Σηκώνονταν νύχτα. Πριν φέξει βρίσκονταν στις πιάτσες. Για μια ακόμα αγωνιώδη αναζήτηση του μεροκάματου.
Οι πιάτσες ήταν τα καφενεία στην Ομόνοια και γύρω από αυτήν. Η κάθε ειδικότητα είχε τή δική της.
Στο καφενείο “Νέον” οι χτίστες, οι μπετατζήδες στην πλατεία Κοτζιά, οι σιδεράδες σύχναζαν στον «Μεγαλέξανδρο», στη γωνία της οδού Πειραιώς, οι σοβατζήδες στο «Αθήναιον» και πάει λέγοντας.
Όλοι περίμεναν τον εργολάβο που θα έρθει να νοικιάσει τη δύναμη, την αντοχή και τη τέχνη τους. Κι όταν έφτανε γίνονταν μπουλούκι γύρω του, να προλάβουν να τους διαλέξει.
Καμιά ώρα το πολύ κράταγε αυτό το παζάρι.
Όταν η μέρα φώτιζε όλα είχαν κριθεί. Κι αυτόματα η εικόνα της πλατείας και των δρόμων άλλαζε. Αυτοί που είχαν επιλεγεί έφευγαν με τα φορτηγά για την οικοδομή. Οι άλλοι, απογοητευμένοι γύριζαν σπίτι ή κάθονταν στα καφενεία για κανένα καφέ. Με την ελπίδα της επόμενης μέρας.
Οι άδειοι από οικοδόμους δρόμοι γέμιζαν από βιαστικούς υπαλλήλους γραφείων.
(Οι φωτογραφίες είναι από ένα φωτορεπορτάζ του Οκτώβρη 1974).