Παραλιακή χωρίς βραδινή ζωή, απλά δε νοείται. Ας την επισκεφθούμε λοιπόν με τον δεινό ρεπόρτερ της «Ακρόπολης»:
«Ετελείωσε κύριοι, κατέστημεν οι περισσότεροι προκατακλυσμιαία μαμούθ και καθημερινώς ευρισκόμεθα προ νεωτέρων εκπλήξεων, μυστηρίων και φαινομένων. Δεν δυνάμεθα όχι πλέον να συμβαδίσωμεν αλλά ούτε και να ακολουθήσωμεν καν την ιλιγγιώδη εξέλιξιν και τας απείρους εκδηλώσεις της σημερινής καλλιτεχνικής και κοσμικής ζωής.
»Επάνω στο γραφείο μου ανεπαύετο προχθές προκλητική η κάτωθι ειδοποίησις:
«…Ντάνσιγκ πολυτελέστατον! Νούμερα καλλιτεχνικά από παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες!! Ατραξιόν εξωφρενικές!! Η τελευταία λέξη της διασκεδαζούσης Ευρώπης!! Σανσονέττες παριζιάνικες από την διάσημον… κτλ.».
»Αντιλαμβάνεσθε βεβαίως τι επίδρασι, τι συγκίνησι, μπορεί να έχη μια τέτοια ειδοποίησις εις άνθρωπον καβουρδιζόμενον, ξεροψηνόμενον εις τους τέσσαρας τοίχους του δημοσιογραφικού γραφείου και καταβρέχοντα τα πάντα ως αρτεσιανός πίδαξ δια του ιδρώτος του.
»Ιδρύονται καζίνο και παράγονται κοσμικά κέντρα περισσότερα από την μοντέρνα στιχουργική, αναδύονται εκ του βυθού της θαλάσσης κυαναί ακταί και λουτροπόλεις, και ημείς εξακολουθούμεν φευ! να ναρκισσευώμεθα με τη νιρβάνα του Ζαππείου, των Πατησίων και του Λαϊκού Κήπου.
»Παρακαλώ! Η απόφασις ελήφθη. Ωπλίσθηκα, κατωχυρώθην δι’ όλων των δυνατών πολεμεφοδίων και εξεκίνησα ρυμουλκούμενος υπό δύο συναδέλφων μεμυημένων εις την κοσμικήν ζωήν και συγχρονισμένων εις την καλλιτεχνικήν κίνησιν με αντικειμενικόν σκοπόν το θρυλικόν «Πουασσόν ντορ» το οποίον κατώρθωσε να καταλάβη στήλας εφημερίδων και ν’αναρριχηθή εις όλους τους τοίχους των μανδρών.
»Η αναπαυτική Μπερλιέ μας δέχεται και μετά γαληνοτάτην διαδρομήν απεβιβάσθημεν εις εν εκ των παραλιακών προαστείων των Αθηνών. Τα μπαρ, μικρά και μεγάλα, φιλοξενούν πολύ κόσμο που έρχεται ν’αναπνεύση και δροσισθή απ’το βραδυνό ήρεμο μελτεμάκι. Κόσμος όλων των τάξεων, όλων των ηλικιών έρχεται, απέρχεται, διέρχεται, μας σπρώχνει, ξεφωνίζει, διαπληκτίζεται και μας ρίχνει συχνότατα βλέμματα ερευνητικά και περίεργα. Εισερχόμεθα εις εν από τα μπαρ.
»Δόξα εις την ζωήν, εις το γλέντι, εις την γυναίκα, εις τον Μαμμωνά. Τα δύο τελευταία λατρεύονται, θεοποιούνται, όσον ουδείς μέχρι σήμερον. Ερωτήσατε αυτούς όλους οι οποίοι εισήλθον με προσοχήν και εμβρίσθειαν Αϊνστάιν ασχολουμένου να επιλύση τα γριφώδη προβλήματά του, αυτόν όλον τον κόσμον ο οποίος τώρα κινείται, χειρονομεί, γελά, φλερτάρει, χορεύει, που δεν χάνει στιγμήν χωρίς να την διασκεδάση∙ ερωτήσατε τον παρακαλώ, μεριμνά δια την αύριον; … Ε σας βεβαιώ, ότι ούτε καν απαντήσεως θα τύχετε, ούτε καν βλέμματος θα αξιωθήτε.
