του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Νοτιοανατολικά των Αθηνών, πίσω ακριβώς από το Α’ Νεκροταφείο, με πρωτοβουλία μιας χούφτας ανθρώπων γεννιόταν στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα η συνοικία της Γούβας, ο σημερινός Άγιος Αρτέμιος. Ελλείψει φαντασίας, εκείνοι που διαίρεσαν την Αθήνα σε γειτονιές άφησαν και στη Γούβα τα αποτυπώματά τους, αφού όταν χώρισαν τη γειτονιά απέδωσαν στα δύο τμήματά της τις ονομασίες «Γούβα Ι» και «Γούβα ΙΙ»! Εν πάση περιπτώσει, ο Κώστας Μπίρης δικαιολογημένα ταύτιζε την ονομασία Γούβα με εκείνην της Γούρνας, την οποία χρησιμοποιούσαν και στα επίσημα συμβόλαια από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Υπέθετε δε πως ίσως στην περιοχή να υπήρχε κάποια αρχαία λάρνακα (γούρνα) και με τα χρόνια η λέξη να πήρε τον λαϊκό τύπο Γούβα. Στο γεγονός αυτό βοηθούσε βεβαίως και η μορφολογία του εδάφους, παρά το γεγονός ότι η περιοχή δεν στερείτο και υψωμάτων. Ο Γ. Βλαστός έγραψε πως η ονομασία Γούβα οφειλόταν σε πρόχειρη δεξαμενή που σχηματιζόταν στο χαμηλότερο σημείο του εδάφους, όπου κατέληγαν τα υπόγεια ύδατα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, τα νερά αυτά εξαφανίστηκαν μετά το άνοιγμα πολλών πηγαδιών.
Όταν η Αθήνα ήταν ακόμη μικρή πόλη, με λίγους χιλιάδες κατοίκους, η Γούβα ήταν λημέρι ληστών και καταφύγιο κακοποιών. Σιγά-σιγά κι όσο η πόλη αυξανόταν, ελάχιστοι ξωτάρηδες επέλεξαν την περιοχή για τη διαμονή τους. Εκτός σχεδίου πόλεως η περιοχή, τεμαχιζόταν σε μικρά κομμάτια, τα οποία και αποκτούσαν βιοπαλαιστές που πάσχιζαν να στεγάζουν τη φαμελιά τους. Έτσι, η ελληνική πρωτεύουσα αποκτούσε μία ακόμη «φεγγαρόκτιστη» γειτονιά, δηλαδή μια γειτονιά της οποίας τα σπίτια ανεγείρονταν παράνομα τις νύχτες που είχε φεγγάρι για να βλέπουν τα μαστόρια. Ακόμη και μέχρι τα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα ήταν έκταση γεμάτη από αλώνια και χωράφια, με λίγες μάνδρες και σποραδικά σπίτια, τα οποία περισσότερο έμοιαζαν με καλύβες. Ο οικοδομικός οργασμός στη Γούβα και η αλματώδης και εντυπωσιακή ανάπτυξή της άρχισαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στο αποκορύφωμα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Εκτός από τους πρόσφυγες που κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, έφθαναν και πολλοί εργάτες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος. Στη Γούβα εγκαταστάθηκαν βιοπαλαιστές από τις Σποράδες, τα Επτάνησα και την Πελοπόννησο. Κτίστες, μαραγκοί, καρεκλάδες, φρεατωρύχοι, ράπτες και τσαγκάρηδες. Δημιουργούσαν ένα μωσαϊκό που αντιπροσώπευε σχεδόν όλες τις ελληνικές επαρχίες, ενώ οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε σαράντα ιδιόκτητα σπιτάκια. Πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γούβα ήταν ήδη μια ακμάζουσα συνοικία, αλλά με τα πλέον παράδοξα οικοδομικά συγκροτήματα που μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Είχαν ήδη ανεγερθεί περίπου 1.000 οικίες με συνολικό πληθυσμό 6.000-7.000 κατοίκους, ζωή, κίνηση και πάσης φύσεως επαγγελματικές χρήσεις. Εν τω μεταξύ συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο πόλης τον Απρίλιο 1934.
