«(…) Γιατί βρέθηκ’ ένας μόνος στρατιώτης κακομοίρης,
άθλιος, καθώς τον είπαν, ίσως και φρουρός του νόμου,
και του φάνηκε πως πρέπει εν ανάγκη και ξιφήρης
να σταθεί να εμποδίσει στην διάβασιν του δρόμου,
γιατί τόλμησε ακόμη, δίχως διόλου να τον ξέρει,
και στον Νίκολσον τον Άγγλον δυο σβερκιαίς να καταφέρει»
άθλιος, καθώς τον είπαν, ίσως και φρουρός του νόμου,
και του φάνηκε πως πρέπει εν ανάγκη και ξιφήρης
να σταθεί να εμποδίσει στην διάβασιν του δρόμου,
γιατί τόλμησε ακόμη, δίχως διόλου να τον ξέρει,
και στον Νίκολσον τον Άγγλον δυο σβερκιαίς να καταφέρει»
(«Λίγοι στίχοι με μανία, στη Μεγάλη Βρεττανία»,
Γιώργος Σουρής, από το «Ρωμηό», φύλλο 51, 12/1/1885)
Γιώργος Σουρής, από το «Ρωμηό», φύλλο 51, 12/1/1885)
Ένα περιστατικό, από τα περίεργα, αν όχι τα τραγελαφικά, της ιστορίας, το οποίο όμως πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και συνετέλεσε μέχρι και στην πτώση της τότε κυβέρνησης του Χαριλάου Τρικούπη, ήταν αυτό που συνέβη την 4η-1-1885 (κατά το παλιό ημερολόγιο) στον Λυκαβηττό. Πρωταγωνιστές του ήταν ο χωροφύλακας Λουκάς Καλπούζος και ο ‘Άγγλος πρεσβευτής στην Ελλάδα, Αρθούρος Νίκολσον. Και η αιτία… Η φύλαξη μιας αναδάσωσης!
Ποια η πρότερη μορφή του Λυκαβηττού;
Ο Λυκαβηττός, προ της γυμνότητός του είχε βλάστηση, όπως μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας. Μάλιστα, σύμφωνα με μια παράδοση που αναφέρει ο Ησύχιος, ονομάστηκε έτσι λόγω των λύκων που διαβιούσαν εκεί ή που φύονταν σε όλη τη λοφοσειρά του Αγχεσμού, τμήμα του οποίου αποτελούσε ο Λυκαβηττός. Μπορούσε δηλαδή, κατά τον Ησύχιο, ο Λυκαβηττός να είχε ζώα-λύκους ή φυτά-λύκους. Ο λύκος, δηλαδή, ήταν το ζώο ή το φυτό (για την ακρίβεια, τα άνθη του φυτού της ίριδας) που υπήρχε εκεί. Άλλη εκδοχή αποδίδει την ονομασία του στο Λυκαυγές, που αντικρίζει πρώτος ο Λυκαβηττός στο λεκανοπέδιο της Αττικής.
Στα υστερότερα χρόνια ο Λυκαβηττός φυτεύτηκε με ελαιόδενδρα κι ήταν ελαιώνας, που κάηκε στη συνέχεια και δε ξαναφυτεύτηκε (ο Στάτιος τον αποκαλεί «Ελαιοφόρον όρος»). Ο Λυκαβηττός έτσι, απέμεινε γυμνός και χρησιμοποιείτο ως βοσκότοπος. O αξιόπιστος Άγγλος περιηγητής Chandler, της Λονδρέζικης φιλολογικής εταιρείας των Dilletanti, ο οποίος περιηγήθηκε την Αττική το έτος 1765, μας πληροφορεί ότι «ο Λυκαβηττός, περίφημος άλλοτε για τις ελιές του, είναι αλλού ολόγυμνος και αλλού γεμάτος ασφάκες». Ο –ομολογουμένως– όχι και τόσο αξιόπιστος Γάλλος λόγιος και περιηγητής Andre Guillet, αναφέρει για τον Λυκαβηττό (που τον αποκαλεί Αγχεσμό), τον οποίο επισκέφτηκε το έτος 1668, ότι ήταν γεμάτος από αρκούδες και αγριογούρουνα!!! Περιγραφές σαν την τελευταία είχαν διάχυτη την υπερβολή κι απείχαν φυσικά από την πραγματικότητα, δικαιολογούνταν όμως από το γεγονός ότι τα ταξιδιωτικά κείμενα κείνης της εποχής (του ΙΖ αιώνα, αλλά και των επόμενων ΙΗ και ΙΘ) γνώριζαν μεγάλη αποδοχή στο ευρωπαϊκό κοινό και είχαν υψηλή αναγνωσιμότητα −επιζητείτο συνεπώς, μιαν κάποια έξαψη της φαντασίας.
Μετά την επανάσταση του ’21 ο αρχιτέκτονας Σταμάτιος Κλεάνθης (ο συντάκτης του πρώτου σχεδίου πόλης της Αθήνας) εμφανίστηκε ως ιδιοκτήτης του Λυκαβηττού και μάλιστα άρχισε να λατομεύει τμήμα του −αυτό που φαίνεται σήμερα φαγωμένο σε μέρος του βουνού. Το έτος 1835 πώλησε έναντι μικρού τιμήματος την έκταση του Λυκαβηττού στο ελληνικό Δημόσιο, για να δημιουργηθεί εκεί άλσος. Σημείωνε ο Κλεάνθης, σε σχέση με τη δημιουργία αλσών στους λόφους και τους ιστορικούς τόπους της πόλης, στο μνημόνιο που υπέβαλλε μαζί με τον Σάουμπερτ (τον έτερο συντάκτη του σχεδίου πόλης της Αθήνας) στην Αντιβασιλεία και που συνόδευε το πρώτο σχέδιο σχέδιο της πόλης των Αθηνών: «Η νότια πλευρά της πόλης θα χρησίμευε –αφού φυτευόταν μετά το τέλος των ανασκαφών με δένδρα και διαμορφωνόταν με αλέες γύρω από το βράχο– σαν περίπατος. Για τον περίπατο γύρω από το κάστρο θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν δένδρα, που ν’ αντέχουν και χωρίς νερό, έτσι ώστε οι ωραίοι βράχοι της Ακρόπολης να προβάλλουν στεφανωμένοι από πράσινο…»