»Εδώ το παν είνε ζεμανφουτισμός. Όλαι, όλοι αυτό σας δείχνουν, αυτό σας φωνάζουν. Φώτα πλημμύρα. Ατμόσφαιρα σαγηνευτική, τραβηχτική, χαρούμενη. Κυττάξετε τα μελίσσια των γλεντζέδων των σημερινών αυτών κυρίαρχων της ζωής με τι κέφι, με τι όνειρα δρασκελίζουν την πάμφωτη πόρτα του ναού αυτού του γλεντιού.
»Καταλαμβάνομεν ένα κατά τύχη κενόν τραπεζάκι κάτω από ένα θαλλερό πεύκο, φορτωμένο με πολύχρωμα γλομπάκια σαν ανθισμένη ροδοπέταλη πικροδάφνη.
«Ετελείωσε κύριοι, κατέστημεν οι περισσότεροι προκατακλυσμιαία μαμούθ και καθημερινώς ευρισκόμεθα προ νεωτέρων εκπλήξεων, μυστηρίων και φαινομένων. Δεν δυνάμεθα όχι πλέον να συμβαδίσωμεν αλλά ούτε και να ακολουθήσωμεν καν την ιλιγγιώδη εξέλιξιν και τας απείρους εκδηλώσεις της σημερινής καλλιτεχνικής και κοσμικής ζωής.
»Επάνω στο γραφείο μου ανεπαύετο προχθές προκλητική η κάτωθι ειδοποίησις:
«…Ντάνσιγκ πολυτελέστατον! Νούμερα καλλιτεχνικά από παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες!! Ατραξιόν εξωφρενικές!! Η τελευταία λέξη της διασκεδαζούσης Ευρώπης!! Σανσονέττες παριζιάνικες από την διάσημον… κτλ.».
»Αντιλαμβάνεσθε βεβαίως τι επίδρασι, τι συγκίνησι, μπορεί να έχη μια τέτοια ειδοποίησις εις άνθρωπον καβουρδιζόμενον, ξεροψηνόμενον εις τους τέσσαρας τοίχους του δημοσιογραφικού γραφείου και καταβρέχοντα τα πάντα ως αρτεσιανός πίδαξ δια του ιδρώτος του.
»Ιδρύονται καζίνο και παράγονται κοσμικά κέντρα περισσότερα από την μοντέρνα στιχουργική, αναδύονται εκ του βυθού της θαλάσσης κυαναί ακταί και λουτροπόλεις, και ημείς εξακολουθούμεν φευ! να ναρκισσευώμεθα με τη νιρβάνα του Ζαππείου, των Πατησίων και του Λαϊκού Κήπου.
»Παρακαλώ! Η απόφασις ελήφθη. Ωπλίσθηκα, κατωχυρώθην δι’ όλων των δυνατών πολεμεφοδίων και εξεκίνησα ρυμουλκούμενος υπό δύο συναδέλφων μεμυημένων εις την κοσμικήν ζωήν και συγχρονισμένων εις την καλλιτεχνικήν κίνησιν με αντικειμενικόν σκοπόν το θρυλικόν «Πουασσόν ντορ» το οποίον κατώρθωσε να καταλάβη στήλας εφημερίδων και ν’αναρριχηθή εις όλους τους τοίχους των μανδρών.
»Η αναπαυτική Μπερλιέ μας δέχεται και μετά γαληνοτάτην διαδρομήν απεβιβάσθημεν εις εν εκ των παραλιακών προαστείων των Αθηνών. Τα μπαρ, μικρά και μεγάλα, φιλοξενούν πολύ κόσμο που έρχεται ν’αναπνεύση και δροσισθή απ’το βραδυνό ήρεμο μελτεμάκι. Κόσμος όλων των τάξεων, όλων των ηλικιών έρχεται, απέρχεται, διέρχεται, μας σπρώχνει, ξεφωνίζει, διαπληκτίζεται και μας ρίχνει συχνότατα βλέμματα ερευνητικά και περίεργα. Εισερχόμεθα εις εν από τα μπαρ.
