑΤΤΗ Στην αρχή της ΛΥΚΟΥΡ­ΓΟΥ από το λιμάνι και αριστερά ήταν του ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ, εκεί εσΰχναζε τα πρωινά ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΟΓΡΗΣ, ο συγγραφέ­ας. Στην πλατεία Καραϊσκάκη ήταν του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΟΝΤΟΜΗΝΑ όταν γκρεμίστηκε μεταφέρθηκε στην ΠΛ. ΛΟΥ­ΔΟΒΙΚΟΥ στον ηλεκτρικό σταθμό. Επίσης, του ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, το μεγαλύτερο πατσα­τζίδικο του Πειραιά που έκανε πατσά σαν το Θεσσαλονικιώτικο, πουλούσε δε εκατό οκάδες πατσά την ημέρα (σε ένα μεγάλο καζάνι - τουσλαμά και ψηλό, έτσι έλεγαν τότε τον πατσά). Ο κουνιάδος του ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ο μά­γειρας, ήταν ο νονός του μακαρίτη αδελφού μου ΔΙΟΝΎΣΗ. Αγιος άνθρωπος.
      Στην πλατεία ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ εκτός του ΚΟΝΤΟΜΗΝΑ είχε και άλλα δύο εστια­τόρια, το ένα ήταν του πατέρα του ΔΗ­ΜΗΤΡΗ ΒΕΡΓΟΥ που συνεχίζει με επιτυχία την παράδοση στην Αλκιβιάδου πί­σω από τον ΑΠΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ, του ΘΑΝΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΛΟΥ στην Μ. ΣΤΟΑΣ δίπλα από την Εθνική Τράπεζα, η «ΠΙΠΕΡΙΑ» του ΣΠΑΝΟΥ γωνία ΣΩΤΗΡΟΣ και ΝΟΤΑΡΑ. Αργότερα ο ΣΠΑΝΟΣ αγόρασε και το «ΑΙΓΑΙΟ» του Κ. ΠΑΝΤΕΛΙΟΥ στη 2ας ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ. Εκεί έχασε πολλά χρήματα. Ο ΣΠΑΝΟΣ και ο ΧΡ. ΛΑΤΑΝΙΩΤΗΣ είχαν και λεωφορεία δικά τους.
      Επίσης, του ΚΑΤΣΙΚΑ, του ΠΕΠΠΑ στην ΤΣΑΜΑΔΟΥ. Εκεί τα πρωινά σύχναζαν οι περισσότεροι ρεμπέτες, ήταν δίπλα στο κατά­στημα των Αφών ΛΟΥΜΙΔΗ. Του ΜΑΝΩΛΗ ΑΓΓΕΛΙΔΑΚΗ στη ΔΗΜ. ΓΟΥΝΑΡΗ σχεδόν γωνία με τη ΝΑΥΑΡΧΟΥ ΜΠΥΤΉ, σημερινή ΚΑΡΑΟΛΗ-ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
       Χορτοφαγία στου ΜΠΟΥΤΟΥ στη γωνία ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ και ΠΡΑΞΙΤΕΛΟΥΣ.
      Ακόμη του ΤΖΙΤΖΗ γωνία ΣΩΤΗΡΟΣ και ΛΟΥΚΑ ΡΑΛΛΗ, - σήμερα Αφών ΝΤΑΛΤΑ.
       Εστιατόριο ήταν ακόμη και η «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» του  ΜΙΛΤΙΑΔΗ  ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ   στη ΝΟΤΑΡΑ 56. Αργότερα το αγόρασε ο ΚΩΣΤΑΣ ΞΕΡΑΚΙΑΣ που ήταν μάγειρας στου ΣΠΑΝΟΥ. Τον διαδέχτηκε ο γιος του ΔΗΜΗΤΡΗΣ για αρκετά χρόνια. Τα εγγόνια του ΚΩΣΤΑΣ και ΝΙΚΟΣ συνεχίζουν την παράδοση του κλασικού μαγέρικου στη ΝΟΤΑΡΑ 126. Άφησα τελευταίο το πιο αρχοντικό με την εκλεκτότε­ρη πελατεία, το «ΠΟΣΕΙΔΩΝΕΙΟ» του ΚΩΣΤΑ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ στη γωνία ΝΙΚΗΤΑ και ΓΟΥΝΑΡΗ παλαιότερα που ήταν στον πρώτο όροφο. Αγόραζε ό,τι εκλεκτότερο από την Αγορά. Είχε και βελούδινες κουρτίνες. Έμοιαζε πραγματικά με εκκλησία. Παιδιά του ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ήταν ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ που έφθασε Γενικός Οικονομικός Διευθυντής σιη ΔΕΗ και ο αδελφός του που ήταν άνδρας της ΤΖΕΝΗΣ ΒΑΝΟΥ.
