Το γέλιο βγήκε από τον... κινηματογράφο
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 12/09/1999 ΤΟ ΒΗΜΑ
Η κωμωδία γεννήθηκε μέσα από την τραγωδία. Και όταν τα «παιδιά» της πέρασαν στη μεγάλη οθόνη, έγινε γρήγορα αντιληπτή η δημιουργική δύναμή της: ούτε το σενάριο ούτε καν η σκηνοθεσία ήταν πλέον σημαντικά, από τη στιγμή που ξέφευγαν ανεξέλεγκτοι πάνω στο «πανί» οι μεγάλοι γελωτοποιοί: Αυλωνίτης, Παπαγιαννόπουλος, Βασιλειάδου...
Πόσο μεγάλη είναι τελικά η δύναμη του γέλιου; Μπορεί να γεμίσει το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός και να διασκεδάσει τη θλίψη; Μπορεί να αποφύγει την προσβολή και να αντιμετωπίσει την απογοήτευση; Η ερώτηση δεν είναι καν ρητορική. Και η απάντηση για μας είναι αυτονόητη. Αυτές οι φιγούρες μπορούν να μας φτιάξουν το κέφι. Αυτοί οι χαρακτήρες μπορούν κάτι να μας θυμίσουν. Αν όχι μεσοβδομαδιάτικα βράδια μπροστά στην τηλεόραση, τότε σίγουρα επιτυχημένες επισκέψεις στις κινηματογραφικές αίθουσες και μεγάλες ποσότητες... γέλιου. Τα ονόματά τους είναι γνωστά. Μετακόμισαν στο «βασίλειο» της έβδομης τέχνης στις αρχές του αιώνα και δεν δείχνουν καμία διάθεση, ως σήμερα, να το εγκαταλείψουν. Μήπως υπάρχει κάτι που δεν ξέρουμε;
Πόσο μεγάλη είναι τελικά η δύναμη του γέλιου; Μπορεί να γεμίσει το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός και να διασκεδάσει τη θλίψη; Μπορεί να αποφύγει την προσβολή και να αντιμετωπίσει την απογοήτευση; Η ερώτηση δεν είναι καν ρητορική. Και η απάντηση για μας είναι αυτονόητη. Αυτές οι φιγούρες μπορούν να μας φτιάξουν το κέφι. Αυτοί οι χαρακτήρες μπορούν κάτι να μας θυμίσουν. Αν όχι μεσοβδομαδιάτικα βράδια μπροστά στην τηλεόραση, τότε σίγουρα επιτυχημένες επισκέψεις στις κινηματογραφικές αίθουσες και μεγάλες ποσότητες... γέλιου. Τα ονόματά τους είναι γνωστά. Μετακόμισαν στο «βασίλειο» της έβδομης τέχνης στις αρχές του αιώνα και δεν δείχνουν καμία διάθεση, ως σήμερα, να το εγκαταλείψουν. Μήπως υπάρχει κάτι που δεν ξέρουμε;
Ο αιώνας του γέλιου στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1911 με τις πρώτες κωμικές ατάκες του Σπ. Σπιριντιόν, τις οποίες και διαδέχεται η φιγούρα του Κίμωνα Σταθόπουλου (του Ελληνα Σαρλό). Ο Σταθόπουλος εντάσσεται μεν στους προπολεμικούς κωμικούς αλλά συνεχίζει την παρουσία του σε δεύτερους ρόλους ως και το '50, που είναι και η δεκαετία που τον καθιερώνει την ελληνική κωμωδία. Μαζί του, τους πρώτους κωμικούς χαρακτήρες του σελιλόιντ στήνουν οι Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, ο Βιλάρ και ο Δημητρακόπουλος. Επονται οι κλασικοί χαρακτήρες που θα σημαδέψουν την πορεία της ελληνικής κωμωδίας τα επόμενα χρόνια.
Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι έλληνες κωμικοί δεν έπλασαν ιδεοτύπους αλλά απλά τύπους ανθρώπων τους οποίους και επέκτειναν στα άκρα. «Κλειδί» της αποκρυπτογράφησης του κόσμου τους: έρχονταν από τον κόσμο των σκιών για να συναντήσουν την καθημερινότητα του θεατή, δεν προπαγάνδιζαν καμία πολιτική ιδέα, μπαινόβγαιναν σε υπερβολικές καταστάσεις χωρίς να αγγίζουν την ουσία τους, παραμένοντας οι αδικημένοι της ιστορίας, οι πλήρως εξοικειωμένοι ήρωες με τη «σκοτεινή πλευρά» της ζωής. Και βέβαια αυτοί που της έδιναν το αλατοπίπερο του γέλιου δημιουργώντας ευρείας κατανάλωσης «αγχολυτικά» θεάματα:
Ο ζηλιαρόγατος: ο Βασίλης Λογοθετίδης είναι ίσως ο μόνος έντεχνος κωμικός της παλιάς κωμωδίας την εμπορική περίοδο του κινηματογράφου. Μεγάλος ηθοποιός του θεάτρου, μετέφερε τις πλούσιες υποκριτικές ικανότητές του και στο σινεμά επηρεάζοντας καταλυτικά τους συναδέλφους του. Μιλάμε βέβαια για τον πολυάσχολο, τον αυτοδημιούργητο μικροαστό που φιλοδοξεί να ανέβει τα σκαλιά της κοινωνικής καταξίωσης, τον τσιγκούνη αλλά αεράτο άνδρα που παραμελεί τη σύζυγό του, τον εφησυχασμένο αλλά και τον πονηρό. Οσο γι'αυτό το τελευταίο, το πονηρό βλέμμα του Β. Λογοθετίδη, όταν ξύπναγε από τον λήθαργό του και αποφάσιζε να επιτεθεί, «πρωταγωνίστησε» σε αλησμόνητες σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου. Οπως αναφέρει και ο Γιάννης Σολδάτος στο βιβλίο του για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, «ο Βασίλης Λογοθετίδης διευθύνει την κωμική συμφωνία των ανόητων παθών λες και την πιστεύει, λες και συμπάσχει με τα θύματά του, τόσο που και εσύ λες συνεχώς την ίδια παρατήρηση: Είναι μεγάλος ηθοποιός αυτός ο ήρεμος κλόουν». Ο «ζηλιαρόγατος» γυρίστηκε το 1956 από τον Γιώργο Τζαβέλλα. Στο «Δεσποινίς ετών 39» (1954) του Αλέκου Σακελλάριου αλλά και στην ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948) αποδεικνύει ότι είναι ένας θεατρικός ηθοποιός, ενώ ακολουθούν τα «Ενα βότσαλο στη λίμνη» (1952), «Σάντα Τσικίτα» (1953), «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» (1957).
Ο μεθύστακας: ο Ορέστης Μακρής είναι ο ωραιότερος μεθύστακας του ελληνικού κινηματογράφου. Κανένας δεν μπόρεσε να μιμηθεί καλύτερα τις κινήσεις που δημιούργησαν αυτή τη μυθική φιγούρα. Βέβαια ο Ορέστης Μακρής μπορεί με την ίδια εξαιρετική άνεση να είναι ο «Μεθύστακας» της ομώνυμης ταινίας του Γ. Τζαβέλλα αλλά και ο πλήρως ισορροπημένος οικογενειάρχης, το γεροντοπαλίκαρο, ο τίμιος ή ο φιλάργυρος. Και, βέβαια, μπορεί να είναι ο Ναπολέων Αδάμαντας, σύμβολο ηθών του «Εξω οι κλέφτες» (1961). Τη δεκαετία του '50 γυρίζει τον «Γρουσούζη» του Γ. Τζαβέλλα και λίγο αργότερα το «Φιντανάκι» (1954) του Ι. Νόβακ. Ακόμη το το 1957 «Της νύχτας τα καμώματα» του Σακελλάριου και το 1958 «Μια λατέρνα μια ζωή» του Καψάσκη. Ετσι ή αλλιώς πάντως, ο Ο. Μακρής ήταν ένα σοβαροφανές τέρας υποκριτικής που προκαλεί το γέλιο, χωρίς να γελάσει ο ίδιος σε καμία από τις περίφημες σκηνές του...