Ο Λυκαβηττός είχε εξαρχής, με τη δημιουργία της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους, στοχευθεί για να πρασινήσει. Άργησε κάπως −έγινε πράσινος μετά από 50 και πλέον χρόνια−, και τούτο το οφείλουμε, όπως παρακάτω θα πούμε, στους πρώτους δασολόγους της χώρας, κι όχι στους αρχιτέκτονες του σχεδίου της πόλης, οι οποίοι, αντίθετοι όντας στην κατάσταση των πραγμάτων και στις επικρατούσες αντιλήψεις, φύτεψαν τους λόφους της πρωτεύουσας. Ήταν όνειρο και του Ερνέστου Τσίλλερ, του γνωστού αρχιτέκτονα της νεοκλασικής Αθήνας, να γίνει ο Λυκαβηττός άλσος −όπως εξάλλου και του Κλεάνθη, όπως προείπαμε, που για το λόγο αυτό τον πώλησε στο ελληνικό κράτος. Όμως τούτοι μίλησαν και σχεδίασαν, αλλά δεν έπραξαν. Μάλιστα, το 1886, ο Τσίλλερ είχε καταθέσει προς τον υπουργό Εσωτερικών, πρόταση αναδάσωσης του Λυκαβηττού με τον τίτλο «Ο Λυκαβηττός ως αερικόν θεραπευτήριον», η οποία δεν υλοποιήθηκε −προφανώς «ξεχάστηκε» σε κάποιο συρτάρι. ΄Εχει ενδιαφέρον το σκεπτικό της πρότασής του, έτσι όπως διατυπωνόταν στο εισαγωγικό υπόμνημά του: «Υποβάλλω ευσεβάστως εις την ημετέραν έγκρισιν σχέδιον καθ’ ο ό Λυκαβηττός δύναται να μεταβληθεί εις άλσος εύσκιον μετά δροσερών περιπάτων και ενδιαιτημάτων ευάερων και τερπνών και καλλιτεχνημάτων παντοίων προς τέρψιν και ανάπαυσιν των κατοίκων της ωραίας πόλεως των Αθηνών και των επισκεπτομένων αυτήν Ελλήνων και ξένων, οίτινες απαλλασσόμενοι του θερινού κονιορτού και της θερμότητος των θερινών ηλιακών ακτίνων να ευρίσκωσι ενταύθα ανάπαυσιν και τέρψιν ευχάριστον εκ της θέας των πέριξ και μακράν αντικειμένων της φύσεως και της τέχνης. Το σχέδιον τούτο, προϊόν ενθουσιασμού μου υπέρ της πόλεως των Αθηναίων, προσφέρω υμίν δωρεάν όπως ενεργήσετε την πραγματοποίησιν αυτού υπέρ του γενικού αγαθού»
Και μια διευκρίνηση, σχετικά με τον χαρακτηρισμό του Λυκαβηττού: ΄Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, σύμφωνα με την εικόνα του που αποκομίζουμε και το συνήθη χαρακτηρισμό του, ο Λυκαβηττός, κατά την ακριβή απόδοση του όρου, είναι βουνό κι όχι λόφος, αφού το ύψος του των 277 μέτρων, τον κατατάσσει στην κατηγορία αυτήν, καθότι λόφος είναι η έξαρση του εδάφους μέχρι 200 μέτρων ύψος. Ας αναφέρομαστε λοιπόν σε αυτόν με τον χαρακτηρισμό του βουνού, παρόλο που άπαντες μιλούν για έναν εκ των λόφων (μάλλον τον «εμβληματικό») του λεκανοπεδίου της Αττικής, για την ακρίβεια του λόγου.
Οι ηρωικοί πρώτοι δασολόγοι και το αστικό πράσινο
Μερικά λόγια να πούμε για κείνες τις πρώτες αναδασώσεις στην πρωτεύουσα, τις πρώτες στην Ελλάδα, οι οποίες μάλιστα ήταν αστικές. Συγκροτημένη δασική υπηρεσία τότε δεν υπήρχε· το έργο της ασκούνταν, σ’ ένα πρόδρομο στάδιο και σε επιτελικό μόνο επίπεδο –μιας και η χωροφυλακή είχε το ρόλο της αστυνόμευσης–, από ένα υποβαθμισμένο Τμήμα Δασών στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Ηρωικοί (κυριολεκτικά) δασολόγοι, όπως οι Παναγής Βαλσαμάκης και Κωνσταντίνος Σάμιος είχαν ξεκινήσει τις αναδασώσεις στην Αθήνα (επεκτείνοντάς τες κατόπιν και σε άλλες περιοχές της χώρας), έχοντας απέναντί τους ένα αδιάφορο έως εχθρικό κράτος και μια δύσπιστη κοινωνία.
Η πρώτη προσπάθεια αποκατάστασης των λόφων των Αθηνών με φυτεύσεις επιχειρήθηκε το έτος 1877, με πρωτοβουλία του τότε τμηματάρχη του Τμήματος Δασών Παναγή Βαλσαμάκη κι αφορούσε στην αναδάσωση του λόφου του Αρδηττού. Η προσπάθεια αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη διότι ο εν λόγω λόφος διεκδικούνταν ως βοσκότοπος (αργότερα πωλήθηκε στον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄, που κατόπιν δώρησε στο ελληνικό δημόσιο). Επιλέχθηκε να φυτευθεί το πεύκο, που θεωρήθηκε ότι προϋπήρχε εκεί (ο Αρδηττός περιγραφόταν από τους ιστορικούς της αρχαίας Ελλάδας ως «καταπράσινος λόφος»). Δημιουργήθηκε, δε, κι ένα μικρό φυτώριο παρά του Ιλισσού, για να χρησιμοποιηθεί το νερό του για την παραγωγή και για το πότισμα των δενδρυλλίων.
Για να πραγματοποιηθεί όμως η παραπάνω προσπάθεια, απαιτήθηκε με διάταξη νόμου (του νόμου ΦΩΖ/22-1-1875) ν’ απαγορευτεί η βοσκή των ποιμνίων στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Η διάταξη αυτή ψηφίστηκε μετά από πρόταση που κατάθεσε στην ελληνική Βουλή ο τοπικός βουλευτής Κολιάτσος, η οποία προκάλεσε μεγάλες διαμαρτυρίες από τους κτηνοτρόφους της Αττικής, αλλά και από τους μεγαλοτσελιγκάδες που παραχείμαζαν στην Αττική, όπως και από τους εκμισθωτές βοσκοτόπων, που ήταν οι μονές, οι κοινότητες και οι μεγαλοτσιφλικάδες της περιοχής.
Ο επόμενος τμηματάρχης του Τμήματος Δασών Κωνσταντίνος Σάμιος κατηγορήθηκε σφόδρα από το πολιτικό και πανεπιστημιακό κατεστημένο της εποχής διότι φύτευε στην πόλη της Αθήνας και δημιουργούσε χώρους πρασίνου σε αυτήν, μην έχοντας τέτοια αρμοδιότητα! Επιπλέον, κατηγορήθηκε ότι σπαταλούσε χρήματα του ελληνικού λαού σε ανώφελες φυτεύσεις! (βλέπε, τα σχετικά δημοσιεύματα της εποχής). Ο δε καθηγητής της Δασολογικής Σχολής Πέτρος Κοντός, τον κατηγόρησε ότι ασκούσε αρμοδιότητες πέραν της δασολογικής επιστήμης, καθώς ο ρόλος αυτής είναι στο δάσος κι όχι στην πόλη. Μάλιστα, ένας έτερος συνάδελφός του και μετέπειτα τμηματάρχης στο Τμήμα Δασών που προΐστατο, ο Νικόλαος Σπηλιόπουλος, δήλωνε στην εφημερίδα “Αθήναι” το 1903:«Η νεωτέρα ελληνική δασολογία, αντιποιείται καθήκοντα, δι΄ α ούτε εκκλήθη, ούτε είναι κατάλληλος, ούτε αρμοδία».