        Μπυραρίες: Η Κεντρική Αγορά είχε τις μεγαλύτερες μπυραρίες της χώρας. Μακράν όλων του ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΛΟΞΥΛΟΥ στην είσοδο της Αγοράς από την ΤΣΑΜΑΔΟΥ απέναντι, εντός της Αγοράς του ΘΑΝΑΣΗ ΤΖΑΤΟΠΟΥΛΟΥ. Στην ΤΣΑ­ΜΑΔΟΥ δίπλα από το παλιό του ΛΟΥΜΙΔΗ του ΚΡΗΤΙΚΟΥ, ο οποίος ήταν και συνέταιρος  του ΚΑΛΟΞΥΛΟΥ.
       Εξαιρετικά ουζοπωλεία με πολύ μεγάλη ποικιλία μεζέδων - όπως ήταν του ΤΖΑΓΓΟΥΡΗ –πήγαινα εκεί το 1972 - προς τον ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟ απέναντι από το παλαιό Λιμεναρχείο. Υπήρχαν και ονομαστά ποτοπωλεία. Όπως των Αφών ΚΟΥΤΣΟΥΛΕΝΤΗ στην οδό ΔΗΜΟ­ΣΘΕΝΟΥΣ προς το λιμάνι, στη μέση της ΔΗΜΟ­ΣΘΕΝΟΥΣ, του ΑΡΤΕΜΗ (υπάρχει και σήμερα σε άλλη μορφή και προς την ΤΣΑΜΑΔΟΥ), στην ίδια οδό των Αφών ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ των μετέπειτα βιομη­χάνων του ΟΥΖΟΥ 12.
      Σ'αυτά τα ποτοπωλεία οι πελάτες έπιναν το ούζο σκέτο, ξεροσφύρι, ή αγόραζαν μεζέδες από τα παντοπωλεία.
       Επίσης, η Κεντρική Αγορά είχε και τρία μεγάλα παστουρματζίδικα - στις δύο άκρες των δρόμων ήταν των αδελφών ΑΠΤΟΣΟΓΛΟΥ και στη μέση του ΓΙΩΡΓΟΥ - δεν θυμάμαι το επώνυμο του - υπάρχει σήμερα με αλ­λαντικά στη στοά ΠΟΛΙΤΟΥ στη ΓΟΥΝΑΡΗ.
       Η Αγορά ξεκινούσε από τις 5 το πρωί. Πρώτα τα ψαράδικα - από εκεί αγόραζαν όλοι οι πλανόδιοι ψαράδες με το ψάθινο καλάθι στο κεφάλι και την κρεμαστή ζυγαριά στον ώμο. Γύριζαν δε όλο τον Πειραιά.
        Η ψαραγορά είχε την μεγαλύτερη ποικιλία από ψά­ρια. Εξάλλου η ιχθυόσκαλα ήταν τότε στην αρχή του λιμανιού δηλαδή πολύ πλησίον. Όλες δε οι ψαροτα­βέρνες, από την Σχολή Δοκίμων έως τη Βάρκιζα αγό­ραζαν από τον Πειραιά.
        Μεγάλο ψητοπωλείο ήταν   η «ΡΟΥΜΕΛΗ» (Το ψητοπωλείο «ΡΟΥΜΕΛΗ» ήταν των Αφών ΤΡΑΥΛΟΥ, του Μή­τσου και του Στάθη. Ο Στάθης ήταν ο καλύτερος ψήστης του Πειραιά) - εκεί που σήμερα είναι το άγαλμα του Παλαιών Πατρών Γερμανού, απέναντι από το πρώην υπουργείο ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ (εκεί  στο υπουργείο ήταν πρώτα   ένα καλοκαιρινό θέατρο, το «ΜΙΣΟΥΡΙ» που την ονομασία του την πήρε από ένα Αμερικανικό αεροπλανοφόρο που είχε αράξει ανοι­κτά από το Τουρκολίμανο μετά την κατοχή)».

Βασίλης  Κουτουζής

             http://www.koutouzis.gr                                                                          

Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>