Ο μάγκας: η μαγκιά του Μίμη Φωτόπουλου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Είναι ο βαρύμαγκας, ο ρεμπέτης που τραβάει τις φράσεις του, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του και που «καθαρίζει» για τους φίλους του. Καθιερώνεται αμέσως και «χωράει» σε κάθε ταινία. Είναι ο αρχηγός της ελληνικής οικογένειας. Ξεκινάει με το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» δίπλα στον Λογοθετίδη και στη Βασιλειάδου, γίνεται δίδυμο με τον Ηλιόπουλο, καθιερώνεται τη δεκαετία του '50 και καταλήγει ως ο άρχων του γέλιου στις κινηματογραφικές αίθουσες. Χαρακτηριστική του φράση, που ωστόσο είναι μεταγενέστερη, από τη διαφήμιση «κι ύστερα θα κά-α-α-αθεσαι»...
Εκείνος που συνομιλούσε με τις κότες: όταν ο Μικές (Φραγκίσκος Μανέλλης) απευθύνει σοβαρότατα τον λόγο στις κότες στην αρχή των «Ασων της τράκας» (1962) του Ηλία Παρασκευά, οποιοδήποτε σχόλιο περιττεύει. Είναι ο ανόητος, ο αιώνια πεινασμένος, ο άγαρμπος, αλλά ταυτόχρονα ο γοητευτικά τρελός. Πολλές φορές όμως σε αφήνει πραγματικά αμήχανο με τις απίθανες συλλήψεις του. Ο Φρ. Μανέλλης βέβαια είναι σχετικά άγνωστος στο πλατύ κοινό, ωστόσο (ιδίως στα ντουέτα του με τον Θ. Βέγγο), βρίσκεται πολύ πιο κοντά από τον καθένα στο λαϊκό είδος της περίφημης φαρσοκωμωδίας.
Ο βλάχος: ο Κώστας Χατζηχρήστος αποτελεί πλέον cult ήρωα. Είναι ο πονηρός βλάχος, ο αγνός και έντιμος επαρχιώτης που χάνεται στην ηθική κατάπτωση της μεγαλούπολης. Προκαλεί ανακατωσούρες παντού αλλά τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται πιο λογικός από τους... λογικούς. Από το 1959 γίνεται περιζήτητος. Είναι ο κλέφτης που ντύνεται αρχιφύλακας στον «Ηλία του 16ου», ερωτεύεται με δόσεις στο ομώνυμο έργο, όπου κάνει δίδυμο με τον Μανέλλη, υποδέχεται τη δεκαετία του '60 με τους «Μακρυκωσταίους και τους Κοντογιώργηδες» του Αλέκου Σακελλάριου. Το 1955 κάνει το «Πιάσαμε την καλή» του Τριανταφυλλίδη και το 1956 σκηνοθετεί τον εαυτό του στο «Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;».
Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ: ο Θανάσης Βέγγος θεωρείται ο μεγαλύτερος έλληνας κωμικός. Ηταν πάντα ο λαϊκός και καλοπροαίρετος τύπος, ο ηρωικός και φιλάνθρωπος που έτρεχε πολύ, κυνηγούσε την εκπλήρωση ενός σκοπού, ο οποίος μπορεί ποτέ να μην ολοκληρωνόταν αλλά εκείνο που είχε σημασία ήταν η πορεία: ώσπου να τελειώσει το έργο με την αποτυχία του, κανένας δεν θυμόταν τι ήταν εκείνο που κυνηγούσε ή πόσο μεγάλη ήταν η αξία του, αφού οι κωμικές παρεκτροπές τού ήρωα ήταν να στρέψει αλλού την προσοχή και είχαν προκαλέσει. Ηταν ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης. Ο Βέγγος μπαινόβγαινε σε προσωπικά, πολιτικά και κοινωνικά δράματα, διακωμωδούσε τα πάντα, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι πρέπει να κάνει το όπλο του και ερωτευόταν πάντα την πιο όμορφη κοπέλα της ταινίας. Ο Βέγγος ξεκίνησε από τη «Μαγική πόλη» του Κούνδουρου, πέρασε σε δεύτερους ρόλους τη δεκαετία του '50, πήρε τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο ως Θρασύβουλος στο «Εξοχικόν κέντρον ο έρως» (1961). Ακολούθησαν βέβαια τα «Δόκτωρ Ζιβέγγος» (1968), «Θ.Β. Φαλακρός πράκτωρ» (1969), «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971) κ.ά.
Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας: ο Ντ. Ηλιόπουλος είναι ο Ελληνας Φρεντ Αστέρ, ο τζέντλεμαν με το αλαλούμ εστέτ ντύσιμο. Μαέστρος της παντομίμας, νευρικός ναι ανήσυχος, κάποιες φορές τσιγκούνης. Είναι όμως ο πιο γλυκός και ο πιο συμπαθής «φευγάτος» τύπος του ελληνικού κινηματογράφου. Οσο και αν κάποιες φορές πιάνεται... κορόιδο. Η σημαδιακή χρονιά γι'αυτόν είναι το 1954. Το 1960 στους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες» κάνει πρωταγωνιστική εμφάνιση δίπλα τον Κ. Χατζηχρήστο και από εκεί και πέρα η καριέρα του εκτινάσσεται στα ύψη. Το 1960 παίζει στο «Τρεις κούκλες κι εγώ» και μετά στα «Τζο ο τρομερός» του Ντ. Δημόπουλου, «Καλημέρα Αθήνα» του Γρηγορίου, «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» του Σακελλάριου κ.ά.
Ο επιτυχημένος ομορφάντρας: ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ξεκινάει την καριέρα του το 1939 με το «Τραγούδι του χωρισμού», συνεχίζει τα «Φωνή της καρδιάς» (1943) του Ιωαννόπουλου, «Εξόρμησις» του Χριστοδούλου κ.ά. δράματα της εποχής. Στην αρχή της καριέρας του είναι ο τίμιος, πλούσιος και βέβαια ομορφάντρας. Εχει κύρος και γοητεία, έχει στυλ και θα αποδώσει με επιτυχία στη συνέχεια της καριέρας του τον ρόλο του διευθυντή ναυτικής σχολής στο περίφημο «Η Αλίκη στο Ναυτικό». Στο σπίτι του βέβαια η πραγματικότητα είναι διαφορετική, αφού εκεί κυριαρχεί η πραγματική του φύση, που είναι εκείνη του χειραγωγήσιμου καλοκάγαθου άνδρα που συχνά παρουσιάζεται να ψάχνει μανιωδώς τη γυναίκα της ζωής του. Οσο προχωρεί η καριέρα του Λ. Κωνσταντάρα βέβαια, πρωταγωνιστεί όλο και σε περισσότερες κωμωδίες που τον θέλουν στον ρόλο του θύματος επιτήδειων. Είναι όμως πάντα ο σωματώδης, κοκέτης, καλοκάγαθος τύπος.
Η άσχημη γόησσα, ο κοντός και ο αλλήθωρος: η Γεωργία Βασιλειάδου είναι η άσχημη αλλά πανέξυπνη γεροντοκόρη, η καφετζού προξενήτρα, η ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που μπορεί να δηλώνει ότι «εγώ σκίζω άνδρες, καταπίνω άνδρες», αλλά στην πραγματικότητα πάντα αναζητεί σύζυγο τον οποίο και δεν βρίσκει ποτέ. Υπέροχη στην «Ωραία των Αθηνών» (1954), όπου προσπαθούν να της βρουν γαμπρό ο Σταυρίδης με τον Φωτόπουλο, και στην «Καφετζού» (1956). Δίπλα της συνήθως ο Δ. Ρίζος, περήφανος για το ύψος του, ο κατ'εξοχήν λαϊκός μάγκας. Ο Β. Αυλωνίτης είναι η πιο γλυκιά φιγούρα του ελληνικού κινηματογράφου. Ο καλοσυνάτος γίγαντας, ο καλοπροαίρετος, εκφραστικός και πληθωρικός μπατίρης.
