Από το 1944 η αποικιακή κυβέρνηση άρχισε να μελετά το ενδεχόμενο παροχής ρεύματος σε ολόκληρη την Κύπρο με τη δημιουργία ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών. Έτσι και στη Λάρνακα κατέφθασαν από το εξωτερικό κάποιοι τεχνικοί για το στήσιμο των σταθμών και των ηλεκτρικών γραμμών. Ανάμεσά τους και ένας Ελλαδίτης που εργαζόταν στον υπό κατασκευή σταθμό στη πλατεία Καλογραιών.
Μια μέρα κτύπησε την πόρτα του μοναστηριού για να κάνει τις κατάλληλες εργασίες για την ηλεκτροδότηση της Μονής του Αγίου Ιωσήφ. Μια νεαρή μοναχή τον οδήγησε στο γραφείο της ηγουμένης (Mère supérieure) μιας γυναίκας γύρω στα 40 που η απαράμιλλη ομορφιά δεν κρυβόταν απ’ τα ράσα.
Μόλις την είδε τα ’χασε. Αφού μίλησαν για λίγο, δεν άντεξε, οπλίστηκε με το ανάλογο θάρρος και της είπε:
«Δεν είναι κρίμα τέτοια ομορφιά να την κρύβεις κάτω απ’ τα ράσα»; Θυμωμένη για την απρόσμενη ερωτική εξομολόγηση του ζήτησε να φύγει αμέσως:
«Je te prie de sorter d’ici» (σε παρακαλώ φύγε από εδώ).
Υπακούοντας τη χαιρέτησε και έφυγε. Ήταν όμως πλέον αργά. Την είχε ερωτευτεί.
Όταν σε λίγες μέρες ξαναπήγε στο μοναστήρι για να πληρωθεί, της ζήτησε να τα παρατήσει όλα και να έρθει μαζί του. Η αντίδρασή της ήταν και πάλι αρνητική, αλλά αυτή τη φορά ακουγόταν σαν ικεσία.
«Je t’en supplie vas t en» (σε ικετεύω φύγε).
Τότε ο Ελλαδίτης τεχνικός έπαιξε το τελευταίο του χαρτί λέγοντάς της:
«Μένω στο ξενοδοχείο Grand Hotel. Έλα το βράδυ στις 9. Θα σε περιμένω.
Αύριο φεύγω για Αίγυπτο. Σε θέλω να φύγουμε μαζί. Η ηγουμένη δεν είπε τίποτε. Έφυγε κλείνοντας ελαφρά πίσω του την πόρτα.
Το βράδυ στις 9 η ηγουμένη κτυπούσε την πόρτα του δωματίου του. Ήταν ντυμένη κοσμικά και κρατούσε μια μικρή βαλίτσα στο χέρι. Με τα λιτά της μαλλιά να πέφτουν στους ώμους της ήταν ακόμα πιο όμορφη.
Το ίδιο βράδυ πήραν ταξί και έφυγαν για τη Λεμεσό. Το επόμενο πρωί μπάρκαραν για την Αίγυπτο.
Έζησαν μαζί χωρίς να παντρευτούν. Στο Σουδάν όπου πήγαν, αφού ο Ελλαδίτης σύντροφός της προσλήφθηκε ως διευθυντής της Κρατικής Ηλεκτρικής Εταιρείας ,
η Γαλλίδα πρώην ηγουμένη γνώρισε και παντρεύτηκε έναν Γάλλο υπάλληλο της Ηλεκτρικής. Μαζί του έζησε στο Σουδάν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της,
ενώ ο Ελλαδίτης που της είχε κλέψει κάποτε την καρδιά και την έκανε να αφήσει τόσο αναπάντεχα την μοναχική ζωή, επέστρεψε στην Αθήνα έμεινε ελεύθερος και πέθανε με την ανάμνηση της γλυκείας Mère supérieure.