Άλλοτε και τώρα.
Κατεβαίνοντας στην πόλη και μετρώντας τις τελευταίες δεκάρες μου, (η …κολοβή σύνταξή μου πνέει τα λοίσθια πριν … της ώρας της), προκειμένου να συμπληρωθεί το αντίτιμο της εφημερίδας, άκουσα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου γιά κάποια αμέτρητα εκατομμύρια που θα πάρει ο γίγας Τοροσίδης από τους, επίσης, λιγούρηδες Ιταλούς κι έπαθα νταράκουλη! Δεν λέω, καλός παίκτης το παιδί, αλλά και τα λεφτά πάρα πολλά. Ειδικά σήμερα, πλην της ονομαστικής τους αξίας απέκτησαν κι εκείνη τη γοητεία της σπάνεως. Έχουν καταστεί συλλεκτικό είδος εξόχου μοναδικότητας. Ιδίως το 500/άρικο μόνο καδραρισμένο στον τοίχο πλουσιόσπιτου μπορείς να το θαυμάσεις. Από απόσταση και κάτω από το ανήσυχο και φιλύποπτο βλέμμα του ιδιοκτήτη του! Προσωπικά ξέχασα και το χρώμα του, αφού χρόνια τώρα το έχω μόνον…. ακουστά. Εν πάση περιπτώσει, αφού του τα δίνουν καλά κάνει και τα παίρνει και… καλοφάγωτα! Εδώ γίνεται χαμός με κάποιους αμετροεπείς «ΜΕΤΡίστες» που ζητούν, σε σχέση με τον Τοροσίδη, ελάχιστα και με μανία, αλλά δεν τους τα δίνουν, κι αυτός που του τα παρέχουν απλόχερα, θα τ’ αφήσει; Αστεία πράγματα!
(Σημ. Σχετικά με όλα αυτά, τα άσχετα γεγονότα, μόνο δυό παρατηρησούλες, εντελώς παρενθετικά. α) Είμαι φυσιογνωμιστής και β) πιστεύω στη θεωρία του Δαρβίνου. Αυτή περί της «εξέλιξης των ειδών» και την καταγωγή του ανθρώπου από τη… μαϊμού. Και όποιος γκέγκε, γκέγκε!).
Όμως η υπόθεση αυτή έδωσε μιά καλή «ασίστ» στο μυαλό γιά να θυμηθεί τις ποδοσφαιρικές αμοιβές κάποιων παλιών εποχών, τέλη 50 μ’ αρχές 60. Τότε που το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό και οι παίκτες έπαιρναν, όταν και αν, από τις ομάδες τους κάτι ψίχουλα.
Γεγονός που αποτελούσε ιδιαίτατη εύνοια, την οποία απολάμβαναν μόνο οι «βεντέτες», ήταν ο διορισμός σε κάποιο δημόσιο οργανισμό, κυρίως στη ΔΕΗ, όπου εξασφάλιζαν, διά βίου, ένα σίγουρο κομμάτι ψωμί. Επειδή, κατά κανόνα, η μόρφωση δεν έτρεχε κι απ’ τα μπατζάκια των ποδοσφαιρικών «αστέρων» της εποχής, η συνηθέστερη θέση που τους έδιναν ήταν αυτή του καταμετρητού. Η οδός Μύλων, στην Ακαδ. Πλάτωνος, ήταν μέσα στο επαγγελματικό ρεπερτόριο των Ολυμπιακών παικτών. Στην πλευρά του σπιτιού μου μέτραγε ο Γιώργος Δαρίβας και στην απέναντι ο Θανάσης Μπέμπης. Πάμπολλες φορές του είχα ανοίξει, όταν χτύπαγε το τζάμι της εξώπορτας. (Στις παλιές μονοκατοικίες το «ρολόι» της ΔΕΗ ήταν μέσα. Ακριβώς μετά το άνοιγμα της πόρτας). Τον θυμάμαι ευγενικό και λιγομίλητο και με χαρακτηριστικό χτύπημα στο τζάμι. Τον καταλάβαινα με την πρώτη. Από τότε που έκανα τη «μασκότ» του Παναθηναϊκού, με αναγνώριζε και όταν μας κέρδιζαν, μου ανακάτευε τα μαλλιά και μου έκλεινε πονηρά το μάτι, αλλιώς …τίποτα! Κοίταγε το μετρητή, έγραφε την ένδειξη στο μεγάλο κατάστιχο κι έφευγε φουριόζος, σαν βρεγμένη γάτα!