Και κάπως έτσι άρχισε ο πόλεμος εναντίον του Σάμιου και κατά του Τμήματος Δασών, με διεκδικήσεις αποζημιώσεων για τις εκτάσεις που φυτεύονταν, από τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, με συνεχή απαξιωτικά κι απειλητικά δημοσιεύματα στον Τύπο, με αγωγές κατά του ελληνικού δημοσίου και προσωπικά κατά του Σάμιου κ.ά. Δείγμα γραφής του κλίματος του επικρατούσε τότε −ένα κλίμα καταστροφής κι ασυδοσίας−, που αφορούσε στη μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, ήταν η σάτυρα του Νέου Αριστοφάνη, που ανέφερε:
«Κι εκεί που πας στην εξοχή μονάχος σου σαν άσσος / ας, κάψω, λες καθ’ εαυτόν, για γούστο κι ένα δάσος…» Ενώ η ασυδοσία των λατόμων ήταν τέτοια στην Αττική, που έκαμε τον πνευματικό κόσμο να εξεγερθεί, καταθέτοντας, διά του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κοντόπουλου, υπόμνημα προς τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη το 1887 (το 1885, παρόμοιο υπόμνημα είχε αποστείλει και στον πρωθυπουργό Δεληγιάννη) με τίτλο «Περί διασώσεως των κατεστραμμένων ιστορικών, μυθολογικών και καλαισθητικών υψωμάτων των Αθηνών», στο οποίο ανέφερε τα εξής: «…Πού της Ευρώπης τοιούτος περικαλλής λόφος εν μέσω της πόλεως κείμενος καταπίπτει εις συντρίμματα; Πού του κόσμου έδαφος ιστορικόν και καλαισθητικόν, ως το των Αθηνών, μετετράπη εις επαχθή την όψιν λατομεία και ασβεστοποιεία; Πού άνθρωποι διεκδικούντες φήμην πεπολιτισμένων, μεγαλαυχούντες επί ενδόξω ιστορίαν προγόνων, εξεμάνησαν τόσον ώστε να ασεβώσι μεθ’ οίας ημείς λύσσης κατά των μνημείων της ιστορίας και της τέχνης;…»
«Κι εκεί που πας στην εξοχή μονάχος σου σαν άσσος / ας, κάψω, λες καθ’ εαυτόν, για γούστο κι ένα δάσος…» Ενώ η ασυδοσία των λατόμων ήταν τέτοια στην Αττική, που έκαμε τον πνευματικό κόσμο να εξεγερθεί, καταθέτοντας, διά του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κοντόπουλου, υπόμνημα προς τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη το 1887 (το 1885, παρόμοιο υπόμνημα είχε αποστείλει και στον πρωθυπουργό Δεληγιάννη) με τίτλο «Περί διασώσεως των κατεστραμμένων ιστορικών, μυθολογικών και καλαισθητικών υψωμάτων των Αθηνών», στο οποίο ανέφερε τα εξής: «…Πού της Ευρώπης τοιούτος περικαλλής λόφος εν μέσω της πόλεως κείμενος καταπίπτει εις συντρίμματα; Πού του κόσμου έδαφος ιστορικόν και καλαισθητικόν, ως το των Αθηνών, μετετράπη εις επαχθή την όψιν λατομεία και ασβεστοποιεία; Πού άνθρωποι διεκδικούντες φήμην πεπολιτισμένων, μεγαλαυχούντες επί ενδόξω ιστορίαν προγόνων, εξεμάνησαν τόσον ώστε να ασεβώσι μεθ’ οίας ημείς λύσσης κατά των μνημείων της ιστορίας και της τέχνης;…»
Ο Σάμιος, μολαταύτα, δεν κάμφθηκε και κατόρθωσε να “περάσει” διατάξεις νόμων για τις αναδασωτέες εκτάσεις, τους αστικούς χώρους πρασίνου και την προστασία τους από τη δασική υπηρεσία -οι πρώτες που συντάχθηκαν γι’ αυτούς. Και τούτο το κατόρθωσε με τη βοήθεια της Αυλής -παρότι ο ίδιος δεν ήταν βασιλικός (ο Κοντός, αντίθετα, ήταν!)-, την οποία προσέγγισε για να εξυπηρετήσει τον υψηλό σκοπό του, αφού έπεισε την τότε πριγκίπισσα Σοφία για τη σημασία του έργου του, στην οποία διέκρινε φιλοπεριβαλλοντικά αισθήματα.
Για το σημαντικό έργο εκείνων των πρώτων δασολόγων, είχα προτείνει παλαιότερα να τους στηθεί ένα άγαλμα στο κέντρο της Αθήνας, ως φόρο τιμής για τα περίπου 3.500 στρέμματα αστικού πρασίνου της πρωτεύουσας που δημιούργησαν, και που σήμερα απολαμβάνονται από τον κάτοικό της, καθώς και από τον κάθε ‘Έλληνα και ξένο που την επισκέπτεται.
Έκτοτε η δασική νομοθεσία δεν έχει αποστασιοποιηθεί από τους χώρους αστικού πρασίνου που δημιούργησε, τους οποίους περιβάλλει με ιδιαίτερη φροντίδα, φτάνοντας μάλιστα με το νόμο 998/1979 να προσδώσει σε αυτούς (στα πάρκα και τα άλση) σχεδόν απόλυτη προστασία (βλέπε την παρ. 1 άρθρου 49 νόμου 998/1979 -για όσους ξέρουν, κατανοούν τη σημασία αυτής της διάταξης), μεγαλύτερης ακόμη και από αυτής των αναδασωτέων εκτάσεων!..
Ιστορικά, τα πάρκα και τα άλση εντάσσονται στις προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας από το 1900 και εντεύθεν. Με το νόμο ΒΨΜ της 8ης Απριλίου 1900 (ΦΕΚ 93/Α΄), που ήταν ο πρώτος νόμος περί αναδασώσεων, κηρύσσονταν εκτάσεις ως δασωτέες για λόγους αισθητικής και υγιεινής εντός πόλεων και πέριξ αυτών (άρθρο 1), και διευθετούνταν φυτοτεχνικά, αποτελώντας, στις περιπτώσεις που ευρίσκοντο στον αστικό ιστό ή εντάσσονταν σε αυτόν, ανάλογα με τη μορφή που αποκτούσαν από την φυτοτεχνική διευθέτηση, πάρκα ή άλση. Με το νόμο αυτό θεσμοθετήθηκε η αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας επί αναδασώσεων και δημιουργίας αστικών χώρων πρασίνου, που έως τότε αμφισβητούνταν. Ο δασικός αυτός νόμος ήταν πρωτοποριακός, αφενός διότι προσέδωσε περιεχόμενο στην έννοια του κοινόχρηστου αστικού χώρου πρασίνου, που καθιερώθηκε αργότερα με πολεοδομικές διατάξεις, αφετέρου διότι καθιέρωσε την απαλλοτρίωση εκτάσεων για το σκοπό αυτό (άρθρο 6), που και πάλι οι πολεοδομικές διατάξεις αναφέρθηκαν στο μέτρο τούτο πολύ αργότερα. ‘Έκτοτε, οι μορφές αυτές πρασίνου προστατεύονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, και ποτέ οι δασικές υπηρεσίες δεν απείχαν της προστασίας τους, τόσον με το επιστημονικό προσωπικό τους που διαθέτουν (δασολόγους), όσο και με το λοιπό προσωπικό, που ασκεί καθήκοντα δασοπροστασίας (δασοπόνους, δασοφύλακες).
