Η μαρμάρινη στήλη έξω από τα προσφυγικά, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, μπορεί να μοιάζει με μακρινή αφήγηση, ωστόσο ακουμπάει με «τρόπο» τη σημερινή ιστορία της προσφυγικής γειτονιάς. «Τιμή και Δόξα στους Ηρωϊκούς Μαχητές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ που πολέμησαν τον Δεκέμβρη του 1944 ενάντια στην αστική τάξη και τον Εγγλέζικο Ιμπεριαλισμό - ΚΚΕ», γράφει.
Κάπου μέσα στον Μάρτιο, με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, 137 κατειλημμένα διαμερίσματα της γειτονιάς των προσφυγικώνπαραχωρήθηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ με στόχο την πώληση και την οικονομική εκμετάλλευσή τους.
Αρκετοί άμεσα «ενδιαφερόμενοι» έσπευσαν να καταδικάσουν την απόφαση ενώ άλλοι παρήλασαν από τη γειτονιά σηκώνοντας τη σημαία της «πολιτισμικής και ιστορικής αξίας» και κάνοντας προτάσεις για μουσείο προσφυγικής ιστορίας «ώστε η μνήμη να μένει ζωντανή με το ιστορικό παρελθόν».
Άλλοι πάλι, σύμβουλοι επιχειρήσεων οι οποίοι δεν κρύβονται πίσω από πολιτικάντικες ρητορικές, κατέθεσαν χωρίς φόβο και πάθος τους συλλογισμούς τους: Tο πρόβλημα γι’ αυτούς ξεκινά με όσους μένουν στα προσφυγικά. Το «επικίνδυνο κοκτέιλ» από καταληψίες μετανάστες, αντιεξουσιαστές και τοξικομανείς, ιδιαίτερα όταν ζυμώνεται «κάτω από το βλέμμα της ΓΑΔΑ» κρίνεται ως «αντιαναπτυξιακό».
Η ζωή στα προσφυγικά, όμως, συνεχίζεται και με ένα τρόπο συνδέει τους πρόσφυγες του «τότε» και του σήμερα. Μια γειτονιά που παλεύει καθημερινά να επιβιώσει και δεν επιθυμεί να γίνει τουριστική ατραξιόν με «ξεναγήσεις» και διαμεσολαβήσεις παντός τύπου.
Η Χρυσούλα Χαριζάνου, κόρη Μικρασιατών, γεννήθηκε, μεγάλωσε και έκανε οικογένεια στα προσφυγικά. Την ώρα που πίνει καφέ σε μια γειτόνισσα, την ξεσηκώνω να μου πει δυο, τρεις κουβέντες μέσα στο διαμέρισμά της.
Όπως μου λέει δεν πρόκειται να φύγει. «Ό,τι και να γίνει, εγώ θα μείνω εδώ, σε αυτό το σπίτι που έζησα ολόκληρη τη ζωή μου». Μου δείχνει τον Λυκαβηττό από το μπαλκόνι της και από την ταράτσα, λίγο αργότερα, το τσιμεντένιο «τέρας» που σηκώσανε δίπλα: τα δικαστήρια.
«Έβγαλα το Δημοτικό και μία τάξη στο Γυμνάσιο. Ο πατέρας μου με έστειλε να μάθω να ράβω πουκάμισα για να μπορώ να βγάζω κάποια χρήματα. Έτσι και έγινε. Παντρεύτηκα στα 32 μου και δούλεψα μαζί με τον άντρα μου ο οποίος έφτιαξε κάποια στιγμή δικό του μαγαζί με πουκάμισα. Κάναμε το ‘σώμα’ του ρούχου και μετά εγώ έραβα τα κολάρα, τα πέτα...», μου διηγείται.
Δίπλα από την είσοδο υπάρχει ένα μικρό αποθηκάκι. «Στον πόλεμο είχαν έρθει δυο πιτσιρίκια, αριστεροί, τους οποίους ψάχνανε. Εδώ τους έκρυψα», μου αποκαλύπτει, βγάζοντας παράλληλα από το συρτάρι κάμποσες φωτογραφίες με τα τρία παιδιά της, τα πέντε εγγόνια της και τις δεκάδες ορειβατικές εκδρομές προαγματοποίησε στη ζωή της.
«Περάσαμε ωραία ζωή, φτωχική βέβαια αλλά δεν στερηθήκαμε χαρές. Τέτοιο χάλι όμως στην Ελλάδα δεν έχω ξαναδεί, η χώρα ξεπουλιέται και αυτό είναι κάτι που με στενοχωρεί πολύ». Λίγα μέτρα παραπέρα ένας 65χρονος σκουπίζει επίμονα το σκαλοπάτι του διαμερίσματός του –μαζεύει χώμα κάθε τρεις και λίγο.
