Έχει μόλις ολοκληρώσει ένα λογίδριο για την κρίση και το σύστημα δανειοδότησης. Έρωτας και χρήμα. Γι’ αυτά, οι άνθρωποι μιλούν οπουδήποτε με το ίδιο πάθος. Μ’ αυτή τη σκέψη, ξεκίνησα πρωί πρωί, μια βόλτα στα 10 ιστορικά «σπίτια» επί της οδού Φυλής και πέριξ. Στις οδούς Εφέσου, Διδύμου και Καλύμνου. Εκεί που η ζωή παλεύει να επιβιώσει σε όλες τις πιθανές στάσεις.
Σπρώχνω την πόρτα με τον ώμο, κατεβαίνω δύο σκαλιά. Αισθάνομαι ότι καταδύομαι σε κάποιο έργο του Τουλούζ Λωτρέκ -μια γεύση από Belle Époque, μια μυρωδιά από βελούδο και φτηνό άρωμα εισβάλλει στα ρουθούνια μου. Ψέματα. Είναι μια μυρωδιά ψαρίλας. Σκέφτομαι ότι αν ο ζωγράφος που διέμεινε μήνες σε οίκους ανοχής του Παρισιού, είχε μπει σ’ αυτό εδώ, θα είχε φάει καλά. Κοντεύει 12 και η κυρία του σπιτιού, ξεφουρνίζει στην κουζίνα μπακαλιάρο πλακί.
«Δεν ξέρεις τί ωραίο είναι!», μου λέει λίγα λεπτά αργότερα, τοποθετώντας μια μεγάλη μπουκιά στο στόμα της. Οι πελάτες έχουν φύγει. Η κοπέλα έχει αποσυρθεί στα ενδότερα. Μόλις μπήκα είπα στην κ. Άννα, «ήρθα να μιλήσουμε για την κρίση στο χώρο σας, είμαι δημοσιογράφος». Ήταν σαν να της πάτησα τον κάλο –ξεκινά έναν μονόλογο για τις «κωλοτράπεζες», οι οποίες «πρώτα μας έλεγαν πάρτε δάνεια, δε θέλουμε λεφτά και τώρα σε ξυπνάνε δύο τη νύχτα και σου λένε πού ‘ντα;». Τα χώνει χοντρά –και κάθε τόσο τσιμπολογάει και λίγο μπακαλιάρο. Οι πελάτες ακούνε σιωπηλοί –μόνο ένας τη διακόπτει κάθε τόσο για να σιγοντάρει «α να γεια σου», ενώ ένας άλλος που είναι ντυμένος σαν Μορμόνος κατηγορεί «τα κανάλια». Μου έρχεται στο μυαλό το τελευταίο δίστιχο από το «αμαρτωλό» της Γαλάτειας Καζαντζάκη: «Μ’ από την κόλαση μου σού φωνάζω: -Εικόνα σου είμαι, Κοινωνία, και σου μοιάζω!».
Η γειτόνισσα της Άννας, η Άντζελα, στο διπλανό σπίτι, είναι πιο μπρουτάλ. Μου χαμογελά με νόημα όταν της λέω ότι είμαι «δημοσιογράφος» και μετά σοβαρεύει. «Να σου πω ό,τι θες αλλά αν με παίρνεις με κάμερα θα σου δέσω κόμπο το λαρύγγι». Μαγκώνομαι. «Εγώ δεν έχω τίποτα να φοβηθώ», συνεχίζει. «Γιατί μαζί με τα μπουρδέλα παντρεύτηκα και τους γιατρούς. Κάθε 15 πάω για τις εξετάσεις μου, όπως με υποχρεώνει ο νόμος».
«Στάσου λίγο, πελάτες» μου λέει. Σηκώνεται και με φωνή που θα έκανε τον Βασίλη Καρρά να ψαρώσει, καρφώνει τους δύο άντρες που μπαίνουν: «3.5άρι βυζί με 20 ευρώ. Ποιος θα το πάρει;» -μια γυμνόστηθη δίμετρη ξανθιά εμφανίζεται. Φορά μόνο πούπουλα στο επίμαχο σημείο.
Ο ένας από τους δύο πελάτες κρατά μια τσάντα για λάπτοπ –το ντύσιμό του περιλαμβάνει μια λεπτή γραβάτα, υφασμάτινο παντελόνι και σακάκι. Το look ολοκληρώνεται με μια αλφαδιασμένη χωρίστρα. Κοιτάζει την κοπέλα και φεύγει. Ο δεύτερος, με το παχύ μουστάκι α λα Πάμπλο Εσκομπάρ βγάζει ένα τσαλακωμένο πενηντάευρω από την τσέπη και το δίνει στην Άντζελα, η οποία ψυχανεμίζεται την ενόχλησή μου για τη συναλλαγή. «Όλα ίδια είναι. Εικοσάευρα», μου λέει.
