«Ενώ σ’ άλλα μέρη ο κόσμος κρυώνει ακόμη, κι’ ίσως μάλιστα και ξεπαγιάζει, εδώ έχουμε ζέστες αφόρητες. Η Αθήνα μας κυριολεκτικά πυρπολείται και το μεσημέρι αν αποφασίση κανείς να κάνη καμμιά πεντακοσαριά βήματα πάνω στην φλεγόμενη άσφαλτο, θα αναγκασθή να χοροπηδά σαν την Ζοζεφίνα Μπαϊκερ. Πιστέψτε με πως τη στιγμή αυτή, ενώ απέχουμε πολύ από του να σημάνη το προ πολλού σταματημένο ρολόϊ της Μητροπόλεως την μεσημβρίαν και παρ’ όλο το τεχνικό δρόσισμα που μου προσφέρει το βαντιλατέρ του γραφείου μου, έχουν θολώσει τα μάτια μου από την ζέστη.
Μα αν η Αθήνα μας με τα περίσσεια κάλη είναι σωστό κοχλιασμένο καζάνι όλη την ημέρα, το βραδάκι, μόλις σουρουπώση, βιάζεται να μας προσφέρη λίγη ανακούφιση, λίγη δροσιά, διατάζοντας για τον σκοπό αυτό τον Αίολο να αμολήση τη θαλασσινή του αύρα.
Ας ψάξουμε όμως να βρούμε πως οι διάφοροι Αθηναίοι απολαμβάνουν την δροσιά της.
Κηφισσιά, Φάληρο, Γλυφάδα: τα τρία μέρη που μέσα σ’ αυτά έχει να εκλέξη ο κοσμικός τύπος της αριστοκρατίας κι’ η πεταχτή κ’ εύθραυστη –σαν Σαξωνική πορσελάνα- Αθηναία.
Όλο το πρωί και τ’ απόγευμα οι Αθηναίοι λούζονται και κυλιούνται στην αμμουδιά, αφήνοντας το κορμί τους να το ξεροψήση ο ήλιος και τ’ αλάτι της θάλασσας, αφήνοντας το λαρύγκι τους να βραχνιάση απ’ τις καντάδες.
Το βράδυ πάλι αρχίζει άλλο πανηγύρι. Φώτα ποικιλόχρωμα, περίπτερα και περιπτεράκια στολισμένα και φωτισμένα το καθένα ξέχωρα κ’ ιδιότροπα, ένα τερραίν για χορό με γιρλάντες από πρασινάδες και κόκκινα άλικα γλομπάκια ηλεκτρικών, μια νέγρικη μουσική, σαμπάνια καλά φραπαρισμένη, μπανάνες στον πάγο, φράουλες βουτηγμένες σε ροδοζάχαρι και γλυκό κρασί.
Κάτω εκεί βαθειά στο φόντο ανεμίζει το πανάκι μιάς ψαροπούλας, το πρωτόβγαλτο κορίτσι ακούει σαν σ’ όνειρο τα ερωτικά λόγια του δανδή που την φλερτάρει, η ήρεμη δεσποινίδα που βαρέθηκε πιά να τ’ ακούη έχει παραδοθή στο τσάρλεστον, η παντρεμμένη κρυφοκλέβει καμμιά στιγμή για να ρίξη καμμιά ματιά στον ωραίο κύριο που για πρώτη φορά ανταμώνει στο κέντρο και που της αρέσει, η μεστωμένη γυναίκα επιθεωρεί αδιάφορα το παν ανάμεσα από τα φασαμαίν της και μια γρηούλα γιαγιά που ήλθε κι’ αυτή με της εγγονές της, τον έχει λίγο πάρει τον ύπνο, ενώ ο μπάτης τρελλοπαίζει με μερικές άσπρες τρίχες των μαλλιών της που αντάρτεψαν απ’ το οντουλάρισμα του μεσημεριού.
Οι κύριοι. Α! αυτοί είναι αξιολύπητοι. Εκτός από τους νεαρούς-νεαρούς που συναγωνίζονται στο να μην αφήσουν να περάσουν ούτε πέντε λεπτά χωρίς να τσαρλεστονίσουν, οι άλλοι φαίνονται νυσταγμένοι, άκεφοι, μαραμένοι. Γιατί; Ποιος ξέρει; Τα πόδια με τα φαρδιά πανταλόνια πάνε κ’ έρχονται σαν βράκες χωριάτικες και τ’ αυτοκίνητα αναλαμβάνουν πάλι να ξαναφέρουν τους κυρίους των στο σπίτι.