Ο Ολυμπιακός και ο λεμονάδας: ο Ν. Σταυρίδης είχε μια μεγάλη αγάπη στη ζωή του. Τον Ολυμπιακό. Ο τύπος τού καθώς πρέπει μικροαστού, αυθεντικός, γεμάτος με τα ελαττώματα αλλά και τα προτερήματα της κοινωνικής τάξης του. Δίκαιος, μονογαμικός, άκαμπτος και καθωσπρέπει. Στα μέτρα του το «Τρίτη και 13» (1963) του Ορ. Λιάσκου. Ο Γ. Γκιωνάκης πάλι ήταν ο πιο επιτυχημένος ηλίθιος, ο γλυκούλης ταλαίπωρος, ο πεινασμένος, ο απατεωνίσκος, αλλά τελικά ο καλοπροαίρετος της ίδιας ταινίας. Κανείς πάντως δεν θα ξεχάσει τη θρυλική ερώτησή του «Πορτοκαλάδα από πορτοκάλια;» στα «Κίτρινα γάντια».
Ο ψηλός: ο Γ. Κωνσταντίνου στην ταινία «Το γέλιο βγήκε απ'τον Παράδεισο» (1963) του Γ. Παπακώστα είναι ο άγαρμπος, καθωσπρέπει, ο ψηλός που άλλα λέει, άλλα καταλαβαίνουν όσοι είναι γύρω του και άλλα κάνει. Δείγμα άγαρμπης κομψότητας, φτωχός πλην τίμιος, άνδρας που επιβάλλεται χωρίς πρόβλημα στη γυναίκα του (κατά την περίφημη ατάκα της Κοντού «ξύπνησαν οι σκλάβοι, Αντωνάκη...»). Ο Γ. Κωνσταντίνου θεωρείται μεγάλος κωμικός που γεφύρωσε διαφορετικά είδη κωμωδίας μεταξύ τους. Χαρακτηριστικός τύπος γαμπρού στην ταινία «Το γέλιο βγήκε από τον Παράδεισο» (1963).
Η καταφερτζού και ο φοβιτσιάρης: η Ρένα Βλαχοπούλου είναι αυτό που λέμε καθημερινή γυναίκα. Η φτωχή που προσποιείται την πλούσια, η νόστιμη, έξυπνη καταφερτζού, η νοικοκυρά, που όμως μπορεί να μεταμορφωθεί σε ντίβα, η χλιδάτη κυρία, η λογική, η πωρωμένη του τζόγου. Είναι μια γνήσια ντίβα των μιούζικαλ του Δαλιανίδη που θα φέρει χιλιάδες «πελάτες» στα σινεμά παρ'ότι εθεωρείτο κυρίως μια ντίβα του θεάτρου. Ως Πελαγία στην «Παριζιάνα» (1969) πάντως κερδίζει αμέσως τις εντυπώσεις. Ο Χρ. Εξαρχάκος είναι ο συμπαθής κουζουλός, αυτός που κυνηγάει πάντα κάτι που είναι αμφίβολο αν θα πετύχει.
