Κοιτούσε ώρα την ντουλάπα του γραφείου έχοντας ενώσει τις σφιγμένες παλάμες
τη μια πάνω στην άλλη. Τα πρεσβυωπικά γυαλιά στην άκρη της μύτης στερεωμένα.
Χάιδευε με τη ματιά του, τους δυο τοίχους που έφταναν ψηλά στο ταβάνι, τα βιβλία του. Σαν μια ταπετσαρία σοφίας, σκονισμένη, από καιρό. Μόνο εκείνον αφορούσε.
Σηκώθηκε αργά και στηριζόμενος στο «π» έσυρε τα βήματα του αργά, στο κρεβάτι του.
Τον ξύπνησε η μυρωδιά από την κουζίνα. Η Χαριτίνη τσιγάριζε το κρέας και
η μυρωδιά έφτασε στο δωμάτιο τους. Το ρολόι έδειχνε 6.30. Αυτή η γυναίκα ησυχία
δεν έχει, τις Κυριακάδες τις ορίζουν οι ευωδιές και το άγχος της να τα προφτάσει.
Ερχονται τα παιδιά σήμερα με τα εγγόνια για την οικογενειακή συνάντηση με την
Κυριακάτικη επισημότητα. Τα καλά σερβίτσια και το ατσαλάκωτο λευκό
τραπεζομάντηλο Με προσπάθεια στηριζόμενος στο δεξί του χέρι κάθισε για λίγο
από την προσπάθεια. Η αριστερή πλευρά έτρεμε μετά το εγκεφαλικό. Φόρεσε
τις τσόχινες παντόφλες εκεί που κάθε βράδυ αλφάδιαζε η Χαριτίνη για να τον
διευκολύνει. Όλα τα πρόσεχε αυτή η γυναίκα μη τύχει και τον φέρει σε δυσάρεστη θέση.
Γύρισε κρατώντας το «Π» από την τουαλέτα. Ξυρισμένος έτοιμος να φορέσει την
καθαρή ρόμπα και να περιμένει τον Στέλιο. Δίπλα στο κομοδίνο τον περίμενε
ο αχνιστός καφές, οι φρυγανιές και στο πιατάκι τα χάπια του. Το πάπλωμα
στρωμένο και τα μαξιλάρια με τις σιδερωμένες μαξιλαροθήκες που μοσχοβολούσαν μαλακτικό. Το καλοριφέρ ζέσταινε το χώρο και από τις τραβηγμένες κουρτίνες έβλεπε απέναντι ένα κομμάτι θάλασσα. Πάτησε το κουμπί της τηλεόρασης να περάσει
η ώρα. Εκλεισε τα βλέφαρα.
Ανοιξε τα μάτια του και ο Στέλιος από πάνω του τον παρότρυνε να σηκωθεί.
-Ε, μάστορα σε μαστούρωσε η τηλεόραση και αποκοιμήθηκες;
Τον διευκόλυνε να καθίσει στην πολυθρόνα και έφερε κοντά το τραπέζι με το τάβλι.
-Σήμερα θα σε σακατέψω, του είπε γελώντας. Στήσε τα πούλια και πάω να φέρω καφέ.
Ηξερε πως ο φίλος του, είχε χάσει εκτός από το μέρος της κινητικότητας και τη
μνήμη του που έφθινε αργά και σταθερά!
-Εξάρες!
-Μη σου πω για την τύχη σου Κώστα! Εχεις φάρδος και ας είσαι λιπόσαρκος.
-Και είμαι ξενυχτισμένος! Είναι που χθες ξεφύλλιζα το άλμπουμ και έζησα τα νιάτα μας. Με πήρε πολύ αργά ο ύπνος. Οι φωτογραφίες τότε φοιτητές στο Πολυτεχνείο… τους περισσότερους αν και έβαλα φακό δεν τους θυμήθηκα.
-Ε, βρε Κώστα τι γυρίζεις στα παλιά που πονάνε ακόμα και τα χαρούμενα
αποτυπώματα;
-Δεν έχω μέλλον για αυτό κοιτώ πίσω. Τότε που ερωτεύτηκα την Χαρίτίνη την
ξαδέλφη σου, μα ανομολόγητο το είχα. Εσείς μένατε στην Πατησίων τότε και εγώ
στα Σεπόλια. Βρε μπάσταρδε πώς με κατάλαβες; Όταν μου το είπες άδειασα από
ντροπή. Και στο πάρτι της γιορτής σου, έδεσε μια αγάπη ως τα τώρα! Γάμοι..
βαφτίσια.. Στις φωτογραφίες δεσπόζουν μόνο οι χαρές που σήμερα με θλίβουν.
Πολλές φορές καταλαβαίνω πως χάνομαι και προσπαθώ να θυμηθώ. Γεράματα και εγκεφαλικό κλάψε με! Χτες προσπαθούσα να θυμηθώ το όνομα της μεγάλης κόρης μου! Μετά μετρούσα πόσα εγγόνια έχω και ξέχασα τον Κώστα, που έχει και τ’ όνομα μου.
Και θυμήθηκα, άκου τώρα το πρόβλημα που είχαμε στην κατασκευή του κτιρίου
στην οδό Μουρούζη! Δεν το λέω σε κανένα και μη τολμήσεις να το πεις στη Χαριτίνη!