Πρέπει να επισημανθεί ότι, η αποτύπωση στον αστικό ιστό των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου, που, σύμφωνα με το ΣτΕ, είναι τα πάρκα και τα άλση που υπάγονται στη δασική νομοθεσία, αποτελεί πολεοδομικής μορφής διαρρύθμιση, η οποία δεν έχει σχέση με την έννοια αυτού του ιδίου του αστικού πρασίνου, το οποίο, ως φυσικό σύστημα, προστατεύεται από τις ειδικές δασικές διατάξεις. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διαμορφωθείσα νομολογία και το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, η κυριολεκτική έννοια αυτών των χώρων πρασίνου είναι ότι αποτελούν φυσικά συστήματα εντός του αστικού ιστού, που παρέχουν τις άϋλες προσφορές των δασών και των δασικών εκτάσεων, και προκύπτουν είτε με την προσομοίωση φυσικού περιβάλλοντος στον αστικό ιστό (π.χ. συστάδας δάσους), στην περίπτωση του άλσους, είτε με την κηποτεχνική διευθέτηση του χώρου, στην περίπτωση του πάρκου.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ως μορφές πρασίνου και ως φυσικά συστήματα που φέρουν δασική βλάστηση ή παρέχουν τις άϋλες προσφορές των δασικών οικοσυστημάτων, τυγχάνουν της συνταγματικής προστασίας των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος, και προστατεύονται από την ειδική νομοθεσία, που είναι η δασική.
Γιατί φυλάσσονταν οι αναδασώσεις;
Ήταν η εποχή που στην Αθήνα γινόταν οι πρώτες προσπάθειες για ν’ αναδασωθούν οι γυμνοί της λόφοι. Με μεγάλες δυσκολίες και ιδιαίτερη προσπάθεια ομολογουμένως, αφού η δυσπιστία περί του εγχειρήματος ήταν μεγάλη και οι αντιδράσεις πολλές, οι δε θεωρούντες τους εαυτούς τους ως θιγόμενους από τα έργα αυτά, τ’ αντιστρατεύονταν, προχωρώντας μάλιστα και σε ενέργειες δολιοφθοράς. Αναφέρεται το γεγονός ότι, η αναδάσωση που ξεκίνησε στις 19-11-1900 στο λόφο του Φιλοπάππου, διακόπηκε αιφνιδίως, διότι εμφανίστηκαν οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες του, προσκομίζοντας τίτλους από τους Τούρκους! Μεταξύ των διεκδικητών, ήταν και ο Αυστριακός πρόξενος Πρόκες ‘Όστεν, ο οποίος προσκόμισε τίτλο που περιελάμβανε την Πνύκνα και τη γύρωθε αυτής έκταση!
Αναφέρεται επίσης η χαρακτηριστική περίπτωση του αγρίου κτηνοτρόφου Γεραμάνη, ο οποίος θεωρούσε την περιοχή μεταξύ Λυκαβηττού και Τουρκοβουνίων ως λιβάδι του και δεν άφηνε κανέναν να την προσεγγίσει. Όταν επιχειρήθηκε για πρώτη φορά ν’ αναδασωθεί ο Λυκαβηττός το έτος 1878, ο συγκεκριμένος κτηνοτρόφος προέβη σε πράξη εκδίκησης, καταστρέφοντας όλα τα δενδρύλλια που φυτεύτηκαν. ‘Έκτοτε καθιερώθηκε οι αναδασωμένες εκτάσεις να φυλάσσονται, για την αποτροπή παρόμοιων περιστατικών.
‘Έτσι λοιπόν, όταν πραγματοποιήθηκε η δεύτερη προσπάθεια αναδάσωσης του Λυκαβηττού κατά το έτος 1885, στη θέση «Πευκάκια», σε έκταση 18 στρεμμάτων περίπου, ανατέθηκε από την πολιτεία στον χωροφύλακα Λουκά Καλπούζο η φύλαξή της. Ο Καλπούζος φημιζόταν για τον τραχύ και βίαιο χαρακτήρα του, θεωρούνταν όμως καλός στα καθήκοντά του, ασκώντας τα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, πέραν του μέτρου, δείχνοντας έναν υπερβάλλοντα ζήλο. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία, αφού αποτελούσε «τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση», έχοντας ν’ αντιμετωπίσει τύπους σαν τον Γεραμάνη.
Σημειώνει ο Εντμόντ Αμπού για τα «έργα και τις ημέρες» των κτηνοτρόφων της Αττικής, σύμφωνα με την εικόνα που απεκόμισε κατά το χρονικό διάστημα της παραμονής του στην πρωτεύουσα (1852-1853): «Οι χωρικοί δε σέβονται διόλου την εθνική ιδιοκτησία, σα να ανήκε στους Τούρκους. Δε νομίζουν ότι κάνουν ούτε μια κακή πράξη, ούτε κακό υπολογισμό όταν προξενούν στο κράτος μια ζημιά χιλίων δραχμών, που τους αποφέρει μια πεντάρα. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, οι βοσκοί καίνε κανονικά τις λόχμες των δασών για να εξασφαλίσουν ότι τα κοπάδια τους θα βρουν την άνοιξη νέα βλαστάρια, για να βοσκήσουν. Αυτοί οι αφελείς εμπρηστές δεν κρύβονται κάνοντας τέτοια πράγματα. Συναντάς συχνά, στην ύπαιθρο της Αθήνας, μεγάλους μαύρους λεκέδες που καλύπτουν μισή τετραγωνική λεύγα και λες: δεν είναι τίποτα, ένας βοσκός έφτιασε χορτάρι για τ’ αρνιά του». Νωρίτερα, το έτος 1831, ο ‘Άγγλος ευγενής ‘Έντουαρντ Νόελ, έκαμε τις εξής σκέψεις: «Προς το παρόν είναι αδύνατο ν’ αναπτυχθούν φυτά στα βουνά της Αττικής, επειδή οι βοσκοί καίνε συστηματικά τους μικρούς θάμνους, το ξερό θυμάρι και την άλλη βλάστηση, επειδή πιστεύουν ότι αυτό βοηθάει τη βοσκή, καθώς βελτιώνει τη γονιμότητα του εδάφους. Το κατά πόσο αυτό αποδίδει δεν το γνωρίζω, πάντως κάθε μικρό δένδρο που σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί, είναι καταδικασμένο έτσι να καεί». Ο δε Άγγλος περιηγητής John Galt, που επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1807, όταν επέπληξε τους κτηνοτρόφους της Αττικής που έκαιγαν τα δάση της, έλαβε την εξής αποστομωτική απάντηση: «Καίμε τα δάση, για να κάψουμε τους λύκους που τρώνε τα κοπάδια μας!»