Ο τίμιος αφελής: ο Κώστας Βουτσάς είναι ο συμπαθής, εμφανίσιμος, ταλαιπωρημένος, άφραγκος, ολίγον βλάκας, τίμιος, κάποιες φορές θρασύδειλος αλλά και γυναικοκατακτητής κατά περίπτωση χαρακτήρας του κινηματογράφου του Φίνου. Ηταν και είναι εξαιρετικά δημοφιλής και βέβαια κατά άλλους είναι ο «υπερφυσικός μπεμπές» του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο χίπης: ο Β. Τσιβιλίκας είναι το «ποπ» στοιχείο του ελληνικού κινηματογράφου. Ψηλός, λεπτός, λίγο ευρωπαϊκών προδιαγραφών, συνήθως χαμένος στον κόσμο του. Κάτι σαν αλαφροΐσκιωτος, τυλιγμένος μέσα στα χαϊμαλιά και στα φουλάρια του και σίγουρα ιδιαίτερα συμπαθής. Τουλάχιστον έτσι τον ανακαλείς στο νου μέσα από τις σκηνές της ταινίας « Η θεία μου η χίπισσα» στα τέλη της δεκαετίας του '60. Πληθωρικός, πάντα παρών στις κοσμικές συνάξεις των αιγαιοπελαγίτικων νησιών, ψυχή των πάρτι, δευτερεύων αλλά απαραίτητος χαρακτήρας των ταινιών της περιόδου.
Ο καρεδάκιας: σήμα κατατεθέν το σουρεαλιστικό μαλλί του. Ο Σωτ. Μουστάκας είναι ο παλαβιάρης, θεωρητικός και ονειροπόλος, το μποέμ στοιχείο των ταινιών του Φίνου. Οι θεατρικές σπουδές του έχουν δώσει στις λίγες του κινηματογραφικές εμφανίσεις την αρτιότητα που έκανε αυστηρούς κριτικούς να ομολογήσουν ότι είναι κρίμα που όταν ο Σ. Μουστάκας ανέβαινε το ελληνικό σινεμά κατέβαινε... Ο τύπος που έπλασε ήταν χαρακτηριστικός. Ο αποτυχημένος στα μεγαλόπνοα σχέδιά του για τη ζωή ήρωας, που μένει πάντα αισιόδοξος και ουδόλως παραιτούμενος. Συνέθεσε απολαυστικά ντουέτα με τα φιλαράκια του, εξίσου Ρωμιούς, Κώστα Βουτσά και Γ. Κωνσταντίνου. Απολαυστικός στον ρόλο του κύριου Ανρί με το χαρακτηριστικό μαύρο μπερεδάκι, στο «Καλώς ήρθες δολάριο» δίπλα στον Γ. Κωνσταντίνου.
Ο... Τραμπάκουλας: τον λένε Τραμπάκουλα και θα μπορούσε έως και να έχει αυτοκτονήσει. Τον λένε όμως και Αρτέμη και θα μπορούσε να είναι ένας κανονικός γιδοβοσκός. Εκανε τα πρώτα του δειλά βήματα στον κινηματογράφο τη δεκαετία του '60 και τις επόμενες τρεις δεκαετίες σατίρισε τα πάθη και τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας, τόσο στη δισκογραφία όσο και την επιθεώρηση. Ο Χάρρυ Κλυνν ήταν ο ανατρεπτικός με το τρελό σκεπτικό, ο αιρετικός με τη στοχοπροσήλωση στον... Απόλλωνα Καλαμαριάς, ο καυστικός εν μέσω χειμώνος και ο ψιλοδιανοούμενος. Ηταν ο σοβαρός με την αστεία έκφραση, ο πλακατζής που πάντα προτιμούσε «τεκίλα αντί για... κρασί»! Εχει και ένα ζωηρό και αρκούντως ροκ γιο, που από πολλούς θεωρείται ελπίδα για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Ο χοντρός και ο αστροφεγγιάς: ο Δ. Πιατάς είναι γεννημένος για να είναι κωμικός. Ανήκει στην κατηγορία εκείνων των ηθοποιών που δεν χρειάζεται να ανοίξουν καν το στόμα τους για να ξεσπάσεις σε ακράτητα γέλια. Το σουλούπι του αρκεί. Είναι ο Βαλκάνιος, χοντρός ασχημάντρας, με τη γλυκιά έκφραση και το παραπονιάρικο ύφος, ο τύπος του ρωμιού αγαθιάρη. Ο Αντ. Καφετζόπουλος πάλι δεν ξεκίνησε ως κωμικός αλλά ανακάλυψε τις πραγματικές δυνατότητές του στην πορεία.
