Ας τον τρελό στην τρέλα του...
Μα όλοι οι ‘κουζουλοί’ στη γειτονιά μου μαζεύτηκαν? [για νη μην πω πολυκατοικία...]. Απρόβλεπτοι στη συμπεριφορά τους ενοχλούνται με όλους και με όλα δι’ ασήμαντον αφορμήν. Μόλις ηρεμεί ο ένας αρχινάει ο άλλος. Τους μάντρωσα σε εισαγωγικά, γιατί κατά τα άλλα, φαίνεται πως έχουν σώας τας φρένας των. Πλην μίας των περιπτώσεων, όπου υπολείπεται των 400 της οκάς και συχνά απ’ τη βεράντα εκφωνεί βαρυσήμαντους λόγους. Οι υπόλοιποι σε γενικές γραμμές γίνονται ‘γραφικοί’ όταν κάτι τους ενοχλεί, όταν λ.χ. γαβγίζουν τα σκυλιά της γειτονιάς· όταν παίζουν θορυβώντας τα παιδιά· όταν λερώνουν οι δεκαοκτούρες τα αυτοκίνητά τους· όταν τσακώνονται οι γείτονες· όταν τινάζει ο από πάνω· όταν καρφώνει ο από κάτω· όταν… όταν…
Μεταλλαγμένοι γραφικοί τύποι της παλιάς Αθήνας? Μόνο που εκείνοι ήταν αυθεντικοί. Μάζεψα μερικούς με αφορμή τα καρναβάλια μα κυρίως την οπερέτα Απάχηδες των Αθηνών που πρόσφατα παρακολούθησα και που με ‘ταξίδεψε’ στην αλλοτινή Αθήνα -που δεν έζησα βέβαια μα- που προσπαθώ να γνωρίσω μέσα από βιβλία και φωτογραφίες.
Σακουλές..., γύριζε τα καφενεία φορώντας ξύλινα παλιοπάπουτσα και είχε στον ώμο κρεμασμένη μια σακούλα –εξού και το παρατσούκλι. Έπαιρνε σβάρνα τα καφενεία, στεκόταν μπροστά στους θαμώνες και έλεγε: κύριος, δώσε ρε, μία δεκάρα. Μερικοί του έδιναν ένα 50ράκι και του έλεγαν να μη ξαναζητήσει πριν περάσουν 10 μέρες. Κι όταν τον ρωτούσαν γιατί δε δουλεύει αφού και γερός και ξύπνιος είναι, απαντούσε: να δουλέψω; Γιατί; Ολάκερη Αθήνα δε μπορεί να θρέψει έναν τεμπέλη σαν και μένα; Ένας φιλόσοφος-ζητιάνος που βοηθούσε με διακριτικότητα ορφανά και φουκαράδες...
Ηλίας Σαμψάκος..., δημοσιογράφος, ανέβαινε σε μια καρέκλα πότε του ενός και πότε του άλλου καφενείου, κτυπούσε ένα κουδούνι, μαζευόταν ο κοσμάκης κι έβγαζε λόγους ασυνάρτητους που τελείωναν μ’ ένα ‘Ζήτω το Έθνος, κάτω ο Πανσλαυισμός’. Το …πολιτικό του κέντρο ήταν ολόκληρη η τότε στρογγυλή πλατεία της Ομόνοιας. Ονόμαζε τενεκέδες και ρυπαρογράφους τους υπόλοιπους δημοσιογράφους αφού δεν ενέκριναν και δεν αναγνώριζαν τον ...Σαμψακισμό! του. Ενώ για τον εαυτό του έλεγε πως ήταν ο Σαμψάκος ο Α’ πρίγκιπας εξ αίματος και εχθροί του οι πανσλαυιστές, οι βεβηλωτές του Ευαγγελίου, η Δυναστεία του Γεωργίου. Σε κάποια συνεδρίαση της Βουλής, είχε πετάξει μια μπάλα κατά του ομιλούντος στο βήμα. Αναταραχή στη βουλή, ανάστατοι οι βουλευτές, επεμβαίνει η φρουρά και τον συλλαμβάνει ενώ …συλλαμβάνεται και η μπάλα που δεν ήταν παρά ένα μάτσο κουρέλια και χαρτιά.
Γιάννης Θεός..., σύχναζε κι αυτός στα καφενεία της Αθήνας. Ψηλός, ωραίος, με κόκκινα μαλλιά και μούσι, πουλούσε τσιγάρα. Τα έβγαζε από ένα βαλιτσάκι και τα διαλαλούσε με σιγανή φωνή. Ευγενικός, θυμόταν τους πελάτες και τις προτιμήσεις του. Κάποιος μια μέρα του είπε πως η μύτη του φανερώνει προέλευση εβραϊκή. Αυτό ήταν! Ο Γιάννης άρχισε να πιστεύει ότι ήταν αδελφός του Χριστού και από τότε όδευε σιγά-σιγά προς το ψυχιατρείο...
Μεταλλαγμένοι γραφικοί τύποι της παλιάς Αθήνας? Μόνο που εκείνοι ήταν αυθεντικοί. Μάζεψα μερικούς με αφορμή τα καρναβάλια μα κυρίως την οπερέτα Απάχηδες των Αθηνών που πρόσφατα παρακολούθησα και που με ‘ταξίδεψε’ στην αλλοτινή Αθήνα -που δεν έζησα βέβαια μα- που προσπαθώ να γνωρίσω μέσα από βιβλία και φωτογραφίες.