-Βρε γρουσούζη πώς σε άντεξα τόσα χρόνια στο γραφείο, πρόσθεσε ο Σταύρος.
Πολιτικοί μηχανικοί χτίσαμε τσιμέντα και ο καθένας την ζωή του. Εγώ δεν
παντρεύτηκα, μπερμπάντης από κούνια και ας με παρακαλούσαν συγγενείς
και φίλοι. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως ακόμα θα σε ανέχομαι!
Χτύπησε το κουδούνι.
-Τα παιδιά! Φώναξαν και οι δυο!
Ορμησαν όλοι στην κάμαρα, του Κώστα. Τα πιτσιρίκια ανέβηκαν στο κρεβάτι και
έκαναν τραμπολίνο. Τους αγκάλιαζαν και μπήκε από την χαραμάδα η Ανοιξη.
Τα πιτσιρίκια διεκδικούσαν την αγάπη τους και μάλωναν. Ηρθαν οι κόρες του Κώστα
και έπεσαν στον κάθε ώμο του χωριστά τρίβοντας την πλάτη του. Ο Στέλιος άρχισε τις επιπλήξεις!
-Στον Στελάκι σας τίποτα;
Από την γρηγοράδα να τον κανακέψουν, έπεσε το τάβλι και τα πούλια
σκορπίστηκαν.. έσκυψε η πιτσιρικαρία να τα μαζέψει κάτω από το κρεβάτι.
Σηκώθηκε η δεκάχρονη Χαριτίνη και έδειξε ένα ζευγάρι γυναικείες παντόφλες.
-Παππού αυτές τις παντόφλες της είχε η γιαγιά στην ντουλάπα; Είναι καινούριες!
-Όλα θέλεις να τα μαθαίνεις κουτσομπόλα, πετάχτηκε η μάνα της.
-Πάμε να δούμε τι γλυκό έχει σήμερα φώναξε ο Κώστας και εξαφανίστηκαν από
το δωμάτιο.
-Τι λένε τα παλληκάρια μου; ρώτησε η μικρότερη κόρη, θα πάμε στην τραπεζαρία;
Μου μυρίζει τυρόπιτα.
Ετρωγαν με τα παιδιά δίπλα τους οι φίλοι .
Οι Κυριακές είχαν μια ιεροτελεστία διαφορετική χρόνια τώρα…
Ο Στέλιος πάντα κοντά τους από τότε που στεφάνωσε την ξαδέλφη του με τον
συνέταιρο του και φίλο.
Πάνω από σαράντα χρόνια. Σαν ταινία από τις παλιές που έτρεμαν στην μικρή παλιά
οθόνη ερχόταν η ζήση αλαφιασμένη μη την χάσει. Είχε δίκιο ο Κώστας. Πίσω στην
νεότητα να ανασάνεις εκείνο τον αγέρα.. τούτος ήταν πληκτικός. Φίλοι που χάθηκαν, συγγενείς που πέταξαν στα σκοτάδια τα κρύα. Πόσες απουσίες…
Ο εργασιακός αγώνας να είναι ξεχωριστοί, στα κτίρια που ύψωναν. Αφησαν
σημάδια στην Αθήνα με την σφραγίδα τους.
Ένα συγγένειο που ανακατευόταν με χαρές και πληγές. Και τα κατάφεραν!
Ο Στέλιος γύρισε την ματιά του στον Κώστα.
Μετά απέναντι στον μπουφέ τη φωτογραφία της Χαριτίνης νύφη στο πλευρό του
Κώστα της και στον αγαπημένο ξάδελφο.
Το σπίτι άδειασε, πήρε να σκοτεινιάζει.
Εμειναν οι δύο τους. Βοήθησε τον Κώστα να ξαπλώσει και έμεινε στην καρέκλα
διαβάζοντας και οι δυο τους τις εφημερίδες αν και ο Κώστας δεν συγκεντρωνόταν ποτέ. Από συνήθειο την ήθελε!
Η ματιά του Στέλιου, έπεσε γυρίζοντας την σελίδα, στις καινούριες παντόφλες
της Χαριτίνης.
Δυο μέρες πριν τον είχε παρακαλέσει ο Κώστας.
-Αν πας στην Ερμού, ρε ρεμάλι πάρε μου ένα ζευγάρι παντόφλες σε πέντε μέρες
είναι τα γενέθλια της!
Σηκώθηκε. Από το φως του δρόμου οι σταγόνες της βροχής άσπριζαν.
-Φίλε καλό ξημέρωμα έπιασε να χιονορίχνει. Τα λέμε αύριο.
-Καληνύχτα.
Ο Στέλιος μπήκε στην κουζίνα.
Χαιρέτησε την γυναίκα που μόλις είχε καθαρίσει
από τα μαγειρέματα …
-Καλή νύχτα κα Θοδώρα αύριο με το καλό. Εχεις πάρει όλη την αξιοσύνη
της Χαριτίνης μας! Γι’ αυτό σ’έχει στο μυαλό του σαν τη συχωρεμένη! Ευχαριστώ
που είσαι, τόσο διακριτική.
Η Θοδώρα γέλασε δυνατά.
-Σκέψου κε Στέλιο, να αναρωτηθεί γιατί δεν κοιμόμαστε μαζί! Να είσαι καλά που
του είπες πως στον ύπνο του στριφογυρίζει και με πετά κάτω από το κρεβάτι.
Κάθε πρωί μου ζητά συγνώμη!