Αναφέρονται τρία χαρακτηριστικά περιστατικά, που αφορούν στην καταστροφική δραστηριότητα των κτηνοτρόφων της Αττικής. Το δάσος του Δαφνίου (το οποίο –σημειωτέον– ήταν σύμπυκνο και δύσκολο να περπατηθεί, γι’ αυτό εξάλλου είχαν τα λημέρια τους εκεί οι γνωστοί ληστές Μπίμπισης, Νταβέλης και Κακαράπης), κατέστη κρανίου τόπος εξαιτίας μεγάλης πυρκαγιάς που συνέβη στην περιοχή στις 3 Ιούλη του 1836, η οποία μάλιστα έκαιγε επί δέκα συνεχείς ημέρες. Η έρευνα της χωροφυλακής κατέδειξε ως υπαιτίους του εμπρησμού τους κτηνοτρόφους Χρήστο Κολιαλέξη και Χρήστο Ζάϊκο, οι οποίοι, αφού ομολόγησαν την επαίσχυντη πράξη τους, καταδικάστηκαν μόνο σε 20 ημέρες φυλάκιση! Ομοίως τον Αύγουστο του 1843, η μεγάλη φωτιά που έκαψε το πευκοδάσος του Τατοίου προκλήθηκε από κτηνοτρόφους, οι οποίοι συνελήφθησαν και ομολόγησαν ότι έκαψαν το δάσος για να δημιουργήσουν βοσκοτόπια. Καταδικάστηκαν σ’ ένα μήνα φυλάκιση, πλήρωσαν κι αφέθηκαν ελεύθεροι! Ενώ, πολύ αργότερα, το έτος 1964, συνελήφθη επ’ αυτοφώρω ο κτηνοτρόφος Μαγγίνας να πυρπολεί το δάσος του Μπογιατίου, ενέργεια που φαίνεται να είχε επαναλάβει και κατά το παρελθόν αρκετές φορές (αν κρίνουμε από τη μεγάλη και επί πολλά έτη συχνότητα εμφάνισης πυρκαγιών στο συγκεκριμένο δάσος), για τη δημιουργία λιβαδιών. Επειδή, δε, οι φωτιές στο δάσος Μπογιατίου συνεχιζόταν και μετά τη σύλληψη του ανωτέρω ποιμένα, η δασική υπηρεσία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συγγενείς του δράστη πυρπολούσαν το δάσος, για να καταρριφθεί η κατηγορία ενόψει της επικείμενης δίκης που θα διεξαγόταν για το προαναφερθέν αδίκημα (βλέπε σχετικά: Βαρελίδη Ι., «Αι πυρκαγιαί του δάσους Μπογιατίου», περιοδ. «Δασικά Χρονικά», τευχ. 70-71, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1964)
Πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι καθήκοντα αστυνόμευσης του δασικού χώρου τότε, σύμφωνα με το νόμο ΧΙΓ΄του 1877, είχε αναλάβει η χωροφυλακή. Μάλιστα, ορίσθηκαν 190 χωροφύλακες να φυλάγουν τα δάση της χώρας (ένας εξ αυτών, για το Λυκαβηττό, ήταν ο Καλπούζος), οι οποίοι αμείβονταν με μηνιαία επιχορήγηση 10 δραχμών (άρθρα 1, 10 και 12 του παραπάνω νόμου). Ο Καλπούζος φύλαγε την αναδασωμένη έκταση του Λυκαβηττού, απαγορεύοντας τη διέλευσή της στον οιονδήποτε, ούτως ώστε να δημιουργηθεί το επιδιωχθέν δάσος.
Τι συνέβη στον Λυκαβηττό;
‘Ήταν Γενάρης του 1885 στην Αθήνα -για την ακρίβεια, η 4η αυτού του μήνα, κατά το παλιό ημερολόγιο. Λίγο καιρό πριν, είχε αναδασωθεί η έκταση των 18 στρεμμάτων στη θέση «Πευκάκια» του Λυκαβηττού και η φύλαξή της ανατέθηκε στον χωροφύλακα Λουκά Καλπούζο.
Όπως προείπαμε, δεν ήταν τυχαία η επιλογή του Καλπούζου για το συγκεκριμένο πόστο. ‘Ήταν άνθρωπος τραχύς, σκληρός, ασπούδαστος και χωρίς τρόπους, όμως άφοβος, άτεγκτος, πιστός στο καθήκον που του ανατέθηκε, μπρος στην επιτέλεση του οποίου δεν υπολόγιζε τίποτε και κανέναν. Θρέμμα αγωνιστών ο ίδιος, είχε κληρονομήσει τα στοιχεία τους· κι ως αγωνιστής παρέστεκε του βουνού. Είχε μάτια άγρυπνα, ορθάνοιχτα, γερακίσια! Στον Καλπούζο, άρμοζε η φύλαξη του Λυκαβηττού, αφού είχε ν’ αντιμετωπίσει τους «αγρίους» που τον διεκδικούσαν, ανθρώπους σαν τον κτηνοτρόφο Γεραμάνη, που θεωρούσε λιβάδι του την περιοχή μεταξύ Λυκαβηττού και Τουρκοβουνίων, και κάθε φορά εκδήλωνε τούτη τη διεκδίκησή του με βίαιο τρόπο -αναφέρθηκε το περιστατικό που το έτος 1878 είχε εκριζώσει όλα τα δενδρύλλια που φυτεύτηκαν εκείθε, γιατί του χαλνούσαν το βοσκοτόπι!
Ένα γλυκό πρωινό, λοιπόν, του Γενάρη του 1885 αποφάσισε ν’ ανέβει στο Λυκαβηττό για να περπατήσει ο Άγγλος πρεσβευτής στην Ελλάδα Αρθούρος Νίκολσον με τη σύζυγό του. Στα Πευκάκια βρίσκει τον Καλπούζο να φυλά τη φυτεμένη έκταση, ο οποίος τού φράσσει το δρόμο, απαγορεύοντάς του -ως όφειλε- την είσοδο στο χώρο. Ο πρεσβευτής, παρόλα ταύτα, με την υπεροψία του διπλωμάτη της μεγάλης κοσμοκράτειρας, απαίτησε να διαβεί -υπήρχε βέβαια και κάποιο πρόβλημα στη συνεννόησή τους!.. Δεν ήξερε όμως ποιον είχε ν’ αντιμετωπίσει…
Αλλά, ας αφήσουμε τον σαρκαστικό ποιητή κείνου του καιρού, τον Γιώργο Σουρή, να διηγηθεί με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο το περιστατικό, μέσα από τον έμμετρο διάλογο των δύο ηρώων του, του Φασουλή (Φ) και του Περικλέτου (Π):
Π. -Ποιος είν’ αυτός ο Νίκολσον, βρε Φασουλή, τον ξέρεις;
Φ. -Εις το Θεό σου Περικλή, μη μου τον αναφέρεις.
Ακούς εκεί! πώς γύριζε τάχα με μιαν Αγγλίδα…
Φ. -Εις το Θεό σου Περικλή, μη μου τον αναφέρεις.
Ακούς εκεί! πώς γύριζε τάχα με μιαν Αγγλίδα…
Π. -Και πού την ηύρε, βρε, αυτή την άσπλαχνη;
Φ. -Ουκ οίδα.
Και δήθεν πως επήγαιναν περίπατο κι οι δύο,
και δήθεν ότι έκανε πολύ σπουδαίο κρύο,
και δήθεν πως ευρέθηκαν κι οι δύο στα Πευκάκια,
και ο Καρπούζης, φίλε μου, δίχως θυμό και κάκια
“Τις ει; τους λέει, κύριοι; Βεριγουέλ τού λένε,
(κι έπειτα σκούζουν, Περικλή, οι Έλληνες πως φταίνε)
“Τις ει; τους λέει, κύριοι; Σπικ ίγγλις; του φωνάζουν,
και δίχως λόγο κι αφορμή τον αγριοκοιτάζουν.
“Τις ει; τους λέει, κύριοι, και τέτοια δεν τα νοιώθω”.
“Γκόντεμ αυτός τού απαντά και τούδειξε το γρόθο.
“Κατά τον περί φυτειών και πευκακίων νόμον,
τους απαντά μ’ ευγένειαν, αλλάξετε το δρόμον”.
Αυτοί ολίγον προχωρούν, ο χωροφύλαξ στέκει,
και όπως πέφτει, Περικλή, φρικτό αστροπελέκι,
του δίνει μια, του δίνει δυο, του δίνει τρεις και δέκα…
σκούζει ο Άγγλος δυνατά, σκούζει και η γυναίκα.
Ο Άγγλος λέγει: Νίκολσον και Αγγλική πρεσβεία,
και αντιτάσσει, Περικλή, τη βία εις τη βία.