Σακουλές..., γύριζε τα καφενεία φορώντας ξύλινα παλιοπάπουτσα και είχε στον ώμο κρεμασμένη μια σακούλα –εξού και το παρατσούκλι. Έπαιρνε σβάρνα τα καφενεία, στεκόταν μπροστά στους θαμώνες και έλεγε: κύριος, δώσε ρε, μία δεκάρα. Μερικοί του έδιναν ένα 50ράκι και του έλεγαν να μη ξαναζητήσει πριν περάσουν 10 μέρες. Κι όταν τον ρωτούσαν γιατί δε δουλεύει αφού και γερός και ξύπνιος είναι, απαντούσε: να δουλέψω; Γιατί; Ολάκερη Αθήνα δε μπορεί να θρέψει έναν τεμπέλη σαν και μένα; Ένας φιλόσοφος-ζητιάνος που βοηθούσε με διακριτικότητα ορφανά και φουκαράδες...
Ηλίας Σαμψάκος..., δημοσιογράφος, ανέβαινε σε μια καρέκλα πότε του ενός και πότε του άλλου καφενείου, κτυπούσε ένα κουδούνι, μαζευόταν ο κοσμάκης κι έβγαζε λόγους ασυνάρτητους που τελείωναν μ’ ένα ‘Ζήτω το Έθνος, κάτω ο Πανσλαυισμός’. Το …πολιτικό του κέντρο ήταν ολόκληρη η τότε στρογγυλή πλατεία της Ομόνοιας. Ονόμαζε τενεκέδες και ρυπαρογράφους τους υπόλοιπους δημοσιογράφους αφού δεν ενέκριναν και δεν αναγνώριζαν τον ...Σαμψακισμό! του. Ενώ για τον εαυτό του έλεγε πως ήταν ο Σαμψάκος ο Α’ πρίγκιπας εξ αίματος και εχθροί του οι πανσλαυιστές, οι βεβηλωτές του Ευαγγελίου, η Δυναστεία του Γεωργίου. Σε κάποια συνεδρίαση της Βουλής, είχε πετάξει μια μπάλα κατά του ομιλούντος στο βήμα. Αναταραχή στη βουλή, ανάστατοι οι βουλευτές, επεμβαίνει η φρουρά και τον συλλαμβάνει ενώ …συλλαμβάνεται και η μπάλα που δεν ήταν παρά ένα μάτσο κουρέλια και χαρτιά.
Γιάννης Θεός..., σύχναζε κι αυτός στα καφενεία της Αθήνας. Ψηλός, ωραίος, με κόκκινα μαλλιά και μούσι, πουλούσε τσιγάρα. Τα έβγαζε από ένα βαλιτσάκι και τα διαλαλούσε με σιγανή φωνή. Ευγενικός, θυμόταν τους πελάτες και τις προτιμήσεις του. Κάποιος μια μέρα του είπε πως η μύτη του φανερώνει προέλευση εβραϊκή. Αυτό ήταν! Ο Γιάννης άρχισε να πιστεύει ότι ήταν αδελφός του Χριστού και από τότε όδευε σιγά-σιγά προς το ψυχιατρείο...
Ματιές στην Αθήνα που έφυγε, Μαρία Μαρκογιάννη
Της γειτονιάς μας ο τρελός ή καλύτερα ο γραφικός τύπος, υπήρχε σε κάθε εποχή, κάθε πόλη και χωριό. Ο κόσμος διασκέδαζε με τα καμώματά του και τον πείραζε πολλές φορές, μα τον αγαπούσε και τον βοηθούσε. Ήταν άτομο ξεχωριστό που δεν έμπαινε εύκολα σε καλούπια· μάλλον οι υπόλοιποι όφειλαν να προσαρμοστούν στη δική του πραγματικότητα. Έτσι, ασχολούμενοι μ'αυτόν, ξεχνούσαν τα δικά τους κουσούρια.
Της γειτονιάς μας ο τρελός ή καλύτερα ο γραφικός τύπος, υπήρχε σε κάθε εποχή, κάθε πόλη και χωριό. Ο κόσμος διασκέδαζε με τα καμώματά του και τον πείραζε πολλές φορές, μα τον αγαπούσε και τον βοηθούσε. Ήταν άτομο ξεχωριστό που δεν έμπαινε εύκολα σε καλούπια· μάλλον οι υπόλοιποι όφειλαν να προσαρμοστούν στη δική του πραγματικότητα. Έτσι, ασχολούμενοι μ'αυτόν, ξεχνούσαν τα δικά τους κουσούρια.
Όλα ανάποδα τα βλέπει μες του μυαλού του τον καθρέφτη· μα στην πραγματικότητα σ’ αυτόν κοιτάζονται οι λογικοί και καμαρώνουν. Τολμά και λέει όσα δεν τολμούν αυτοί ούτε να σκεφτούν. Φέρνει τα πάνω κάτω και αφήνει τους υπόλοιπους να ξεμπερδέψουν το κουβάρι. Σε κάποιους η λογική και η λόξα αντιπαλεύουν· ίσως και να μην είναι τόσο αλλόκοτοι όσο φαίνονταν και να επιζητούν μόνο την προσοχή του κόσμου έστω και με τα πειράγματα.