Η Πλάκα διαχρονικά αναδεικνύεται στην πιο αγαπημένη βόλτα στην πόλη. Ναι, μαζί με εσένα θα είναι φυσικά και δεκάδες τουρίστες που θα την «τρώνε» με τα μάτια τους και θα τη φυλακίζουν στους φωτογραφικούς τους φακούς, όση ώρα δεν χαζεύουν τα δερμάτινα και τα αρχαιοελληνικού στυλ φορέματα και αξεσουάρ στα μαγαζάκια της Αδριανού· εσύ όμως μην πτοείσαι. Δεν διέσχισες χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσεις έως εδώ. Βρίσκεσαι στον τόπο σου, παρόλο που εδώ -παραδόξως- νιώθεις πως είσαι τουρίστας... Το κλίμα άλλωστε το ευνοεί και σε βάζει αμέσως σε αυτόν το ρόλο. Γιατί να μην χαζέψεις κι εσύ μαζί τους το φολκλόρ σκηνικό, ως το πλέον εξαγώγιμο τουριστικό μας προϊόν; Κι αλήθεια, αυτό πουλάει... Τσολιαδάκια, συρτάκι και άγιος... ο αρχαίος πολιτισμός! Όσο όμως τουριστική κι αν φαντάζει η Πλάκα στα δικά σου μάτια, παραμένει μια από τις ελάχιστες γραφικές συνοικίες και ίσως η μοναδική που καταφέρνει να σε ταξιδέψει στην Αθήνα των τελευταίων 100 και πλέον χρόνων...
Η ΠΛΑΚΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ....
Ο τόπος που πατάς ήταν ανέκαθεν το κέντρο της πρωτεύουσας. Με σημείο αναφοράς τον αρχαίο βράχο αναπτύχθηκε όλη η σύγχρονη πόλη και χάρη σε ανθρώπους όπως η Μελίνα Μερκούρη και ο Αντώνης Τρίτσης (με δική τους πρωτοβουλία όλα τα κτήρια κρίθηκαν διατηρητέα) μπορείς νοερά να παρακολουθήσεις ανάγλυφα μέχρι και σήμερα την εξέλιξή της. Θα περπατήσεις και θα δεις δίπλα στα νεοκλασικά αριστουργήματα -μάρτυρες μιας ευημερησάσης αστικής τάξης- σημαντικά δείγματα της αρχιτεκτονικής που τείνει να εξαφανιστεί... Κακώς, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάς ότι η Πλάκα ήταν μια άκρως λαϊκή γειτονιά, ιδιαίτερα ξακουστή για τα καπηλειά της. Δεν είναι τυχαίο ότι από εδώ ξεκίνησε η κλασική αθηναϊκή ταβέρνα, η πιο αντιπροσωπευτική μορφή της νυχτερινής διασκέδασης προπολεμικά. Μετά βέβαια από τον πόλεμο, ο ζωγράφος Μίνως Αργυράκης βγάζει τα σκίτσα και τις ιστορίες του για την Πλάκα, δημιουργώντας τη μόδα της εποχής με τις γνωστές μπουάτ και πολύ αργότερα τις ντισκοτέκ. Η εποχή της δικτατορίας βρίσκει την Πλάκα σε παρακμή, καθώς οι οχληρές χρήσεις των καταστημάτων οδηγούν σταδιακά στην απομάκρυνση του πληθυσμού και την εκκένωση της περιοχής. Μέχρι βέβαια τον καιρό που το διάταγμα περί χρήσεων γης έδιωξε τα νυχτερινά μαγαζιά και έφερε μια σχετική ισορροπία, η οποία ωστόσο παλινδρομεί μέχρι και τις μέρες μας.
Η ανάπτυξη της Πλάκας ως τουριστικός ομφαλός της πρωτεύουσας έγινε βάση μεθοδευμένης κρατικής στρατηγικής στις δεκαετίες του '50-'60, βάζοντάς την στο κέντρο της αντίστοιχης προβολής της χώρας μας. Σήμερα αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στην Αδριανού, με τα δεκάδες μαγαζιά που απευθύνονται κυρίως σε ξένους.
Η δεκαετία του '80 σηματοδοτήθηκε από μεγάλες αλλαγές. Στο μεγαλύτερο μέρος της η Πλάκα πεζοδρομήθηκε και μπήκε σε ένα πρόγραμμα γενικότερης ανάπλασης. Οι νέες πολιτικές επέβαλαν τη δημιουργία ενός μουσείου -που σήμερα βρίσκεται στον αντίποδα εκείνων των σχεδιασμών και στοχεύουν σε έναν τουρίστα μορφωμένο, που αναζητά κάτι πιο ουσιαστικό από συρτάκι και greek salad. Έπρεπε να φτάσουμε στον 21ο αιώνα για να μιλήσουμε επιτέλους για το Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο σε συνδυασμό με το μετρό και την πεζοδρόμηση της Διονυσίου Αρεοπαγίτου έδωσαν το δικό τους στίγμα, παρασύροντας την Πλάκα σε μια νέα εποχή...
ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ...