Μα ας μη γυρίσουμε μείς. Παίρνουμε τον παραλιακό δρόμο σιγά-σιγά. Θέλω να δώ πως δροσίζονται οι άλλοι, οι πολλοί.
Λίγο παρά κεί από τα κέντρα της αριστοκρατίας έχουν στηθή –λέγω στηθή γιατί πρόκειται περί σανιδένιων παραγκών ως επί το πλείστον- ένα σωρό μαγαζιά. Εδώ ο κόσμος ήλθε με τα λεωφορεία και θα φύγη νωρίς πριν απ’ τα μεσάνυχτα για να μην πληρώση διπλή ταρίφα.
Πάνω στην άμμο ανάμεσα από τα βραχάκια έχουν τοποθετηθεί τραπεζάκια με σκούρα καρρώ τραπεζομάντηλα. Στα περισσότερα όλη η υπηρεσία γίνεται από τον ίδιο τον καταστηματάρχη.
Λεμονάδες, ρετσίνα, μεζεδάκια, τηγανιτά, καμμιά αγγουροντοματοσαλάτα. Να με τι δροσίζουν τα λαρύγγια τους.
Το σάντουϊτς με το χαβιάρι, έγινε εδώ ξυδάτος τσίρος και τα ηλεκτρικά γλομπάκια με το ρεμβώδες και νοσταλγικό φώς μια μεγάλη λάμπα που καίει με βενζίνη η ασετυλίνη. Την σερενάτα του αριστοκράτη την αντικατέστησε εδώ ο «Μποχώρης» η το «Μανάκι» και το τσάρλεστον ο καρσιλαμάς και ο ζεϊμπέκικος.
Δεν υπάρχουν Νέγροι, ούτε μπάντζο, σαξοφών, τζάζ. Μια ρομβία αναλαμβάνει αντί λίγων δραχμών να μεταδώση στις παρέες το κέφι, τη μεσολαβήσει ξεκούρδιστων και βραχνιασμένων τόνων που μοιάζουν σαν ξελαρυγγίσματα πριμαντόνας του ελληνικού μελοδράματος.
Αλλά ας αφήσουμε κι’ αυτούς να δροσίζωνται παρά θιν’ αλός και ας ανεβούμε στην Αθήνα.
Έχει και κεί μια άλλη τάξι ανθρώπων που δροσίζονται κατά ένα ολότελα δικό τους τρόπο.
Σταματάμε στην πολύφωτη και πολυσύχναστη πλατεία και παίρνουμε τα μικροσοκάκια της γειτονιάς.
Εδώ κάθε πόρτα σπιτιού έχει γίνει και ένα κέντρο. Γύρω από αυτήν και πάνω στα πεζοδρόμια έχουν βγάλει καρέκλες και παμπάλαιες κουνιστές πολυθρόνες. Εκεί έξω δροσίζονται η εργατικές οικογένειες. Η δουλειά και η ζέστη τους έχει τόσο κουράσει όλη την ημέρα που βγήκαν χωρίς μανίκια και απηλλαγμένοι από τους κολλάρους και τα σουρτούκα έξω στο δρόμο να πάρουν τον αέρα τους. Τα ψι-ψι, τα χάχανα και το κουτσομπολιό δίνουν και παίρνουν. Προσφέρονται κρύο νερό –νερό για την απόκτησι του οποίου γίνηκε το μεσημέρι σωστή γιγαντομαχία στην βρύσι της γειτονιάς, έκρουσαν στον αέρα άδειοι γκαζοτενεκέδες, τσόκαρα και παντούφλες και ακούστηκαν ορμαθοί ολόκληροι από φράσεις γεμάτες φιλοφρονήσεις και ευγένεια- και συχνότατα επίσης λεμονάδες με λεμόνι η βυσινάδες.