Αρπάζει το μπαστούνι του αμέσως η Αγγλίδα…
Π. -Μα πού την ηύρε, Φασουλή, την άσπλαχνη;
Φ. -Ουκ οίδα.
Και να μια μπαστουνιά καλή τού φέρνει στο κεφάλι
και ο Καρπούζης γίνεται φωτιά κι ανεμοζάλη·
ανέβηκε στα μάτια του το εθνικόν του αίμα
και λέγει: “Άγγλοι άποικοι, προσβάλλετε το στέμμα,
τους νόμους και το Σύνταγμα κι αυτήν τη βασιλείαν;
Νομίζετε πώς βρίσκεσθε, μωρέ, εις την Αγγλίαν;”
Τότε ο Άγγλος μια γροθιά καλή τού κατεβάζει
κι ως που να πεις Πάτερ ημών τη κεφαλή του σπάζει.
Και όπως λύκος άγριος ορμά κατά προβάτων,
τοιουτοτρόπως, Περικλή, και ο Καρπούζης τρέχει
και μετά γενναιότητος τού Νίκολσον τής βρέχει.
Ε! τώρα τα χρειάστηκε κι η ευγενής Αγγλίδα.
Π. -Μα πού την ηύρε, Φασουλή, την άσπλαχνη;
Φ. -Ουκ οίδα.
Εν τούτοις εις την φοβεράν εκείνην τρικυμίαν
τρέχει και η Νικόλαινα προς την Αστυνομίαν.
“Τι θες, κυρά Νικόλαινα;” τής λέει ο κλητήρας,
κι αυτή τού δείχνει, Περικλή, αιματωμένας χείρας.
Αυτός αμέσως εννοεί πως κάτι θα συμβαίνει
κι εις τα Πευκάκια γρήγορα μαζί της ανεβαίνει.
Και ταύτα τα περί πευκών, Καρπούζη και Αγγλίδος,
αλλ’ ήδη περιπλέκεται η θέσις της πατρίδος.
Ο πρέσβης διακοίνωσιν εις το Λονδίνον στέλλει,
κι εις τον Τρικούπην παρευθύς το πράμα αναγγέλλει·
ο κύριος πρωθυπουργός σαν σαστισμένος στέκει
κι ακόμη περισσότερον το πράμα περιπλέκει.
Οι πρέσβεις των δυνάμεων ευθύς συνεδριάζουν
κι εν σώμα χωροφυλακής εις τη γραμμή το βάζουν·
παίζει ευθύς η μουσική τον ύμνον της Αγγλίας
και φέρει όπλα ο στρατός μετά μελαγχολίας,
ο Μέρλεν το καπέλο του μετ’ ευλαβείας βγάζει
και οι παρευρισκόμενοι κάνουν μεγάλο χάζι.
Οποία λύπη, Περικλή, το στήθος μου πιέζει,
γιατί δεν παίζουν, αδελφέ, καθόλου οι Εγγλέζοι.
Π. -Αλλά πώς εξηγείς εσύ τα κατά την Αγγλίδα,
Φ. -Ιδέ την πρώτην του “Ρωμηού” πολιτικήν σελίδα.
Εγώ νίπτω τας χείρας μου ως Πόντιος Πιλάτος,
και κλαίω τον Καρπούζη μας κι ολόκληρον το Κράτος.
(…)
Π. -Και πώς τα βλέπεις, Φασουλή, τα πράγματα του Κράτους;
Φ. -Τι να σου ‘πω, βρε Περικλή, δεν έχομ’ αποπάτους·
κι είνε η έλλειψις αυτή σπουδαία και μεγάλη,
γιατί, καθώς σου έλεγα οι άνω Αγγλογάλλοι,
αν στην Αθήνα είχαμε πέντ’ έξη αναγκαία,
ποτέ δεν θα κατέβαινε στον νουν των η ιδέα
να τρέχουν στον Λυκαβηττό δήθεν για περιπάτους,
ενώ κυρίως έψαχναν να εύρουν αποπάτους,
κι εκεί τον χωροφύλακα συνήντησαν τυχαίως,
της έδωκαν, της έφαγαν κι απέδρασαν ταχέως.
Ούτω σ’ αυτήν την έλλειψιν, νομίζω, των Ελλήνων
οφείλομεν ταπείνωσιν αισχράν απ’ το Λονδίνον.
Τοιουτοτρόπως, Περικλή, χάριν μικρών πραγμάτων
πίπτουν τα έθνη μπρούμητα εντός των αποπάτων.
Φ. -Ουκ οίδα.
Και δήθεν πως επήγαιναν περίπατο κι οι δύο,
και δήθεν ότι έκανε πολύ σπουδαίο κρύο,
και δήθεν πως ευρέθηκαν κι οι δύο στα Πευκάκια,
και ο Καρπούζης, φίλε μου, δίχως θυμό και κάκια
“Τις ει; τους λέει, κύριοι; Βεριγουέλ τού λένε,
(κι έπειτα σκούζουν, Περικλή, οι Έλληνες πως φταίνε)
“Τις ει; τους λέει, κύριοι; Σπικ ίγγλις; του φωνάζουν,
και δίχως λόγο κι αφορμή τον αγριοκοιτάζουν.
“Τις ει; τους λέει, κύριοι, και τέτοια δεν τα νοιώθω”.
“Γκόντεμ αυτός τού απαντά και τούδειξε το γρόθο.
“Κατά τον περί φυτειών και πευκακίων νόμον,
τους απαντά μ’ ευγένειαν, αλλάξετε το δρόμον”.
Αυτοί ολίγον προχωρούν, ο χωροφύλαξ στέκει,
και όπως πέφτει, Περικλή, φρικτό αστροπελέκι,
του δίνει μια, του δίνει δυο, του δίνει τρεις και δέκα…
σκούζει ο Άγγλος δυνατά, σκούζει και η γυναίκα.
Ο Άγγλος λέγει: Νίκολσον και Αγγλική πρεσβεία,
και αντιτάσσει, Περικλή, τη βία εις τη βία.
Αρπάζει το μπαστούνι του αμέσως η Αγγλίδα…
Π. -Μα πού την ηύρε, Φασουλή, την άσπλαχνη;
Φ. -Ουκ οίδα.
Και να μια μπαστουνιά καλή τού φέρνει στο κεφάλι
και ο Καρπούζης γίνεται φωτιά κι ανεμοζάλη·
ανέβηκε στα μάτια του το εθνικόν του αίμα
και λέγει: “Άγγλοι άποικοι, προσβάλλετε το στέμμα,
τους νόμους και το Σύνταγμα κι αυτήν τη βασιλείαν;
Νομίζετε πώς βρίσκεσθε, μωρέ, εις την Αγγλίαν;”
Τότε ο Άγγλος μια γροθιά καλή τού κατεβάζει
κι ως που να πεις Πάτερ ημών τη κεφαλή του σπάζει.
Και όπως λύκος άγριος ορμά κατά προβάτων,
τοιουτοτρόπως, Περικλή, και ο Καρπούζης τρέχει
και μετά γενναιότητος τού Νίκολσον τής βρέχει.
Ε! τώρα τα χρειάστηκε κι η ευγενής Αγγλίδα.
Π. -Μα πού την ηύρε, Φασουλή, την άσπλαχνη;
Φ. -Ουκ οίδα.
Εν τούτοις εις την φοβεράν εκείνην τρικυμίαν
τρέχει και η Νικόλαινα προς την Αστυνομίαν.