»Δόξα εις την ζωήν, εις το γλέντι, εις την γυναίκα, εις τον Μαμμωνά. Τα δύο τελευταία λατρεύονται, θεοποιούνται, όσον ουδείς μέχρι σήμερον. Ερωτήσατε αυτούς όλους οι οποίοι εισήλθον με προσοχήν και εμβρίσθειαν Αϊνστάιν ασχολουμένου να επιλύση τα γριφώδη προβλήματά του, αυτόν όλον τον κόσμον ο οποίος τώρα κινείται, χειρονομεί, γελά, φλερτάρει, χορεύει, που δεν χάνει στιγμήν χωρίς να την διασκεδάση∙ ερωτήσατε τον παρακαλώ, μεριμνά δια την αύριον; … Ε σας βεβαιώ, ότι ούτε καν απαντήσεως θα τύχετε, ούτε καν βλέμματος θα αξιωθήτε.
»Εδώ το παν είνε ζεμανφουτισμός. Όλαι, όλοι αυτό σας δείχνουν, αυτό σας φωνάζουν. Φώτα πλημμύρα. Ατμόσφαιρα σαγηνευτική, τραβηχτική, χαρούμενη. Κυττάξετε τα μελίσσια των γλεντζέδων των σημερινών αυτών κυρίαρχων της ζωής με τι κέφι, με τι όνειρα δρασκελίζουν την πάμφωτη πόρτα του ναού αυτού του γλεντιού.
»Καταλαμβάνομεν ένα κατά τύχη κενόν τραπεζάκι κάτω από ένα θαλλερό πεύκο, φορτωμένο με πολύχρωμα γλομπάκια σαν ανθισμένη ροδοπέταλη πικροδάφνη.
Δεν είχαμε καν αποθέση τα καπέλλα, δεν είχαμε καν καταπλεύση και προσανατολισθή με το περιβάλλον, πού τέτοιο πράγμα, όλοι οι εναπομείναντες πλωτάρχαι του πολεμικού ναυτικού δεν μπορούν να το κατορθώσουν και τζουπ σαν τορπίλλα, σαν κεραυνός άνευ αστραπής, ενσκύπτει ένα άψογον περιβολής γκαρσόνι.
-Οι κύριοι παρακαλώ;
»Προσποιήθημεν πάθησιν των ώτων. Μια ολοκάθαρη πετσέτα κινείται εις τον αέρα. Μια περιστροφή γίνεται με μηχανικήν ταχύτητα και το γκαρσόνι επαναλαμβάνει την επίθεσιν κατά μέτωπον.
-Τι θα πάρουν οι κύριοι;
»Μάτην περιφέρομεν απεγνωσμένα βλέμματα ζητούντες κάποιο τιμολόγιον. Επιτέλους υπετάχθημεν. Μία λεμονάδα λέγει ο γεροντότερος και επαναλαμβάνομεν το αυτό και οι άλλοι εν χορώ.
»Παρακολουθήσατε τώρα μερικές αδιάκριτες κουτσομπολικές δημοσιογραφικές ματιές.
»Εις ένα τραπεζάκι της πρώτης σειράς που απέχει μόλις ένα μέτρο από την πίστα του χορού διακρίνω ένα κύριον πρώην υπουργόν και παρ’ολίγον νυν, ακραιφνή δε και πιστόν λάτρην της Θέμιδος να ροφά μακαρίως την γρανίταν του. Απέναντί του ακριβώς ένα πληρεξούσιον πρώην ναυτικόν, ο οποίος εννοεί να ρετουσάρει με τα μάτια του όλα τα θηλυκά του καταστήματος.