Ο Καφετζόπουλος ήταν το φτωχό παιδί των 80s, κάτι σε ριμέικ του Ξανθόπουλου δηλαδή, με εργατική καταβολή, αλλά γοητεία ειλικρινή. Είναι ακόμη ο ερωτύλος τύπος της «Ρεβάνς» του Ν. Βεργίτση. Και είναι ο συμπαθής, καθημερινός τύπος που καταναλώνει τον χρόνο του οργανώνοντας μια μεγάλη φυγή... Ξεκίνησε από την τηλεοπτική «Αστροφεγγιά».
Εκείνοι που τους «ρούφηξε» η αγορά και ο εστέτ φίλος τους: ταινίες, τραγούδια, σόου, βαριετέ, πρόζες και επιθεωρήσεις. Το δίδυμο Σάκη Μπουλά - Γιάννη Ζουγανέλη έχει περάσει από όλους τους καλλιτεχνικούς δρόμους.
Ο Σ. Μπουλάς (αι ρέγγαι και λακέρδαι και μαρέγκαι) και ο «κολλητός» του Γ. Ζουγανέλης (γιατί εμείς απ'τα Πατήσια πάντα ξηγιόμαστε στα ίσια) αποτελούν ένα sui generis καλλιτεχνικό δίδυμο εδώ και δύο δεκαετίες. Τύποι αντισυμβατικοί αλλά εντός ορίων επικριτές της ελληνικής κακομοιριάς αλλά και εκφραστές της. Κλασικοί νεοέλληνες αλλά φιγούρες κινηματογραφικές. Χαρακτηριστικότατοι ως τρίδυμο μαζί με τον Αργ. Μπακιρτζή στο «Ας περιμένουν οι γυναίκες» του Στ. Τσιώλη. Από κοντά τους και ο εκλεπτυσμένος, μη-μου-άπτου Κ. Τζούμας, ο οποίος περιφέρει τις λινές ενδυμασίες του ανά τις κινηματογραφικές παραγωγές, μαζί και το εκλεπτυσμένο ύφος του. Σνομπ αλλά και καταδεκτικός, έθνικ αλλά και Βαλκάνιος, μια σπάνια φιγούρα που ανέτως μετακινείται από το ένα κινηματογραφικό είδος στο άλλο. Τον χαρακτήρισαν πάντως οι ταινίες του Ζερβού.
Ο «θείος Νώντας»: αν ο Σινάτρα ήταν η «φωνή» του αμερικάνικου τραγουδιού,
ο Δ. Πουλικάκος είναι η φωνή του ελληνικού ραδιοφώνου. Η σχέση του με το σινεμά είναι σχέση «εξ αγχιστείας». Εμφανίζεται παντού, συνήθως σε δεύτερους ρόλους, ωστόσο κυριαρχεί με το μέταλλο της φωνής, τη μαγκιά και το ελληνικότατο μουστάκι του. Ως γνήσιος εκπρόσωπος του ελληνικού ροκ, δεν θα μπορούσε παρά να ερμηνεύει και ανάλογους ρόλους στον κινηματογράφο. Είναι ο εκφραστής του αντεργκράουντ κινήματος αλλά μπορούμε να τον φανταστούμε και ως «κακό» λοχία να βραχνιάζει χαρακτηριστικά ουρλιάζοντας μέσα στο αφτί του άτυχου φαντάρου... «Που πάς, ρε Καραμήτρο;».
Οι καταφερτζήδες: οι Στ. Μάινας και Γερ. Σκιαρδαρέσης του Βαλκανιζατέr είναι σίγουρα οι τύποι του εξυπνάκια, καταφερτζή νεοέλληνα. Δεν τυποποιήθηκαν ακόμη, αλλά έχουν όλα τα φόντα για να το κάνουν. Οι χαρακτήρες που έπλασαν τουλάχιστον είναι πολύ κοντά σε όλους μας.