Είτε επιλέξεις ως αφετηρία το σταθμό στο Μοναστηράκι, είτε αυτόν του μετρό στην Ακρόπολη, για να νιώσεις τον παλμό της καρδιάς της Πλάκας θα πρέπει να περπατήσεις οπωσδήποτε στην Αδριανού (από τη μεριά της Πλάκας, γιατί ο δρόμος συνεχίζει μέχρι το Θησείο). Δεξιά και αριστερά δεν θα χορταίνεις τα κρεμασμένα στα ράφια αναμνηστικά που αποτελούν την πεμπτουσία της άκρως εμπορικής και πιο δημοφιλούς περαντζάδας. Όσο πλησιάζεις στην Κυδαθηναίων τα πρώτα ταβερνάκια και τα ελάχιστα cafes κάνουν αισθητή την παρουσία τους, με τους χαρακτηριστικούς κράχτες να διαφημίζουν την «πραμάτεια» τους. Από εκεί, η ομώνυμη πλατεία με μερικές από τις πιο φημισμένες και πιο παλιές ταβέρνες της περιοχής είναι σε απόσταση αναπνοής. Αν ωστόσο θέλεις να αποφύγεις το συνωστισμό, μπορείς εναλλακτικά να επιλέξεις το μονοπάτι που, μολονότι ανηφορικό, θα σε ανταμείψει οδηγώντας σε στο πιο γραφικό -κατά τη γνώμη μου- κομμάτι της Πλάκας.
Σαν νησιώτικες καρτ ποστάλ οι άκρως παραδοσιακές γωνιές από εδώ και πέρα συνιστούν πλέον τον κανόνα. Στα πέτρινα σκαλιά στριμώχνονται τα τραπέζια από τα ταβερνάκια και τα μικροσκοπικά cafes, ενώ ο κόσμος απολαμβάνει τον ήλιο παρέα με ουζάκι και καλομαγειρεμένους μεζέδες.
Όποιο στενό κι αν ακολουθήσεις, το σίγουρο είναι ότι θα γοητευτείς. Από τα πιο όμορφα σημεία, θα συμφωνήσεις μαζί μου, ότι είναι η Μνησικλέους που φτάνει μέχρι τη Θρασυβούλου... Πίνακας ζωγραφικής! Η Ακρόπολη παρακολουθεί κάθε σου βήμα και εσύ εκεί κάπου, μεθυσμένος από το άρωμα του γιασεμιού, θέλοντας να φτάσεις όλο και πιο κοντά της, θα ανακαλύψεις κάτω από τη σκιά της ένα ολόκληρο νησί. Οι αφίσες που «φωτογραφίζουν» την Ανάφη σε συνδυασμό με το λευκό-μπλε θα σε μπερδέψουν για λίγο, αλλά εσύ πρέπει να ξέρεις ότι μόλις έφτασες στα Αναφιώτικα. Εδώ ήρθαν το 1830 οι πρώτοι κτίστες από το ομώνυμο νησί, για να φτιάξουν το παλάτι του Όθωνα φέρνοντας εκτός από την τέχνη και ένα «κομμάτι» της πατρίδας τους... Μην απογοητευτείς από την εγκατάλειψη. Η μικροσκοπική γειτονιά που θυμίζει έντονα Κυκλαδονήσι θα σε κερδίσει ούτως η άλλως, ενώ η αμφίπλευρη θέα στην Αθήνα και στην Ακρόπολη θα σε κάνει να νιώθεις πιο κοντά στους θεούς, αφού δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η Πλάκα αναφέρεται ως η γειτονιά τους... Kι εκεί που θα είσαι βυθισμένος στις σκέψεις και τις εικόνες, θα αφήσεις τον ήχο της ζωντανής μουσικής από κάποιο κοντινό ταβερνείο και τις φωνές από τους γραφικούς κράχτες «nice table, nice view» να σε καθοδηγήσουν πάλι εκεί όπου τα φλας παίρνουν φωτιά και απαθανατίζουν ξέγνοιαστες στιγμές.
Θα περπατήσεις τη Λυσίου και την Τριπόδων, θα περάσεις και τη Διοσκούρων με το φημισμένο cafe και θα νιώθεις όλη αυτή την καλοκαιρινή αύρα που θα σε κυρίευε αν ήσουν σε κάποιο ελληνικό νησί. Ακόμα κι αν σε «χαλάσουν» τα παρκαρισμένα έξω από τα ανακαινισμένα νεοκλασικά και πανάκριβα 4x4, θα χαμογελάσεις γιατί στην περίπτωση της Πλάκας δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν το ύφος της. Γιατί; H απάντηση βρίσκεται στα διάσπαρτα αρχαία, τις βυζαντινές εκκλησίες, τα πανέμορφα -στην πλειονότητά τους- διώροφα κτήρια, τις ολάνθιστες αυλές με τους φοίνικες, τα σκαλιά με τα παραδοσιακά καφενεία· όλα αποτελούν ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων και εικόνων ανεπανάληπτο μέσα σε μια Αθήνα που αντιστέκεται...
Κι όταν πια φτάσει το σούρουπο κι έχει έρθει η ώρα να γράψεις τον πιο ρομαντικό επίλογο, το μονοπάτι της Θόλου θα σε οδηγήσει στα λεγόμενα «βραχάκια». Το βράδυ δεν θα είσαι μόνος σου, καθώς πολλοί θα είναι αυτοί που μοιράστηκαν την ίδια σκέψη με εσένα και θα αράξουν στον συγκεκριμένο βράχο για κουβεντούλα, ατελείωτη ρέμβη και χάζι στη βραδινή Αθήνα. Εσύ βρες το δικό σου ιδανικό σημείο, χαλάρωσε και θαύμασέ την από το... μπαλκόνι των θεών. Μην ξεχνάς που και που να ρίχνεις καμιά κλεφτή ματιά στη φωταγωγημένη Ακρόπολη που στέκει πίσω σου, μια ανάσα μακριά, την ίδια ώρα που η πόλη θέλγεται από την ακτινοβόλο λάμψη της και έχει «αγκιστρωμένα» θαυμασμό και βλέμμα αιώνια πάνω της...