»Ένας κατά λάθος διπλωμάτης φουσκώνων και ξεφουσκώνων σαν πιστόνι αυτοκινήτου δια να συγκρατήση εις το μάτι του ένα ατίθασον μονόκλ το οποίον συνεχώς και καθαρίζει δια να σώση τα προσχήματα.
»Μερικοί δανδήδες με ελαφρά, χυτά, φρέσκα, ατσαλάκωτα σμόκιν λιγόνονται εμπρός εις κατάξανθες μαντονίνες αλλά Ραφαέλο.
»Τα πλήκτρα του πιάνου αφίνουν μερικά ακατάστατα μοτίβα σημείον προειδοποιήσεως και σε λίγα λεπτά εμφανίζεται εις το καρέ του χορού η διάσημος Annete Angeline. Μια κόρη της Αλσατίας κατάξανθη, περισσότερο και από διάφανο περσικό μετάξι, προχωρεί όλο γέλιο, περιφέρει τα μάτια της που μοιάζουν σαν μουντό χρυσάφι κι’αφού πιστοποιήσει την ύπαρξιν ωρισμένων προσώπων αρχίζει με πολύ χάρι και μπρίο το «Καντ’ον εμ ον α τουζούρ» κλπ., γνωστό γνωστότατο τραγουδάκι που έχει ξετρελλάνει κόσμο. Το τέλος υποδέχονται ζωηρά χειροκροτήματα και η Ανέττα επαναλαμβάνει την εκτέλεσιν πλησιάζουσα προς το μέρος του κυρίου πρώην υπουργού.
»Τα παιχνιδιάρικα μάτια της τρυπούν αλύπητα τας ναρκωμένας του αισθήσεις, εξασκούν γοητείαν όχι συνήθη η οποία εκδηλούται εις σπασμωδικά ανεβοκατεβάσματα του σουβλερού γενίου του. Ο ενθουσιασμός είνε ζωγραφισμένος εις το πρόσωπό του. Θέλει να φωνάξη, να χειροκροτήση, να εξομολογηθή με τον τρόπον που ξέρουν οι άνθρωποι αυτοί, αλλά τον κρατεί, τον καθηλώνει, τον σοβαροποιεί πάραυτα η πιθανή υπουργικοποίησίς του, ο κόσμος που τον περιεργάζεται, τα προσχήματα επιτέλους εις τα οποία πολλοί στηρίζουν τα τρία τέταρτα της ζωής των.
»Και η Ανέττα ρίχνει αλλού τα δίχτυα απογοητευμένη…
»Πέρασαν μόλις πέντε λεπτά και ξαφνικά απότομος κτύπος γκρανκάσσας, δαρσίματα και σκουξίματα βιολιού, ξεφωνητά, ουρλιάσματα, ρίχνουν δυο ανθρώπους στην πίστα του χορού. Τα γλομπάκια γίνονται κόκκινα σαν αίμα, τα σαν άλυκες παπαρούνες στόματα σφάλουν, φασαμέν και μονόκλ κινητοποιούνται και τα πάντα ως εκ θαύματος περιπίπτουν εις απόλυτον σιγήν.
»Ευρισκόμεθα εις την ταβέρναν του Ζολά ή εις κοσμικόν κέντρον όπου βασιλεύει η δροσιά, η χαρά, το κέφι;
-Εκείνος υψηλός μονμαρτρέζος απάχης με μάτια πλαισιωμένα από τη σφραγίδα της έκφυλης ζωής, ευκίνητος σαν φίδι, στέκει καλά στο ρόλο του.
-Εκείνη, μίγμα αισθαντικής ρωσσοπολωνέζας, υψηλή, με μαλλιά σαν χρυσό βάζο επάνω σε μια κολώνα από έβενο, με μάτια σαν δύο βαθειά κανάλια, επάνω στα σκούρα νερά των οποίων οι κόρες άφηναν την γλυκυτάτην απόχρωσιν του μυστικού των φωτός, σας έκαναν να χάνετε προς στιγμήν την αίσθησιν του περιβάλλοντος και να νομίζετε ότι περνάτε σιγά σιγά την γέφυραν των στεναγμών.
