Δεν είναι οι πόλεις αλλά η ύπαιθρος και η θάλασσα που εγκυμονούν κατά την αρχαιότητα κινδύνους για τους ταξιδιώτες. Σίγουρα είναι ριψοκίνδυνο να περνάει κανείς χωρίς ένοπλη συνοδεία από απομονωμένες περιοχές, ακόμα και σύντομες διαδρομές, πολύ λιγότερο πάντως είναι να τριγυρνάει στους δρόμους της Αθήνας. Οπωσδήποτε ο μοναχικός διαβάτης εκτίθεται σε πιθανές επιθέσεις με στόχο τα ρούχα του ή το πορτοφόλι του. Συχνά η περίσταση κάνει κάποιον λωποδύτη και καμιά μαρτυρία δε μας βεβαιώνει μια οργανωμένη εγκληματικότητα όπως στην περίπτωση της Ρώμης.
Ο λόγος είναι απλός: η Αθήνα κατά την κλασική εποχή γνωρίζει ελάχιστες σημαντικές δημογραφικές ανακατατάξεις ή ξαφνικές εισροές πληθυσμών, εκτός ίσως κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Κατά συνέπεια οι πολιτικοί άρχοντες της πόλης δεν έχουν να λύσουν το πρόβλημα που θέτει ένας κινούμενος και χωρίς προσόδους πληθυσμός. Πράγματι η ατιμία εμφανίζεται πολύ πιο συχνά στην πολιτική αθηναϊκή ζωή παρά στις πολυάνθρωπες συνοικίες του Κεραμεικού ή του Πειραιά!
Εξάλλου στην Αθήνα υπάρχουν λίγοι πειρασμοί για τους εγκληματίες, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Οι Αθηναίοι ζουν μια πολύ ταπεινή ζωή κι ακόμα κι εκείνοι των οποίων η σπατάλη έμεινε μνημειώδης δεν έχουν πολλά παραπάνω απ’ τα απολύτως αναγκαία προς το ζην. Ο Αλκιβιάδης, που η πολυτέλειά του φαντάζει σκανδαλώδης στους συγχρόνους του, έχει σαν επίπλωση στο σπίτι του στην Αθήνα μερικά κιβώτια και διάφορα σκεύη απαραίτητα στην καθημερινή ζωή. Μια επιγραφή μας δίνει τις λεπτομέρειες και όλος ο εξοπλισμός αυτού του διάσημου άσωτου μόλις που θα αρκούσε για το σπίτι ενός πάμπτωχου Ρωμαίου. Στην Αθήνα η ταπεινότητα των αποκτημάτων δεν τραβάει σχεδόν καθόλου τους διαρρήκτες!
Ωστόσο αυτοί υπάρχουν: είναι οι κλέφτες ή «τοιχωρύχοι», στην κυριολεκτική έννοια του όρου, αφού φτάνει να ανοίξουν μια τρύπα στους τοίχους από αχυρόπλινθο για να μπούν και να κάνουν τις κλοπές τους. Η αθηναϊκή νομοθεσία είναι εξάλλου πολύ αυστηρή για τους κλέφτες που συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω: κινδυνεύουν να πεθάνουν με το μαρτύριο της «σανίδας», ενός τρόπου εκτέλεσης σχεδόν συγκρίσιμου με τη σταύρωση. Εξαιτίας της ταπεινότητας αυτών που μπορούν να κλαπούν απ’ τις κατοικίες, ακόμα και απ’ των πιο πλουσίων πολιτών, εύκολα υποθέτουμε ότι αυτοί οι διαρρήκτες ανήκουν στα αθλιότερα στρώματα του πληθυσμού. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς σίγουρα σπρώχνονται στην κλοπή όχι για να πλουτίσουν, αλλά για να επιβιώσουν, είναι δε τόσο φτωχοί που δεν εμφανίζονται καν στους δικανικούς λόγους που έχουμε στη διάθεση μας.