Τον πλησιάζω για να τον ρωτήσω που γίνεται η συλλογική κουζίνα –είναι επιφυλακτικός και λιγομίλητος. Στα προσφυγικά η συλλογική κουζίνα διοργανώνεται συνήθως από τον Κώστα Πολυχρονόπουλο -γνωστό πια και ως «Άλλο Άνθρωπο»- ή την Συνέλευση Κατειλημμένων Προσφυγικών [ΣΥ.ΚΑ.ΠΡΟ].
Κατά τη διάρκεια της δράσης συναντώ ξανά τον ίδιο 65χρονο άντρα –προσφέρει νερό στα παιδιά από τη συλλογική κουζίνα που θέλουν να ξεπαγώσουν κάμποσα ψάρια. Η πόρτα του είναι ανοιχτή στην κοινότητα˙ τόσο σε μετανάστες όσο και σε παιδιά της συνέλευσης που παλεύουν να μην μετατραπούν τα προσφυγικά σε μουσείο.
Η ζωή στα προσφυγικά δεν ήταν πάντα εύκολη μου εξηγούν ορισμένα παιδιά από την ΣΥ.ΚΑ.ΠΡΟ. «Χρειάζεται πολλή δουλειά για να συνεχιστεί αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε».
Αρκετοί ντόπιοι δυσφόρησαν κάποια στιγμή με τους μετανάστες και πρόσφυγες γείτονές τους -με τον καιρό όμως έμαθαν να ζουν αρμονικά. Ίσως γιατί στο συλλογικό ασυνείδητό τους είναι καταγεγραμμένη η τροχιά της προσφυγιάς -από μόνο του βέβαια αυτό δε φτάνει.
«Είναι λογικό...», μου εξηγούν, τα παιδιά στη συλλογική κουζίνα, «... να φοβάσαι όταν βλέπεις να έρχονται τύποι που διακινούν ναρκωτικά έξω από το σπίτι σου». Ωστόσο, το ζωντάνεμα της γειτονιάς και οι παρεμβάσεις ακόμη και σε τέτοια, επικίνδυνα περιστατικά είναι ζητήματα κοινοτικά. «Βασική προτεραιότητα της συνέλευσης είναι να ζωντανέψει τη γειτονιά και να την επαναπροσδιορίσει ως μια κατειλημμένη κοινότητα. Για να δώσουμε ουσιαστικό περιεχόμενο στο λόγο μας οργανώνουμε στη γειτονιά μια σειρά από δομές και δραστηριότητες, οι οποίες της δίνουν ζωή, ενθαρρύνουν την αλληλοβοήθεια και την αλληλεγγύη και τη ζυμώνουν με όρους συντροφικότητας και αυτοοργάνωσης», αναφέρει σε μια μπροσούρα της η ΣΥ.ΚΑ.ΠΡΟ.
Μίλια μακριά από το φασιστικό μοντέλο του Άγιου Παντελεήμονα, η συνέλευση των κατειλημμένων προσφυγικών αποτελεί ένα ζωντανό, σημερινό εγχείρημα κοινοτισμού: μακριά από εθνικούς, φυλετικούς και θρησκευτικούς φραγμούς.
Σχέδια για εφημερίδα που θα μεταφράζεται σε 3-4 γλώσσες, οργάνωση και διαχείριση προϊόντων που θα πουλιούνται (ψωμί κλπ), μαθήματα εκμάθησης ελληνικών σε μετανάστες καθώς και συμμετοχή σε δράσεις που αφορούν τον κόσμο της εργασίας (εργαζόμενους, ανέργους).
Σε μια πόλη όπου οι άστεγοι (δεν) μαθαίνουν να ζουν με το «κτιριακό πλεόνασμα», οι καταλήψεις στέγης, και ιδιαίτερα αυτή των προσφυγικών, είναι σε θέση να «εξηγήσει» ένα διαφορετικό μέλλον.
«Η δική μας αφήγηση για τη γειτονιά των προσφυγικών μιλά για τον αγώνα, για επιβίωση και αξιοπρέπεια, για διαφυλετική και διαθρησκευτική συμβίωση σε καιρούς ανέχειας και κανιβαλισμού», γράφει η συνέλευση σε κείμενο που μοιράστηκε στις 12 Μαρτίου.
Η γρήγορη ματιά μου στη γειτονιά τείνει να συμφωνήσει με την αφήγηση της συνέλευσης: όσο λιγότερα χέρια έχει πάνω της, τόσο το καλύτερο.