»Ο μαέστρος δίνει το σύνθημα και σαν ασημοφτέρουγα πουλιά, ανάλαφρα, άυλα, ξεπετούν τα θεότρελλα ακόρντα ενός απάχικου χορού. Η αναπνοές κρατούνται, τα χείλη σφίγγονται και τα γλομπάκια παίρνουν βαθύτερες προς το κόκκινο αποχρώσεις.
»Και το ζευγάρι χορεύει, πηδά, παλεύει. Τα σώματα, τα πολύμορφα σώματα που γουβώνονται και περιτυλίγονται, που μαζεύονται και τεντώνονται πιο χαϊδευτικά από χέρι, πιο εκφραστικά από μάτια, που κάμπτονται σαν ανεμόδαρτα ριγηλά κυπαρίσσια, που σφίγγονται κ’ανατριχιάζουν, που κυλιούνται κάτου, που περιστρέφονται το ένα στα χέρια του άλλου…
»Τα γλομπάκια πήραν πάλι του χαρούμενο φως. Τα γκαρσόνια αρχίζουν πάλιν τους λανσιέδες τους και οι περισσότερον καλλιτέχναι χειροκροτούν ακόμη το κάθιδρο ζευγάρι.
-Γκαρσόν, δύο φρομπουάζ με σελτζ, παραγέλλει ένας κύριος, νεότευκτος υπουργός, εγκαινιάσας σήμερον την απαστράπτουσαν Βουαζέντα.
»Το κέφι γενικεύεται και προχωρεί κρεσσέντο. Η πρώτη δοξαριά ξεσηκώνει τους διάφανους χρωματιστούς ατμούς του κρεπ-ζορζέτ.Τα μοτίβα της «Κακαγουέττας» παρασύρουν όλους τους βετεράνους του βραδυνού γλεντιού. Τι ανδρείκελλα ηλεκτροκίνητα, οποίος ίλιγγος των κάτω άκρων.
»Η πίστα πλημμυρίζει εν ακαρεί από ζευγαράκια που παραδίδονται εις το λίκνισμα του χορού ξένοιαστα. Η λαγώνες τσακίζονται, επαναστατούν και διαγράφουν όλα τα γνωστά μέχρι σήμερον γεωμετρικά σχήματα από τον ίλιγγο του χορού.
-Οι κύριοι παρακαλώ;
»Προσποιήθημεν πάθησιν των ώτων. Μια ολοκάθαρη πετσέτα κινείται εις τον αέρα. Μια περιστροφή γίνεται με μηχανικήν ταχύτητα και το γκαρσόνι επαναλαμβάνει την επίθεσιν κατά μέτωπον.
-Τι θα πάρουν οι κύριοι;
»Μάτην περιφέρομεν απεγνωσμένα βλέμματα ζητούντες κάποιο τιμολόγιον. Επιτέλους υπετάχθημεν. Μία λεμονάδα λέγει ο γεροντότερος και επαναλαμβάνομεν το αυτό και οι άλλοι εν χορώ.
»Παρακολουθήσατε τώρα μερικές αδιάκριτες κουτσομπολικές δημοσιογραφικές ματιές.
»Εις ένα τραπεζάκι της πρώτης σειράς που απέχει μόλις ένα μέτρο από την πίστα του χορού διακρίνω ένα κύριον πρώην υπουργόν και παρ’ολίγον νυν, ακραιφνή δε και πιστόν λάτρην της Θέμιδος να ροφά μακαρίως την γρανίταν του. Απέναντί του ακριβώς ένα πληρεξούσιον πρώην ναυτικόν, ο οποίος εννοεί να ρετουσάρει με τα μάτια του όλα τα θηλυκά του καταστήματος.
»Ένας κατά λάθος διπλωμάτης φουσκώνων και ξεφουσκώνων σαν πιστόνι αυτοκινήτου δια να συγκρατήση εις το μάτι του ένα ατίθασον μονόκλ το οποίον συνεχώς και καθαρίζει δια να σώση τα προσχήματα.