Η ψυχαγωγία της νεολαίας: Αντίθετα τη νύχτα οι δρόμοι της Αθήνας κάθε άλλο παρά ασφαλείς είναι. Οι διαβάτες συχνά πέφτουν θύματα ομάδων γλεντοκόπων που, βγαίνοντας απ’ τα συμπόσια, βρίσκουν οποιαδήποτε πρόφαση για να πέσουν πάνω τους, να τους ξυλοκοπήσουν και ενδεχόμενα να τους ληστέψουν. Αυτή η συμφορά βρήκε κάποιο βράδυ το 343 π.κ.ε. κοντά στην Αγορά έναν ήσυχο νέο, τον Αρίστωνα:
«Όπως συνηθίζω, περπατούσα το βράδυ στην Αγορά με ένα συμμαθητή μου, το Φανόστρατο. Ο γιος του Κόνωνα, ο Κτησίας, εντελώς μεθυσμένος, μας συνάντησε έξω από το ναό του Λεωκόριου, κοντά στο σπίτι του Πυθόδωρου. Βλέποντάς μας, βάλθηκε να κραυγάζει και σαν τους μεθύστακες να λέει τελείως ακατάληπτα πράγματα. Κατόπιν κατευθύνθηκε στη συνοικία της Μελίτης όπου ήταν μαζεμένοι στο σπίτι του Πάμφιλου του ξάντη για να πιουν, όπως μάθαμε αργότερα, ο Κόνων, κάποιος Θεότιμος, ο Αρχεβιά- δης, ο Σπίνθαρος, ο Θεογένης και πολλοί άλλοι. Σηκώθηκαν, όπως τους ζήτησε ο Κτησίας, και ήρθαν μαζί του στην Αγορά. Ο Φανό- στρατος κι εγώ, αφού φτάσαμε στο ιερό της Περσεφόνης, ξαναγυρίζαμε προς τα πίσω, προς το ναό του Λεωκόριου, και τότε μας επιτέθηκαν».
Για να καταλάβουμε καλύτερα τα συμφραζόμενα του αποσπάσματος, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο νεαρός Αρίστων είχε ήδη πέσει θύμα κακομεταχείρισης από τους γιους του Κόνωνα με τους οποίους ήταν συστρατιώτες για κάποια περίοδο. Ήδη εκείνη την εποχή η κακή διαγωγή του Κτησία και του αδελφού του είχε επιφέρει μεγάλη ταραχή στη φρουρά. Όταν επιστρέφουν στην Αθήνα, φτιάχνουν με φίλους τους μια συμμορία με κύρια δράση της τη διασκέδαση και τη βία.
Πρόκειται για μια σχετικά συχνή συνήθεια των νεαρών γόνων των πλούσιων αθηναϊκών οικογενειών και τα επωνύμιά τους αποκαλύπτουν με γλαφυρό τρόπο τις ενασχολήσεις τους: ο Κόνων, ο αντίπαλος του Αρίστωνα, ανήκε στα νιάτα του στη συμμορία των «Τρι- βαλλών» που δανείστηκε το όνομά της από τα θρακικά στίφη που ήταν ιδιαίτερα φημισμένα για τα τραχιά και ακόλαστα ήθη τους. Άλλοι βαφτίστηκαν «Ιθυφαλλικοί» ή «Λάγνοι».
Τέτοια προκλητικά επωνύμια δείχνουν αναμφισβήτητα ότι αυτή η χρυσή αθηναϊκή νεολαία, στην οποία ενήλικοι όπως ο Κόνων δε διστάζουν να προσχωρήσουν, συγκεντρώνεται κυρίως για να γλεντήσει. Συμπόσια και οινοποσίες αποτελούν την καθημερινή διασκέδαση των αντρών αυτών. Δε φοβούνται να προβούν σε ιεροσυλίες, βεβηλώνοντας τα άδυτα και κατασπαράζοντας τα αφιερωμένα κρέατα, από καθαρή πρόκληση ενάντια σε θεϊκούς κι ανθρώπινους νόμους. Ο Κόνων και οι φίλοι του κατηγορούνται από το Δημοσθένη ότι άρπαζαν τα αφιερώματα στη φοβερή Εκάτη, προστάτιδα των υποχθόνιων δυνάμεων. Το περίφημο επεισόδιο του ακρωτηριασμού των Ερμείων στηλών πριν την αναχώρηση για την εκστρατεία στη Σικελία είναι έργο της συμμορίας του Αλκιβιάδη, που θα επιδοθεί και σε βλάσφημες παρωδίες των σεβάσμιων Ελευσίνιων Μυστηρίων.