“Τι θες, κυρά Νικόλαινα;” τής λέει ο κλητήρας,
κι αυτή τού δείχνει, Περικλή, αιματωμένας χείρας.
Αυτός αμέσως εννοεί πως κάτι θα συμβαίνει
κι εις τα Πευκάκια γρήγορα μαζί της ανεβαίνει.
Και ταύτα τα περί πευκών, Καρπούζη και Αγγλίδος,
αλλ’ ήδη περιπλέκεται η θέσις της πατρίδος.
Ο πρέσβης διακοίνωσιν εις το Λονδίνον στέλλει,
κι εις τον Τρικούπην παρευθύς το πράμα αναγγέλλει·
ο κύριος πρωθυπουργός σαν σαστισμένος στέκει
κι ακόμη περισσότερον το πράμα περιπλέκει.
Οι πρέσβεις των δυνάμεων ευθύς συνεδριάζουν
κι εν σώμα χωροφυλακής εις τη γραμμή το βάζουν·
παίζει ευθύς η μουσική τον ύμνον της Αγγλίας
και φέρει όπλα ο στρατός μετά μελαγχολίας,
ο Μέρλεν το καπέλο του μετ’ ευλαβείας βγάζει
και οι παρευρισκόμενοι κάνουν μεγάλο χάζι.
Οποία λύπη, Περικλή, το στήθος μου πιέζει,
γιατί δεν παίζουν, αδελφέ, καθόλου οι Εγγλέζοι.
Π. -Αλλά πώς εξηγείς εσύ τα κατά την Αγγλίδα,
Φ. -Ιδέ την πρώτην του “Ρωμηού” πολιτικήν σελίδα.
Εγώ νίπτω τας χείρας μου ως Πόντιος Πιλάτος,
και κλαίω τον Καρπούζη μας κι ολόκληρον το Κράτος.
(…)
Π. -Και πώς τα βλέπεις, Φασουλή, τα πράγματα του Κράτους;
Φ. -Τι να σου ‘πω, βρε Περικλή, δεν έχομ’ αποπάτους·
κι είνε η έλλειψις αυτή σπουδαία και μεγάλη,
γιατί, καθώς σου έλεγα οι άνω Αγγλογάλλοι,
αν στην Αθήνα είχαμε πέντ’ έξη αναγκαία,
ποτέ δεν θα κατέβαινε στον νουν των η ιδέα
να τρέχουν στον Λυκαβηττό δήθεν για περιπάτους,
ενώ κυρίως έψαχναν να εύρουν αποπάτους,
κι εκεί τον χωροφύλακα συνήντησαν τυχαίως,
της έδωκαν, της έφαγαν κι απέδρασαν ταχέως.
Ούτω σ’ αυτήν την έλλειψιν, νομίζω, των Ελλήνων
οφείλομεν ταπείνωσιν αισχράν απ’ το Λονδίνον.
Τοιουτοτρόπως, Περικλή, χάριν μικρών πραγμάτων
πίπτουν τα έθνη μπρούμητα εντός των αποπάτων.
(«Φασουλής και Περικλέτος, ο καθένας νέτος σκέτος», Γιώργος Σουρής, από το «Ρωμηό», φύλλο 51, 12/1/1885)
Αυτή, που με έμμετρο τρόπο αποδόθηκε, ήταν η εκδοχή του περιστατικού από την πλευρά του ‘Έλληνα (και δεν έχουμε καμιά αμφιβολία για την ορθότητα των αναφερομένων). Ας δούμε όμως το επεισόδιο και από την πλευρά του Άγγλου πρεσβευτή, όπως καταγράφηκε στην επίσημη έκθεση που συνέταξε κι απέστειλε αυτός στην κυβέρνησή του, καθώς και στην ελληνική κυβέρνηση (πηγή: Γ.Α.Κ.): «…Είχομεν ήδη διανύση περί τα 15 βήματα εις την ατραπόν αυτήν, ότε ο χωροφύλαξ με επλησίασε και έδραξέ με τον βραχίονα. Εγώ τον απώθησα και εκείνος μοι έφερε βίαιον κτύπημα επί του ώμου δια λεπτής ράβδου, προκαλέσας ημάς αποτόμως να κατέλθομεν. Δεν ηδυνάμην να εννοήσω διατί εμπόδιζεν ημάς ν’ ακολουθήσωμεν ένα των συνηθεστέρων περιπάτων των Αθηνών, αλλά βλέπων τούτον ηρεθισμένον, υποπτεύων δε ότι ένεκα αιτίας τινός η άνοδος εις τον λόφον ήτο απηγορευμένη, προσεκάλεσα τη σύζυγό μου να επιστρέψει οίκαδε, ν’ αποστείλει δε τον υπηρέτην μετά τινός αστυνομικού κλητήρος. Αμφότεροι εστράφημεν όπως κατέλθομεν, μετ’ ολίγον όμως ο χωροφύλαξ, όστις έτρεχε όπισθεν ημών, μ’ εκτύπησε κατά τον αυχένα με την ράβδον του, επειδή ήτο οπλισμένο με ρεβόλβερ και ξίφος, εγώ δε συνόδευα κυρίαν, δεν ήγγισα αυτόν, επανειλημμένως δε τω είπα, δια των ολίγων ελληνικών λέξεων ως εγνώριζον, ότι ήμουν ο πρεσβευτής της Αγγλίας… Ο εν λόγω κύριος υπέδειξεν εις τον χωροφύλακα την ιδιότητά μου, εκείνος όμως διέταξεν και αυτούς να απέλθωσιν και ηκολούθησαν τη διαταγή του. Εγώ παρέμεινα κι έδωκα εις τον χωροφύλακα να εννοήση ότι εσκόπευα να παραμείνω επί τόπου μέχρις ου ο υπηρέτης και ο αστυνομικός κλητήρ, τους οποίους μετέβη να καλέσει η σύζυγός μου, ήθελον φθάσει. Τότε και πάλιν επετέθη εναντίον μου δια της ράβδου του και με λίθους. Βλέπων ότι ήτο ανωφελές να αντιστώ εναντίον ανθρώπου τόσον οργισμένου και οπλισμένου, εγκατέλειψα τον λόφον… Προσθέτω ότι ο χωροφύλαξ ήτο νηφάλιος».