»Μερικοί δανδήδες με ελαφρά, χυτά, φρέσκα, ατσαλάκωτα σμόκιν λιγόνονται εμπρός εις κατάξανθες μαντονίνες αλλά Ραφαέλο.
»Τα πλήκτρα του πιάνου αφίνουν μερικά ακατάστατα μοτίβα σημείον προειδοποιήσεως και σε λίγα λεπτά εμφανίζεται εις το καρέ του χορού η διάσημος Annete Angeline. Μια κόρη της Αλσατίας κατάξανθη, περισσότερο και από διάφανο περσικό μετάξι, προχωρεί όλο γέλιο, περιφέρει τα μάτια της που μοιάζουν σαν μουντό χρυσάφι κι’αφού πιστοποιήσει την ύπαρξιν ωρισμένων προσώπων αρχίζει με πολύ χάρι και μπρίο το «Καντ’ον εμ ον α τουζούρ» κλπ., γνωστό γνωστότατο τραγουδάκι που έχει ξετρελλάνει κόσμο. Το τέλος υποδέχονται ζωηρά χειροκροτήματα και η Ανέττα επαναλαμβάνει την εκτέλεσιν πλησιάζουσα προς το μέρος του κυρίου πρώην υπουργού.
»Τα παιχνιδιάρικα μάτια της τρυπούν αλύπητα τας ναρκωμένας του αισθήσεις, εξασκούν γοητείαν όχι συνήθη η οποία εκδηλούται εις σπασμωδικά ανεβοκατεβάσματα του σουβλερού γενίου του. Ο ενθουσιασμός είνε ζωγραφισμένος εις το πρόσωπό του. Θέλει να φωνάξη, να χειροκροτήση, να εξομολογηθή με τον τρόπον που ξέρουν οι άνθρωποι αυτοί, αλλά τον κρατεί, τον καθηλώνει, τον σοβαροποιεί πάραυτα η πιθανή υπουργικοποίησίς του, ο κόσμος που τον περιεργάζεται, τα προσχήματα επιτέλους εις τα οποία πολλοί στηρίζουν τα τρία τέταρτα της ζωής των.
»Και η Ανέττα ρίχνει αλλού τα δίχτυα απογοητευμένη…
»Πέρασαν μόλις πέντε λεπτά και ξαφνικά απότομος κτύπος γκρανκάσσας, δαρσίματα και σκουξίματα βιολιού, ξεφωνητά, ουρλιάσματα, ρίχνουν δυο ανθρώπους στην πίστα του χορού. Τα γλομπάκια γίνονται κόκκινα σαν αίμα, τα σαν άλυκες παπαρούνες στόματα σφάλουν, φασαμέν και μονόκλ κινητοποιούνται και τα πάντα ως εκ θαύματος περιπίπτουν εις απόλυτον σιγήν.
»Ευρισκόμεθα εις την ταβέρναν του Ζολά ή εις κοσμικόν κέντρον όπου βασιλεύει η δροσιά, η χαρά, το κέφι;
-Εκείνος υψηλός μονμαρτρέζος απάχης με μάτια πλαισιωμένα από τη σφραγίδα της έκφυλης ζωής, ευκίνητος σαν φίδι, στέκει καλά στο ρόλο του.
-Εκείνη, μίγμα αισθαντικής ρωσσοπολωνέζας, υψηλή, με μαλλιά σαν χρυσό βάζο επάνω σε μια κολώνα από έβενο, με μάτια σαν δύο βαθειά κανάλια, επάνω στα σκούρα νερά των οποίων οι κόρες άφηναν την γλυκυτάτην απόχρωσιν του μυστικού των φωτός, σας έκαναν να χάνετε προς στιγμήν την αίσθησιν του περιβάλλοντος και να νομίζετε ότι περνάτε σιγά σιγά την γέφυραν των στεναγμών.