Εκείνα τα χρόνια οι προπονήσεις των ομάδων ήσαν λιγοστές. Ποτέ Δευτέρα και Σάββατο, δηλαδή προ και μετά τον αγώνα, κι έτσι τα καθημερινά χιλιόμετρα που καταβρόχθιζαν οι ποδοσφαιριστές – καταμετρητές, (σίγουρα μεταξύ αυτών κι ο Μπ. Κοτρίδης. Άλλα ονόματα δεν αναφέρω, γιατί δεν είμαι απόλυτα σίγουρος. Πάντως υπήρχαν από όλες τις ομάδες), τους εξασφάλιζαν την καλή τους φόρμα. Αρκετά μετά, θυμάμαι τον Παπαεμμανουήλ στο πρωτόκολλο των υποσταθμών. Όποιος έχτιζε μεγάλη οικοδομή, ήταν υποχρεωμένος να ρωτήσει την ΔΕΗ αν χρειαζόταν υποσταθμό εντός του κτιρίου. Σ’ αυτόν παρέδιδες τον φάκελλο με τα δικαιολογητικά κι απ’ αυτόν έπαιρνες την απάντηση. Δουλειά γραφείου και ξεκούραστη.
Πεντζαρόπουλος. Ο "ήρως" του Τάμπερε |
Τότε βέβαια, το επίπεδο του αθλήματος ήταν περίπου της πλάκας, (εποχές όπου το εθνικό μας σκορ ήταν το κλασσικό 7 – 1, το οποίο μάλιστα μας το φιλοδωρούσαν και οι αναπληρωματικές αντίπαλες. Παίζαμε, λέει, με τη Β΄ Γαλλίας, ή Β΄ Ιταλίας, αλλά η εφτάρα, εφτάρα!), όμως το ποδόσφαιρο ήταν παιχνίδι κι όχι πάθος και τζόγος και ο κόσμος ήταν πραγματικά φίλαθλος που πήγαινε στο γήπεδο γιά να ξεσκάσει και να ψυχαγωγηθεί βλέποντας θέαμα κι όχι γιά να εκτονώσει το εσώψυχό του, βρίζοντας, φτύνοντας και …πολεμώντας! Χειροκροτούσε τις καλές ενέργειες, φώναζε κι αποδοκίμαζε τις κακές, άντε κι έριχνε και καμιά μούντζα, πού και πού, και γύρναγε σπίτι του ήσυχος κι ασφαλής κι όχι βετεράνος του Βιετνάμ! Εννοείται πως δεν υπήρχαν γκέτος στις εξέδρες κι οι φίλαθλοι ήσαν ανάκατα. Ξύλο έπεφτε σπανιότατα εκεί, το πιό πολύ το έπαιζαν οι παίκτες στον αγωνιστικό χώρο, ιδίως των μεγάλων ομάδων σε κρίσιμους αγώνες.
Εκείνα τα χρόνια, τα λιγοστά γήπεδα της πρωτεύουσας δούλευαν ολημερίς τις Κυριακές. Σε όλα διεξάγονταν από 4 αγώνες. Από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5 που βράδιαζε. Ο ένας μετά τον άλλο. Δίωρο κι αγώνας! Τα πρωταθλήματα τα διοργάνωναν οι πόλεις ξεχωριστά και στο τέλος, από τα τοπικά πρωταθλήματα της Α΄ κατηγορίας, (Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης), μαζεύονταν μερικοί πρώτοι, έβαζαν και κάνα δυό «γλάστρες» από την επαρχία, έπαιζαν μεταξύ τους κι έβγαζαν τον πρωταθλητή Ελλάδος. Το ίδιο γινόταν και με το μπάσκετ μόνο, αφού στα υπόλοιπα αθλήματα, (π.χ. βόλλεϋ, κ.λπ.), ό,τι γινόταν, γινόταν στο κέντρο. Πιό έξω, όλα ήταν ψόφια. Η απόλυτη αθλητική ακινησία. Παρ’ όλα αυτά το ενδιαφέρον του κόσμου γιά το ποδόσφαιρο ήταν ζωηρότατο, αφού αποτελούσε και τη μοναδική, σχεδόν, κυριακάτικη αντρική ψυχαγωγία, με σπανιότατη τη γυναικεία παρουσία στα γήπεδα.
Στο μικρό γηπεδάκι του Πλάτωνα, μιά σταλιά αγωνιστικός χώρος, πού ίσα και πληρούσε τις ελάχιστες απαιτούμενες διαστάσεις αρτιότητας γηπέδου, τις Κυριακές γινόταν χαμός. Πολλές σημερινές ομάδες Α’ Εθνικής θα ζήλευαν την προσέλευση φιλάθλων που παρουσίαζε αυτό το γήπεδο τότε. Εννοείται ανοιχτό και χωρίς εισιτήριο!