«Είμαστε η συμμορία των Ιθυφαλλικών, κάνουμε έρωτα, χτυπάμε και στραγγαλίζουμε όποιον μας αρέσει». Αυτό είναι, κατά το Δημοσθένη, το έμβλημα των συντρόφων του Κόνωνα. Εκτός από τις βέβηλες προκλήσεις, οι συμμορίες αυτές επιδίδονταν και σε ακόμα πιο επικίνδυνες για τους συμπολίτες τους διασκεδάσεις. Η συνέχεια της ιστορίας του Αρίστωνα μας δίνει ένα καλό παράδειγμα αυτών των νυχτερινών επιθέσεων που ενθουσιάζουν τους νέους που παρεκτρέπονται:«Μου επιτέθηκαν ο Κόνων, οι γιοι του και ο Θεογένης που στην αρχή μου άρπαξαν το μανδύα, μου έβαλαν τρικλοποδιά και με έριξαν στις λάσπες. Με κλωτσούσαν ασταμάτητα και με χτύπησαν σε τέτοιο σημείο που μου έσκισαν τα χείλια και μου μελάνιασαν τα μάτια. Με άφησαν σε κατάσταση τέτοια που δεν μπορούσα ούτε να σηκωθώ ούτε να πω λέξη. Ξαπλωμένος στη λάσπη, τους άκουγα να λένε φριχτά πράγματα που δεν θα μπορούσα να επαναλάβω εδώ. Αυτό που θα σας πω θα σας αποδείξει ότι ο Κόνων είναι ο υπεύθυνος όλης αυτής της υπόθεσης: παρίστανε τον κόκορα που νικάει κι οι υπόλοιποι τον παρότρυναν να χτυπάει τα πλευρά του με τους αγκώνες του σαν να είχε φτερά. Ύστερα οι διαβάτες με βρήκαν ολόγυμνο, χωρίς το μανδύα που αυτοί οι αλήτες μου είχαν κλέψει, και με οδήγησαν στο σπίτι μου πάνω σε φορείο».
Σίγουρα η κλοπή του μανδύα του Αρίστωνα είναι μόνο η αφορμή της επίθεσης. Η συμμορία των Ιθυφαλλικών δεν έχει ανάγκη από ένα μανδύα· μάλλον η απόλαυση της βίας για τη βία είναι ο λόγος της επίθεσης. Θα συναντήσουμε, αρκετούς αιώνες αργότερα, ένα νεαρό αυτοκράτορα, το Νέρωνα, να επιδίδεται στην ίδια νυχτερινή διασκέδαση στους δρόμους της Ρώμης. Όπως εξυπακούεται, ο Κόνων και οι φίλοι του ανήκουν σε οικογένειες αρκούντως αξιοσέβαστες ώστε να αποφύγουν τις τιμωρίες που εφαρμόζονται για τους λωποδύτες. Αυτή η σχεδόν ατιμωρησία τους τους κάνει επικίνδυνους καθώς δεν υπόκεινται σε δικαστικές διώξεις παρά μόνο όταν η διασκέδασή τους ξεπερνά κατά πολύ τα όρια.
Αυτές τις αγριότητες, που αποτελούν για ένα τμήμα της νεολαίας διασκέδαση γεμάτη ζωηράδα, τις ξαναβρίσκουμε και στα αποσπάσματα ενός λόγου του Λυσία εναντίον κάποιου Τίσι. Όλα αρχίζουν με έναν καυγά στην παλαίστρα ανάμεσα σε δυο νεαρούς, τον Αρχιππο και τον Τίσι· οι τόνοι ανεβαίνουν γρήγορα και οι βρισιές διαδέχονται τις κοροϊδίες. Όλα θα σταματούσαν εκεί αν ο Τίσις δεν είχε έναν κηδεμόνα, τον Πυθέα, που ήταν και εραστής του. Για να γίνει αρεστός στον πολυαγαπημένο του προστατευόμενο, ο Πυθέας στήνει μια ενέδρα για να παγιδέψει τον Άρχιππο.
Με πρόφαση τη συμφιλίωση μια μέρα γιορτής, καλούν τον Άρχιππο σε νυχτερινή οινοποσία. Με το που μπαίνει στο σπίτι του Τισία, δένουν τον Άρχιππο σε μια κολόνα, τον χτυπούν αλύπητα και τον κλείνουν σ’ ένα δωμάτιο. Την επομένη, από την αυγή, καινούργια μαστιγώματα κι ο Άρχιππος σοβαρά τραυματισμένος. Κι όλα αυτά, μας λέει ο Λυσίας, επειδή ο Τίσις, νεόπλουτος αστός, θέλει να μιμηθεί τους πλούσιους νεαρούς αλήτες της πόλης και να συμπεριφερθεί σαν τους άεργους νέους που οι κακές πράξεις τους απασχολούν τα τοπικά χρονικά.