Κάπου-κάπου εμφανίζεται και εκεί η ρομβία, συχνότερα δε ο πλανόδιος λεμονατζής – Αρμένης ως επί το πλείστον- διαλαλώντας το μπούζι-μπούζι του κι’ ακόμα συχνότερα ο παγωτατζής με το γιάτσο του. Η εμφάνισίς του τελευταίου είναι και η πιο δαπανηρή. Τα χωνάκια –κόκκινα, άσπρα, κίτρινα, μαβιά- γεμίζουν από παγωτό κρέμα η φρούτο και προσφέρονται από τους δανδήδες και τους χουβαρντάδες της συνοικίας που στο τέλος θα πληρώσουν ολόκληρο το μεροδούλι τους στον έμπορο του γιάτσου.
Το γλέντι τελειώνει πιο νωρίς εδώ. Στις δέκα-ένδεκα η καρέκλες κι’ η κουνιστές πολυθρόνες ξαναμπαίνουν μέσα, τα πορτοπαράθυρα κλείνουν και μια ησυχία απλώνεται στον απόκεντρο συνοικιακό δρομάκο.
Καμμιά φορά την ησυχία αυτή την διακόπτει το τραγούδι και το σιγανό ακομπανιάρισμα της κιθάρας κανενός τροβαδούρου. Ήλθε να τραγουδήση στην καλή του την αγάπη του, να της πή όσα δεν μπόρεσαν να της μεταβιβάσουν η φλογερές ματιές του. Τρίζει τότε κανένα παραθυρόφυλλο κι’ από την μικρή χαραμάδα του, δυό ανήσυχα μάτια που γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι, προσπαθούν να συναντηθούν με τα μάτια του αγαπημένου των. Ένα κάτασπρο χεράκι μισοβγαίνει απ’ το παραθύρι και το άλικο γαρύφαλο αναλαμβάνει να εκφράση τους κτύπους της καρδιάς του κοριτσιού.
Το παραθύρι κλείνει αφού άφησε να τρυπώσουν από την χαραμάδα του ένα σωρό ερωτικοί παλμοί, πόθοι και ελπίδες.
Τώρα, τίποτε πια δεν ζεί. Σε λίγο θ΄ακουστούν η βραχνές φωνές των εφημεριδοπωλών, η σφυρίκτρα του γαλατά, και ο συρικτικός θόρυβος των σιδερένιων καρουλιών των τραίνων.
Πίσω κεί απ’ τον μενεξεδένιο Υμηττό, είναι κρυμμένος ο Ήλιος, που σαν ζηλιάρης για τη λιγόωρη δροσιά που μας χάρισε η νύκτα, περιμένει να απολύση τις καυτερές αχτίδες του. Ας μας τυραννίση κι’ αυτός. Εμείς το βραδάκι πάλι θα βρούμε τον τρόπο να τον ξεχάσουμε.»
«Εβδομάς» 1929
Μα αν η Αθήνα μας με τα περίσσεια κάλη είναι σωστό κοχλιασμένο καζάνι όλη την ημέρα, το βραδάκι, μόλις σουρουπώση, βιάζεται να μας προσφέρη λίγη ανακούφιση, λίγη δροσιά, διατάζοντας για τον σκοπό αυτό τον Αίολο να αμολήση τη θαλασσινή του αύρα.
Ας ψάξουμε όμως να βρούμε πως οι διάφοροι Αθηναίοι απολαμβάνουν την δροσιά της.
Κηφισσιά, Φάληρο, Γλυφάδα: τα τρία μέρη που μέσα σ’ αυτά έχει να εκλέξη ο κοσμικός τύπος της αριστοκρατίας κι’ η πεταχτή κ’ εύθραυστη –σαν Σαξωνική πορσελάνα- Αθηναία.
Όλο το πρωί και τ’ απόγευμα οι Αθηναίοι λούζονται και κυλιούνται στην αμμουδιά, αφήνοντας το κορμί τους να το ξεροψήση ο ήλιος και τ’ αλάτι της θάλασσας, αφήνοντας το λαρύγκι τους να βραχνιάση απ’ τις καντάδες.
Το βράδυ πάλι αρχίζει άλλο πανηγύρι. Φώτα ποικιλόχρωμα, περίπτερα και περιπτεράκια στολισμένα και φωτισμένα το καθένα ξέχωρα κ’ ιδιότροπα, ένα τερραίν για χορό με γιρλάντες από πρασινάδες και κόκκινα άλικα γλομπάκια ηλεκτρικών, μια νέγρικη μουσική, σαμπάνια καλά φραπαρισμένη, μπανάνες στον πάγο, φράουλες βουτηγμένες σε ροδοζάχαρι και γλυκό κρασί.