»Ο μαέστρος δίνει το σύνθημα και σαν ασημοφτέρουγα πουλιά, ανάλαφρα, άυλα, ξεπετούν τα θεότρελλα ακόρντα ενός απάχικου χορού. Η αναπνοές κρατούνται, τα χείλη σφίγγονται και τα γλομπάκια παίρνουν βαθύτερες προς το κόκκινο αποχρώσεις.
»Και το ζευγάρι χορεύει, πηδά, παλεύει. Τα σώματα, τα πολύμορφα σώματα που γουβώνονται και περιτυλίγονται, που μαζεύονται και τεντώνονται πιο χαϊδευτικά από χέρι, πιο εκφραστικά από μάτια, που κάμπτονται σαν ανεμόδαρτα ριγηλά κυπαρίσσια, που σφίγγονται κ’ανατριχιάζουν, που κυλιούνται κάτου, που περιστρέφονται το ένα στα χέρια του άλλου…
»Τα γλομπάκια πήραν πάλι του χαρούμενο φως. Τα γκαρσόνια αρχίζουν πάλιν τους λανσιέδες τους και οι περισσότερον καλλιτέχναι χειροκροτούν ακόμη το κάθιδρο ζευγάρι.
-Γκαρσόν, δύο φρομπουάζ με σελτζ, παραγέλλει ένας κύριος, νεότευκτος υπουργός, εγκαινιάσας σήμερον την απαστράπτουσαν Βουαζέντα.
»Το κέφι γενικεύεται και προχωρεί κρεσσέντο. Η πρώτη δοξαριά ξεσηκώνει τους διάφανους χρωματιστούς ατμούς του κρεπ-ζορζέτ.Τα μοτίβα της «Κακαγουέττας» παρασύρουν όλους τους βετεράνους του βραδυνού γλεντιού. Τι ανδρείκελλα ηλεκτροκίνητα, οποίος ίλιγγος των κάτω άκρων.
»Η πίστα πλημμυρίζει εν ακαρεί από ζευγαράκια που παραδίδονται εις το λίκνισμα του χορού ξένοιαστα. Η λαγώνες τσακίζονται, επαναστατούν και διαγράφουν όλα τα γνωστά μέχρι σήμερον γεωμετρικά σχήματα από τον ίλιγγο του χορού.
Το μάτι μου παίρνει ένα μεγαλόσχημον ζαπλουτικόν μεγαθήριον της Θεσσαλονίκης να ρυμουλκή μία μικρούλα, ένα τρυφερουδάκι, με τα σημεία της πρώτης καθελκύσεως εις την ζωήν, εις τον στρόβιλον του φοξ…
»Διάσημες αρτίστες οπερεττών και επιθεωρήσεων αφικνούνται για να τονώσουν το γλέντι που άρχισε να χασμουργιέται… Είνε ώρα να φύγωμε μας λέγει ο πρεσβύτερος της συντροφιάς, ο οποίος έχη μεταβάλλει προ πολλού το κορμό του πεύκου εις μαξιλάρι.
»Όταν βγήκαμε και ξεκινήσαμε προς τα κάτω μέσα στο πρωινό αχνογάλαζο σύθαμπο, ακούσαμε τη βραχνή φωνή της ωραίας Αγγελάρας να μέλπη προς τους θαυμαστάς της.
Με καψες, με καψες
με καψες που να καής
σαν το κεράκι της λαμπρής».
»Διάσημες αρτίστες οπερεττών και επιθεωρήσεων αφικνούνται για να τονώσουν το γλέντι που άρχισε να χασμουργιέται… Είνε ώρα να φύγωμε μας λέγει ο πρεσβύτερος της συντροφιάς, ο οποίος έχη μεταβάλλει προ πολλού το κορμό του πεύκου εις μαξιλάρι.
»Όταν βγήκαμε και ξεκινήσαμε προς τα κάτω μέσα στο πρωινό αχνογάλαζο σύθαμπο, ακούσαμε τη βραχνή φωνή της ωραίας Αγγελάρας να μέλπη προς τους θαυμαστάς της.
Με καψες, με καψες
με καψες που να καής
σαν το κεράκι της λαμπρής».