Είχε μια μικρή αποθήκη καλλυντικών πίσω από την Ομόνοια....
Λιανική και χοντρική... ο ίδιος στην δουλειά ...ένας μικρός και μια μεγαλοκοπέλα
για όλες τις δουλειές.
Έκοβε τιμολόγια...έβγαζε παραγγελίες....ήταν ταμίας κάτι σαν δεύτερο αφεντικό.
Δούλευε από μικρή στον πατέρα του αφεντικού δεν παντρεύτηκε και αυτός την κληρονόμησε με εντολή ότι από εκεί θα έφευγε μόνον με σύνταξη.
Τα κουτσομπολιά έλεγαν ότι είχε σχέσεις με το παλιό αφεντικό
και γι αυτό έμεινε ανύπαντρη.
Έμενε κάπου στο Μεταξουργείο κοντά δηλαδή στο μαγαζί.
Ήταν συνηθισμένες τέτοιες σχέσεις εκείνα τα χρόνια...
Τα μεσημέρια έκλειναν τα μαγαζιά για να ανοίξουν πάλι το απόγευμα μέχρι το βράδυ.
Η λογίστρια στο πρόχειρο κουζινάκι είχε πάντα έτοιμο το μεσημεριανό φαϊ για όλους και δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Την πειράζανε οι γνωστοί όταν έμπαιναν στο μαγαζί και την ρωτούσαν για το μενού της ημέρας.
Τα έξοδα περνούσαν πάντα από τα χέρια της και χωρίς δική της εντολή δεν γινότανε τίποτα.
Το αφεντικό συνήθως συμφωνούσε με τις αποφάσεις της και πώς να έκανε
διαφορετικά όταν έβλεπε τα βιβλία του και το ταμείο του σε άριστη κατάσταση.
Ήταν πολύ ντροπαλή και όταν έμπαιναν στο μαγαζί πελάτισες
από τα "σπίτια"της περιοχής ανέβαινε στο πατάρι και άφηνε μόνο του το αφεντικό αφού πρώτα του έριχνε ένα βλέμμα που έλεγε πολλά.
Τα χρόνια πέρασαν και η λογίστρια βγήκε στην σύνταξη για να καταπέσει
γρήγορα και να μην μπορεί να αυτοσυντηρηθεί.
Το αφεντικό της έβαλε μια κοπέλα να την προσέχει και μέχρι που έφυγε
από την ζωή δεν την άφησε μόνη.
πίσω στα παλιά