Κάτω εκεί βαθειά στο φόντο ανεμίζει το πανάκι μιάς ψαροπούλας, το πρωτόβγαλτο κορίτσι ακούει σαν σ’ όνειρο τα ερωτικά λόγια του δανδή που την φλερτάρει, η ήρεμη δεσποινίδα που βαρέθηκε πιά να τ’ ακούη έχει παραδοθή στο τσάρλεστον, η παντρεμμένη κρυφοκλέβει καμμιά στιγμή για να ρίξη καμμιά ματιά στον ωραίο κύριο που για πρώτη φορά ανταμώνει στο κέντρο και που της αρέσει, η μεστωμένη γυναίκα επιθεωρεί αδιάφορα το παν ανάμεσα από τα φασαμαίν της και μια γρηούλα γιαγιά που ήλθε κι’ αυτή με της εγγονές της, τον έχει λίγο πάρει τον ύπνο, ενώ ο μπάτης τρελλοπαίζει με μερικές άσπρες τρίχες των μαλλιών της που αντάρτεψαν απ’ το οντουλάρισμα του μεσημεριού.
Οι κύριοι. Α! αυτοί είναι αξιολύπητοι. Εκτός από τους νεαρούς-νεαρούς που συναγωνίζονται στο να μην αφήσουν να περάσουν ούτε πέντε λεπτά χωρίς να τσαρλεστονίσουν, οι άλλοι φαίνονται νυσταγμένοι, άκεφοι, μαραμένοι. Γιατί; Ποιος ξέρει; Τα πόδια με τα φαρδιά πανταλόνια πάνε κ’ έρχονται σαν βράκες χωριάτικες και τ’ αυτοκίνητα αναλαμβάνουν πάλι να ξαναφέρουν τους κυρίους των στο σπίτι.
Μα ας μη γυρίσουμε μείς. Παίρνουμε τον παραλιακό δρόμο σιγά-σιγά. Θέλω να δώ πως δροσίζονται οι άλλοι, οι πολλοί.
Λίγο παρά κεί από τα κέντρα της αριστοκρατίας έχουν στηθή –λέγω στηθή γιατί πρόκειται περί σανιδένιων παραγκών ως επί το πλείστον- ένα σωρό μαγαζιά. Εδώ ο κόσμος ήλθε με τα λεωφορεία και θα φύγη νωρίς πριν απ’ τα μεσάνυχτα για να μην πληρώση διπλή ταρίφα.
Πάνω στην άμμο ανάμεσα από τα βραχάκια έχουν τοποθετηθεί τραπεζάκια με σκούρα καρρώ τραπεζομάντηλα. Στα περισσότερα όλη η υπηρεσία γίνεται από τον ίδιο τον καταστηματάρχη.
Λεμονάδες, ρετσίνα, μεζεδάκια, τηγανιτά, καμμιά αγγουροντοματοσαλάτα. Να με τι δροσίζουν τα λαρύγγια τους.
Το σάντουϊτς με το χαβιάρι, έγινε εδώ ξυδάτος τσίρος και τα ηλεκτρικά γλομπάκια με το ρεμβώδες και νοσταλγικό φώς μια μεγάλη λάμπα που καίει με βενζίνη η ασετυλίνη. Την σερενάτα του αριστοκράτη την αντικατέστησε εδώ ο «Μποχώρης» η το «Μανάκι» και το τσάρλεστον ο καρσιλαμάς και ο ζεϊμπέκικος.
Δεν υπάρχουν Νέγροι, ούτε μπάντζο, σαξοφών, τζάζ. Μια ρομβία αναλαμβάνει αντί λίγων δραχμών να μεταδώση στις παρέες το κέφι, τη μεσολαβήσει ξεκούρδιστων και βραχνιασμένων τόνων που μοιάζουν σαν ξελαρυγγίσματα πριμαντόνας του ελληνικού μελοδράματος.
Αλλά ας αφήσουμε κι’ αυτούς να δροσίζωνται παρά θιν’ αλός και ας ανεβούμε στην Αθήνα.
Έχει και κεί μια άλλη τάξι ανθρώπων που δροσίζονται κατά ένα ολότελα δικό τους τρόπο.