Τρεις ήταν οι κύριες χρήσεις που χαρακτήριζαν την περιοχή. Τα εργοστάσια «Κρόνος» (Κυτιοποιείον Λαμπρινάκου), «Καλυκοποιείον– Πυριτιδοποιείον» (Μαλτσινιώτη) και «Ορειχαλκουργείον» του Π. Φίλωνος. Στις επιχειρήσεις αυτές έβρισκαν εργασία και βιοπορισμό πολλοί εργάτες της συνοικίας. Ήδη, από το 1923, κατασκευάστηκε σε διακεκριμένο σημείο της περιοχής ο ξύλινος Ναός του Αγίου Αρτεμίου. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1928 θεμελιώθηκε ο νέος ναός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Η συνέχιση της τοιχοποιίας του άρχισε το 1947 και τελείωσε το 1950, ενώ η αγιογράφηση του ναού έγινε από τον Δημήτριο Κεντάκα. Στις πλατείες και τα άλλα τοπόσημα της Γούβας θα αναφερθούμε σε άλλο σημείωμά μας.
Όταν η Αθήνα ήταν ακόμη μικρή πόλη, με λίγους χιλιάδες κατοίκους, η Γούβα ήταν λημέρι ληστών και καταφύγιο κακοποιών. Σιγά-σιγά κι όσο η πόλη αυξανόταν, ελάχιστοι ξωτάρηδες επέλεξαν την περιοχή για τη διαμονή τους. Εκτός σχεδίου πόλεως η περιοχή, τεμαχιζόταν σε μικρά κομμάτια, τα οποία και αποκτούσαν βιοπαλαιστές που πάσχιζαν να στεγάζουν τη φαμελιά τους. Έτσι, η ελληνική πρωτεύουσα αποκτούσε μία ακόμη «φεγγαρόκτιστη» γειτονιά, δηλαδή μια γειτονιά της οποίας τα σπίτια ανεγείρονταν παράνομα τις νύχτες που είχε φεγγάρι για να βλέπουν τα μαστόρια. Ακόμη και μέχρι τα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα ήταν έκταση γεμάτη από αλώνια και χωράφια, με λίγες μάνδρες και σποραδικά σπίτια, τα οποία περισσότερο έμοιαζαν με καλύβες. Ο οικοδομικός οργασμός στη Γούβα και η αλματώδης και εντυπωσιακή ανάπτυξή της άρχισαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στο αποκορύφωμα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Εκτός από τους πρόσφυγες που κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, έφθαναν και πολλοί εργάτες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος. Στη Γούβα εγκαταστάθηκαν βιοπαλαιστές από τις Σποράδες, τα Επτάνησα και την Πελοπόννησο. Κτίστες, μαραγκοί, καρεκλάδες, φρεατωρύχοι, ράπτες και τσαγκάρηδες. Δημιουργούσαν ένα μωσαϊκό που αντιπροσώπευε σχεδόν όλες τις ελληνικές επαρχίες, ενώ οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε σαράντα ιδιόκτητα σπιτάκια. Πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γούβα ήταν ήδη μια ακμάζουσα συνοικία, αλλά με τα πλέον παράδοξα οικοδομικά συγκροτήματα που μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Είχαν ήδη ανεγερθεί περίπου 1.000 οικίες με συνολικό πληθυσμό 6.000-7.000 κατοίκους, ζωή, κίνηση και πάσης φύσεως επαγγελματικές χρήσεις. Εν τω μεταξύ συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο πόλης τον Απρίλιο 1934.
Τρεις ήταν οι κύριες χρήσεις που χαρακτήριζαν την περιοχή. Τα εργοστάσια «Κρόνος» (Κυτιοποιείον Λαμπρινάκου), «Καλυκοποιείον– Πυριτιδοποιείον» (Μαλτσινιώτη) και «Ορειχαλκουργείον» του Π. Φίλωνος. Στις επιχειρήσεις αυτές έβρισκαν εργασία και βιοπορισμό πολλοί εργάτες της συνοικίας. Ήδη, από το 1923, κατασκευάστηκε σε διακεκριμένο σημείο της περιοχής ο ξύλινος Ναός του Αγίου Αρτεμίου. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1928 θεμελιώθηκε ο νέος ναός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Η συνέχιση της τοιχοποιίας του άρχισε το 1947 και τελείωσε το 1950, ενώ η αγιογράφηση του ναού έγινε από τον Δημήτριο Κεντάκα. Στις πλατείες και τα άλλα τοπόσημα της Γούβας θα αναφερθούμε σε άλλο σημείωμά μας.