Όλα τα σπίτια εδώ είναι «greek only». «Είναι ρατσιστικό αυτό», τονίζω στην Άννα. «Ας είναι», μου απαντά απότομα. «Δεν δίνω κορίτσι σε ξένους. Μια φορά πήγε να μου την πνίξει ένας». Από το μπαλκόνι, του παλιού πορνείου, βλέπω τη Φυλής λεηλατημένη. Από την κρίση και την ξενοφοβία. Τα μαγαζιά κλειστά, μονάχα οι οίκοι ανοχής λειτουργούν από τις 9 το πρωί, όπου ξεκινούν οι «επισκέψεις». Η ώρα αιχμής είναι το μεσημέρι, μου είπαν σχεδόν οι «υπάλληλοι ιερόδουλων» -έτσι λέγονται επισήμως οι «τσατσάδες».
Το επόμενο «σπίτι» που μπαίνω, αστράφτει από καθαριότητα. Εδώ ο «υπάλληλος» είναι άντρας. Ένας 60άρης που έχει φάει «35 χρόνια στα μπουρδέλα, με διάλειμμα μια 2ετία». Στέκεται όρθιος στο χωλ, στο κάδρο από πίσω του ποζάρει αισθησιακά μια ξανθιά με 10 νούμερα μικρότερο σουτιέν από το μέγεθός της. «Που λες καλή μου, η κρίση μας έχει τσακίσει. Εγώ είμαι υπάλληλος. Σερβιτόρος, ξέρουν οι γονείς μου. Σερβίρω πελάτες!», μου λέει και σκάει ένα χαμόγελο. Η πόρτα ανοίγει, μπαίνει ένας κομψός κύριος, τον κοιτάζει και συνεχίζει ψιθυριστά: «Αυτή τη χρονιά είμαστε 50% κάτω. Η κρίση μας ξετίναξε».
«Ελα αγάπη μου!», φωνάζει και εμφανίζεται μια όμορφη και μικροκαμωμένη κοπέλα. Σχεδόν άβαφη. Αν ήταν ντυμένη θα την περνούσα για πρωτοετή φοιτήτρια. «Τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα, όλες οι στάσεις, 20 ευρώ παλικάρι μου», του λέει. Αυτή είναι η μόνιμη επωδός του –τον ακούω να την επαναλαμβάνει τουλάχιστον 10 φορές.
«Γιατί έφυγε;», ρωτάω. «Δεν του άρεσε η κοπελιά. Αυτά είναι γούστα του», απαντάει. «Τα 20 ευρώ είναι εξευτελιστική τιμή. Εδώ μας έχουν φτάσει. Πού να πας και στο Μεταξουργείο. Εκεί οι πιο πολλές ξένες κοπελιές -συγνώμη κιόλας – τα κάνουν όλα. Μας χάλασαν τα μαγαζιά». «Δένεσαι με τα κορίτσια;», τον ρωτάω. «Δεν έχω προβλήματα με τα κορίτσια. Τη δουλειά τους κάνουν. Ποτέ δεν είχα προβλήματα. Ίσα ίσα… Αυτή εδώ είναι η καλύτερη. Είναι η αγαπημένη μου» λέει καθώς το γυμνόστηθο κορίτσι στριφογυρίζει μια μπούκλα με το δάχτυλό της.
Η παρουσία μου την κάνει να αισθάνεται άβολα. Παρόλο που την αγγίζουν τρεις με πέντε άγνωστοι άντρες κάθε μέρα, προσπαθεί να προφυλαχθεί από τα δικά μου μάτια.
«Είμαι φοιτήτρια, από επαρχία. Τώρα τα έχω παρατήσει. Σπούδαζα Φιλοσοφική. Δε θα σου πω από πού είμαι. Δεν έχω πια επαφή με τους γονείς», μου λέει. «Πόσο είσαι;», τη ρωτάω. «Είκοσι». «Δεν βάζουμε εδώ ανήλικες» παρεμβαίνει ο «υπάλληλος». «Το κάνω για λίγο, δεν θα το κάνω μια ζωή», προσθέτει η κοπέλα. Από τα ηχεία παίζει ένα λαϊκό σουξέ –στο ρεφρέν λέει «Τρέξε να γλιτώσεις, τώρα τρέξε». Υπό τις παρούσες συνθήκες συμφωνώ για πρώτη φορά στη ζωή μου με την Πέγκυ Ζήνα. «Ε, ναι! Δεν είναι αυτή για να φάει τη ζωή της εδώ μέσα.
Αν δεν μου αρέσει κάποιος, τον διώχνω. Λέω δεν έχουμε κύριε. Δεν την δίνω όπου κι όπου.
Και ποτέ σε μετανάστες», μου λέει ο διαχειριστής του χώρου. Η πόρτα ανοίγει ξανά. Ο νέος πελάτης ακούει το ποίημα και μετά βγάζει από την τσέπη του ένα 20 ευρώ. «Όση ώρα θέλετε κύριε, με την ησυχία σας». Η κοπέλα χαμογελαστή, διασχίζει την αντίθετη πλευρά του διαδρόμου ισορροπώντας πάνω στα «διώροφα» τακούνια της. Φεύγω και αφήνω πίσω μου την πόρτα μισάνοιχτη -όπως τη βρήκα.