Σταματάμε στην πολύφωτη και πολυσύχναστη πλατεία και παίρνουμε τα μικροσοκάκια της γειτονιάς.
Εδώ κάθε πόρτα σπιτιού έχει γίνει και ένα κέντρο. Γύρω από αυτήν και πάνω στα πεζοδρόμια έχουν βγάλει καρέκλες και παμπάλαιες κουνιστές πολυθρόνες. Εκεί έξω δροσίζονται η εργατικές οικογένειες. Η δουλειά και η ζέστη τους έχει τόσο κουράσει όλη την ημέρα που βγήκαν χωρίς μανίκια και απηλλαγμένοι από τους κολλάρους και τα σουρτούκα έξω στο δρόμο να πάρουν τον αέρα τους. Τα ψι-ψι, τα χάχανα και το κουτσομπολιό δίνουν και παίρνουν. Προσφέρονται κρύο νερό –νερό για την απόκτησι του οποίου γίνηκε το μεσημέρι σωστή γιγαντομαχία στην βρύσι της γειτονιάς, έκρουσαν στον αέρα άδειοι γκαζοτενεκέδες, τσόκαρα και παντούφλες και ακούστηκαν ορμαθοί ολόκληροι από φράσεις γεμάτες φιλοφρονήσεις και ευγένεια- και συχνότατα επίσης λεμονάδες με λεμόνι η βυσινάδες.
Κάπου-κάπου εμφανίζεται και εκεί η ρομβία, συχνότερα δε ο πλανόδιος λεμονατζής – Αρμένης ως επί το πλείστον- διαλαλώντας το μπούζι-μπούζι του κι’ ακόμα συχνότερα ο παγωτατζής με το γιάτσο του. Η εμφάνισίς του τελευταίου είναι και η πιο δαπανηρή. Τα χωνάκια –κόκκινα, άσπρα, κίτρινα, μαβιά- γεμίζουν από παγωτό κρέμα η φρούτο και προσφέρονται από τους δανδήδες και τους χουβαρντάδες της συνοικίας που στο τέλος θα πληρώσουν ολόκληρο το μεροδούλι τους στον έμπορο του γιάτσου.
Το γλέντι τελειώνει πιο νωρίς εδώ. Στις δέκα-ένδεκα η καρέκλες κι’ η κουνιστές πολυθρόνες ξαναμπαίνουν μέσα, τα πορτοπαράθυρα κλείνουν και μια ησυχία απλώνεται στον απόκεντρο συνοικιακό δρομάκο.
Καμμιά φορά την ησυχία αυτή την διακόπτει το τραγούδι και το σιγανό ακομπανιάρισμα της κιθάρας κανενός τροβαδούρου. Ήλθε να τραγουδήση στην καλή του την αγάπη του, να της πή όσα δεν μπόρεσαν να της μεταβιβάσουν η φλογερές ματιές του. Τρίζει τότε κανένα παραθυρόφυλλο κι’ από την μικρή χαραμάδα του, δυό ανήσυχα μάτια που γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι, προσπαθούν να συναντηθούν με τα μάτια του αγαπημένου των. Ένα κάτασπρο χεράκι μισοβγαίνει απ’ το παραθύρι και το άλικο γαρύφαλο αναλαμβάνει να εκφράση τους κτύπους της καρδιάς του κοριτσιού.
Το παραθύρι κλείνει αφού άφησε να τρυπώσουν από την χαραμάδα του ένα σωρό ερωτικοί παλμοί, πόθοι και ελπίδες.
Τώρα, τίποτε πια δεν ζεί. Σε λίγο θ΄ακουστούν η βραχνές φωνές των εφημεριδοπωλών, η σφυρίκτρα του γαλατά, και ο συρικτικός θόρυβος των σιδερένιων καρουλιών των τραίνων.
Πίσω κεί απ’ τον μενεξεδένιο Υμηττό, είναι κρυμμένος ο Ήλιος, που σαν ζηλιάρης για τη λιγόωρη δροσιά που μας χάρισε η νύκτα, περιμένει να απολύση τις καυτερές αχτίδες του. Ας μας τυραννίση κι’ αυτός. Εμείς το βραδάκι πάλι θα βρούμε τον τρόπο να τον ξεχάσουμε.»
«Εβδομάς» 1929