Το γήπεδο σχηματιζόταν από κάποιο μισό οικοδομικό τετράγωνο που σήμερα είναι ολότελα χτισμένο, όπως και όλα γύρω του. Η περιοχή βρίθει από μηχανουργεία, συνεργεία αυτοκινήτων και τέτοιας συναφούς χρήσης κτίσματα.
Όταν ο χώρος λειτουργούσε σαν γήπεδο, λόγω στενότητος, οι ακραίες γραμμές του γηπέδου ήσαν, τσίμα-τσίμα, στην άκρη του χωμάτινου πεζοδρομίου. Μάλιστα το ένα γκολπόστ ακουμπούσε στη μεσοτοιχία και, εννοείται, πως δίχτυα δεν υπήρχαν, αφού αποτελούσαν περιττή πολυτέλεια!
Στα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε, καν, διαχωρισμός με συρματόπλεγμα του αγωνιστικού χώρου και ο κόσμος που παρακολουθούσε, όρθιος φυσικά, ήταν παρατεταγμένος απάνω στις δύο γραμμές του αράουτ και τη μία του άουτ, καθ' όσον στην άλλη υπήρχε… ο μεσότοιχος!
Το πιό μεγάλο πανηγύρι γινόταν έτσι κι ο διαιτητής σφύριζε πέναλτυ! Απόλαυση. Όλοι οι θεατές έμπαιναν μέσα, με αγωνία και περιέργεια, και σχημάτιζαν ένα μεγάλο τόξο γύρω από τον παίκτη που θα το χτυπούσε και τον τερματοφύλακα που, συσπειρωμένος, τον περίμενε. Αν το σουτ έμπαινε γκολ, έχει καλώς, ο κόσμος προλάβαινε να γυρίσει στη θέση του και το ματς συνεχιζόταν… κανονικά. Έτσι όμως κι ο τερματοφύλακας απέκρουε το σουτ, ή η μπάλα χτυπούσε δοκάρι, γινόταν το «έλα να δεις»! Το «φίλαθλο» κοινό έτρεχε πανικόβλητο, σαν πυροβολημένο σμήνος από κοτσίφια, να βγει έξω από τις γραμμές, μπουρδουκλωνόμενο και τσαλαπατημένο, ανακατεμένο με τους ποδοσφαιριστές που έτρεχαν να κυνηγήσουν τι μπάλα και όλοι μαζί παρουσίαζαν ένα πάρα πολύ όμορφο θέαμα! Μερικές φορές μάλιστα, κάποιος δυσαρεστημένος από την εξέλιξη της φάσης, αφού προσδοκούσε γκολ, έτσι και βρισκόταν κοντά στην αποκρουσμένη μπάλα, την κλώτσαγε στη ζούλα στο άδειο τέρμα, πιστεύοντας πως στην αναμπουμπούλα ο … αλλόφρων διαιτητής δεν θα το έπαιρνε χαμπάρι και θα μέτραγε το γκολ! Μύλος!
Αρκετά μετά έστησαν περιμετρικό συρματόπλεγμα στα γηπεδικά όρια κι έτσι οι αγώνες έχασαν μεγάλο μέρος από το ενδιαφέρον και την ….αυθεντική ομορφιά τους, αφού πλέον οι παίκτες έπαιζαν…. μόνοι τους!
Σκάβοντας τη μνήμη και μαζεύοντας αναμνήσεις, θα επανέλθω. Ενδεικτικά αναφέρω, όπως πρόβαλαν τα παλιά σινεμά, «μερικές σκηνές του έργου…προσεχώς», κάποιον γιγαντόσωμο μονόχειρα (!) σέντερ μπακ, νομίζω πως έπαιζε στον Ακράτητο, (τότε Πετραλώνων), ή τη Σπάρτα, δεν θυμάμαι ακριβώς, και ένα μπακ, εντελώς ορεσίβιο τύπο και τσεκούρι πρώτης, που έπαιζε με ένα μαντήλι στο κεφάλι. Διπλωμένο διαγώνια, τριγωνικό, και δεμένο κόμπο πίσω, ίδιος Ράμπο. Αυτός, στην πρώτη φάση που… πλησιάσαμε ο ένας τον άλλο, χάραξε με την πλαϊνή κόψη του παπουτσιού μιά γραμμή στο γήπεδο και μου είπε βλοσυρά:
- Αν περάσεις αυτή τη γραμμή με τη μπάλα, πέθανες!