Τι επακολούθησε…
Είναι φανερό από τα λεγόμενα του πρεσβευτή ότι η επιμονή του να διέλθει της αναδάσωσης –ή το πείσμα του, αν θέλετε–, είχε ως αποτέλεσμα ν’ αγνοήσει την εντολή του οργάνου της έννομης τάξης –προφανώς λόγω της «υψηλής» ιδιότητάς του! –, κι οδήγησε τον υπερόπτη αυτόν διπλωμάτη στον εξευτελισμό του από τον ‘Έλληνα χωροφύλακα. Τούτο, δεν το άντεχε ο εγωισμός του, και που σαφώς έθιγε το κύρος της μεγάλης αυτοκρατορίας, της Αγγλίας! Όχι, φυσικά, ότι δικαιολογείται η στάση του Καλπούζου, …όμως, σε τελική ανάλυση, αυτός ήτανε, ένας σκληροτράχηλος υπάλληλος, και για το λόγο αυτό τον τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη θέση. Η αποστολή του ήταν ν’ αποτρέπει, χωρίς να διακρίνει και ν’ αποκλίνει, και τούτο, με τη σκληρότητα που απαιτούσε ο ρόλος του (για το λόγο που προαναφέρθηκε), έκαμε και στην περίπτωσή μας -σημεία και ήθη των καιρών θα μου πείτε, που όμως εξυπηρετούσαν μια συγκεκριμένη κατάσταση: να μπει τάξη στο, άναρχο ακόμα, κράτος και να τιμωρούνται οι ασύνετοι, οι μη φρόνιμοι, οι ανυπάκουοι (μήπως, ίδια δεν έπραξε μερικά χρόνια αργότερα, το 1893, και ο περιβόητος αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, βάζοντας τέλος στην αναρχία της πόλης, όταν τα κουτσαβάκια με τις ληστείες και την παρανομία των κακόφημων περιοχών της, την έπλητταν;)
Ο μανιασμένος κι εξευτελισμένος πρεσβευτής λοιπόν, ο οποίος είχε στενούς δεσμούς φιλίας με την αγγλική βασιλική οικογένεια, δεν ησύχασε και, πέρα από την έγγραφη έκφραση συγγνώμης που απαίτησε και πήρε από τον πρωθυπουργό Τρικούπη και τον βασιλιά, επιδίωξε και την παραδειγματική τιμωρία του Καλπούζου, η οποία του επιβλήθηκε αμέσως (δυο μήνες φυλακή στις στρατιωτικές φυλακές της Ακροναυπλίας -χωρίς δίκη!..- κι αποπομπή του από το σώμα της χωροφυλακής). Απαίτησε όμως και «κάτι παραπάνω» –επίσης εξωφρενικό– ο πρεσβευτής, για την αποκατάσταση της τιμής του και της τιμής της πατρίδας του: ζήτησε «αποζημίωση σημαίας». Που σήμαινε ότι, θ’ αποδίδετο από το σώμα που όργανό του τον πρόσβαλλε, τη χωροφυλακή, τιμή στη σημαία που εκπροσωπούσε ο προσβληθείς (την αγγλική), με παράλληλη υποστολή της ελληνικής (της χώρας δηλαδή, που κρατικό όργανό της τον πρόσβαλε)!
Τούτο κι έγινε. Την 7η-1-1885 (επόμενη των Φώτων) απόσπασμα 70 χωροφυλάκων παρατάχθηκε με την επίσημη στολή του σώματος στην πλατεία Συντάγματος, κι ενώπιον του διοικητού της μοίρας Στεφάνου και του προξένου της Αγγλίας Μέρλιν, διαβάστηκε το διάταγμα αποπομπής του Καλπούζου και τιμήθηκε διά των όπλων η αγγλική σημαία, υπό τους ύμνους του αγγλικού εθνικού ύμνου, ενώ υπεστάλη η ελληνική…
Κατέληγε το διάταγμα με τα εξής «φρονηματικά» λόγια, προσπαθώντας έτσι, ατέχνως κι ασθμένως ομολογουμένως, να δικαιολογήσει τη στάση της κυβέρνησης και να δώσει αξιακό νόημα στις ενέργειές της (!): «Η ελληνική κυβέρνησις, βαθέως λυπουμένη επί τη παρανόμω και αγροίκω διαγωγή του χωροφύλακος Καλπούζου, και βαρέως καταδικάζουσα αυτήν, που προκάλεσε την έκδοσιν της διαταγής ταύτης, ίνα πάντες οι χωροφύλακες παραδειγματισυώσιν ότι δέον να προσφέρονται αβροφρόνως και ανεκτικώς προς τους φιλησύχους και φιλονόμως διάγοντας».
Η κυβέρνηση πέφτει…
Οι πολιτικές εξελίξεις, μετά το επεισόδιο του Λυκαβηττού, υπήρξαν ραγδαίες. Η αντιπολίτευση, υπό του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, κατηγόρησε την κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη για δουλοπρεπή και ταπεινωτική συμπεριφορά, καθώς κι ότι έσυρε έναν Έλληνα πολίτη, τον δυστυχή Καλπούζο, άκριτο στις φυλακές, για να ικανοποιηθεί ο Άγγλος πρεσβευτής και η αγγλική αυτοκρατορία. Η Βουλή ασχολήθηκε αποκλειστικά με αυτό το ζήτημα για πέντε ολόκληρες συνεδριάσεις. Ο Τύπος, σχεδόν σύσσωμος, κατηγόρησε τον Τρικούπη για δουλοπρέπεια και ενδοτισμό. Στην πρόταση μομφής που κατατέθηκε την 5η-2-1885, η κυβέρνηση Τρικούπη καταψηφίστηκε με 108 υπέρ και 104 κατά, ενώ υπήρξαν και 4 αποχές. Στις εκλογές που προκηρύχθηκαν την 7η-4-1885, ο Δηλιγιάννης διήγαγε θριαμβευτική νίκη παίρνοντας 170 έδρες, με διασωθέντες (επανεκλεγέντες) μόλις 40 βουλευτές του Τρικουπικού κόμματος.
Βεβαίως, δε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο λόγος πτώσης της κυβέρνησης Τρικούπη ήταν αυτό καθεαυτό το επεισόδιο στο Λυκαβηττό, αφού η οικονομική πολιτική της είχε εξουθενώσει τον ελληνικό λαό («κάτω οι φόροι», ήταν το σύνθημα που επικρατούσε τότε), και ήταν ζήτημα χρόνου η πτώση της, λόγω της γενικευμένης δυσαρέσκειας (οργής θα λέγαμε) για την πολιτική αυτή. Όμως θα πρέπει να σταθούμε στη σημασία του περιστατικού τούτου κι ειδικότερα στο γεγονός ότι κίνησε το συναίσθημα του λαού και δρομολόγησε εξελίξεις, φέρνοντας ανατροπές· διότι, είναι βαρύ πράμα ν’ αγνοείται ο τόπος σου και ν’ απαιτείται η (εκδηλωθείσα διαφόρως) καταπάτησή του, η δε αντίσταση σε τούτο να επιφέρει την τιμωρία των φυλάκων του και το διασυρμό των συμβόλων του, λαμβάνοντας μάλιστα ο «καταπατητής» την ικανοποίηση που απαίτησε διά της ισχύος του!
Διαχρονικά συμβαίνον το γεγονός, με τη διαπόμπευση, τον κατακερματισμό και την υποβάθμιση της ελληνικής γης από τους λογής καταπατητές της, γίνεται αυτό πράξη κοινή, μη ξενίζουσα, ενώ η οργή του λαού για το ρόχθο της γης και την απώλειά της, μεταβάλλεται διαδοχικά σε πόνο, σε λύπη και τέλος σε ανοχή για το προβαλλόμενο ως «αναγκαίο κακό» έγκλημα που συντελείται. Αντιμετωπιζόμενο αυτό ως άγος κοινό, αποτελεί την τρόφο για το μιθριδατισμό του Έλληνα, ο οποίος, εθισμένος στο δηλητήριό του, παύει να νοιώθει και να φυλάγει πύλες (όπως ο Καλπούζος στον ρόλο του ως φύλακα της γης), παρά νωθρεί και φθίνει στον ανώφελο βίο του!.. Και -για να παραφράσσουμε το μύχιο τελευταίο στίχο του Σουρή, στο ποίημά του που προαναφέρθηκε- (ο Έλληνας) «χάριν (εντέλει) μικρών πραγμάτων / πίπτει μπρούμητα, εντός των αποπάτων», διαλύοντας τον εαυτό του, τη γη του, τη πατρίδα του, με την ατάραχη κι ένοχη ζωή του, την όλο ύλη και σκληρή τεχνοκρατία!..