Στη δεκαετία του ’50 οι ήρωες ζουν στους δρόμους. Εκεί υπάρχει το όνειρο αλλά και η ανθρώπινη αλληλεγγύη. Ο εκσυγχρονισμός έρχεται μαζί με τη «Θεία από το Σικάγο» (1957) του Αλέκου Σακελλάριου και της Φίνος Φιλμ – στη φωτογραφία, ο Ορέστης Μακρής και η Γεωργία Βασιλειάδου
Η εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας μεταξύ 1950 και 1970 μέσα από τις αλλαγές των σκηνογραφικών χώρων, όπως καταγράφηκε στις δημοφιλείς ταινίες της εποχής....
Το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, η προκυμαία της Θεσσαλονίκης, οι λαϊκές γειτονιές της Πλάκας με τα Αναφιώτικα, τα νεοκλασικά αθηναϊκά σπίτια, το λιμάνι του Πειραιά, η Καστέλα, το Μοναστηράκι, η Κηφισιά, οι προσφυγικοί συνεταιρισμοί, οι υπαίθριες αγορές, οι χωματόδρομοι, οι αυλές των σπιτιών, τα προσφυγικά αλλά και τα εξοχικά προάστια των μεγαλοαστών, η οδός Συγγρού και η λεωφόρος Ποσειδώνος, οι πολυκατοικίες, οι περιοχές της σύγχρονης πόλης, τα πάρκα, τα νεόδμητα αστικά διαμερίσματα, το Κολωνάκι, οι πολυτελείς επαύλεις, τα περίφημα λίβινγκ ρουμ, τα μοντέρνα έπιπλα (το δανέζικο σαλονάκι), η εξηλεκτρισμένη κουζίνα, οι πίνακες τέχνης στους τοίχους, οι ιβουάρ κουρτίνες... Μια ολόκληρη αφήγηση της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τις αλλαγές των χώρων και των τόπων, όπως καταγράφηκαν στον ελληνικό δημοφιλή κινηματογράφο των ετών 1950-1970 προσφέρει η Αγγελική Μυλωνάκη στο βιβλίο της Από τις αυλές στα σαλόνια.
H συγγραφέας έχει ασχοληθεί ειδικότερα με αυτή την 20ετία, καθώς έχει εκδώσει και τη μελέτη Δουλειές με φούντες: η ιστορία της επιχειρηματικότητας μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο '50-'70. Στη νέα της μελέτη παρακολουθεί το πώς εμφανίζεται ο δημόσιος, ο ημι-δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στην Ελλάδα ταυτόχρονα με την εξέλιξη της κοινωνίας. Οχι όμως την πραγματική της εξέλιξη αλλά αυτή που υπάρχει στο φαντασιακό των κατοίκων της.
Οι ταινίες, όπως συμπεραίνει από την έρευνά της, δεν πραγματοποιούν μια εικονική γνωριμία των θεατών με την πόλη, αλλά οικοδομούν τη μυθολογία της. Μια μυθολογία που διακατέχει τους μη αστικούς πληθυσμούς και καθοδηγεί τους άρτι εξαστισμένους εσωτερικούς μετανάστες στο σύγχρονο αστικό κέντρο. Ο ελληνικός κινηματογράφος, δηλαδή, παίζει έναν κοινωνικοποιητικό ρόλο στην εξεταζόμενη εικοσαετία.
Η ροπή προς την αστικοποίηση αναδεικνύεται από τις πρώτες ταινίες: αν εξαιρέσει κανείς μερικές «φουστανέλες», δηλαδή της υπαίθρου, οι περισσότερες ταινίες από το '50 και μετά διαδραματίζονται στην πόλη και μάλιστα στην ανοιχτή πόλη. Η πλακιώτικη γειτονιά στον «Μεθύστακα» ή το Δουργούτι στη «Μαγική πόλη» του Κούνδουρου είναι οι χώροι όπου οι φτωχοί άνθρωποι εργάζονται, παλεύουν, κάνουν όνειρα. Ολα γίνονται στους δρόμους.
Σε αυτές τις ταινίες βλέπουμε συχνά τον Λυκαβηττό, τον Εθνικό Κήπο, το Ζάππειο, την Ακρόπολη, την Ομόνοια, το Σύνταγμα και τους γύρω δρόμους. Κυριαρχούν το ρομαντικό στοιχείο, η συλλογικότητα των λαϊκών συνοικιών, η ανθρώπινη αλληλεγγύη. Πολύ κοντά στον νεορεαλισμό, ο Κούνδουρος και ο Κακογιάννης κάνουν στις ταινίες τους τα πρώτα κοινωνικά σχόλια. Ξεπερνούν την ηθογραφία και καταγράφουν με κριτική ματιά τις πρώτες εμφανίσεις του δυϊσμού που επέρχεται μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμού. Θυμηθείτε μόνο το μπιλιαρδάδικο Magic City στη «Μαγική πόλη» - σε αντίθεση με τον μαχαλά όπου μένουν οι πρωταγωνιστές.
Στο μεταίχμιο λίγο πριν από τη δεκαετία του '60 ο νεωτερισμός της πόλης εμφανίζεται πιο δυναμικά στον κινηματογράφο. Η πόλη σηματοδοτείται πλέον από στοιχεία-σύμβολα αυτού του νεωτερισμού: φανάρια, διαβάσεις πεζών, βιτρίνες εμπορικών καταστημάτων, θέση τροχονόμου, στάσεις λεωφορείων κ.λπ. Η γειτονιά αρχίζει σιγά-σιγά να εξαφανίζεται: παραμένει ως χώρος αλλά όχι ως κοινωνικός σύνδεσμος ανάμεσα στα μέλη της.
Τώρα τον ρόλο της κοινωνικής αλληλεγγύης που συντηρούσε η γειτονιά τον αναλαμβάνει η οικογένεια: τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, την εμφύσηση αξιών και προτύπων συμπεριφοράς. Ηδη αρχίζει να εμφανίζεται η πολυκατοικία, που συμβολοποιείται στην αναπαράσταση του μικροαστικού διαμερίσματος. Το νέο όραμα για τα εξαστικοποιημένα τμήματα της Αθήνας ανατέλλει με τη βοήθεια της αντιπαροχής. Ετσι, στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «Στουρνάρα 288» μεταβαίνουμε από την οριζόντια διαστρωμάτωση στην κάθετη, όπως αυτή εμφανίζεται στις εικόνες των διαμερισμάτων.
Νέα αστικά ήθη
Η δεκαετία του '60-'70 αναδεικνύει ένα άλλο πρόσωπο, τόσο στο ελληνικό όσο και στο ευρωπαϊκό σινεμά. Τη φιλόξενη και γραφική πόλη της δεκαετίας του '50 διαδέχεται το άξενο και αποσπασματικό τοπίο της νέας πλήρως αστικοποιημένης πόλης. Οι ελληνικές ταινίες υπηρετούν μια νέα αστική ηθική, όπου όλα γίνονται πια για την ατομική ευημερία. Οι ταινίες δείχνουν το νέο κέντρο της πόλης, που συγκεντρώνει διοικητικές και εμπορικές λειτουργίες, τις νέες δομές που συντείνουν στον επερχόμενο εκσυγχρονισμό.
Μια ξεχωριστή περίπτωση που δεν υπακούει στον προηγούμενο κανόνα είναι τα ελληνικά μιούζικαλ. Οι ανύπαρκτοι και εμφανώς κατασκευασμένοι χώροι του μιούζικαλ αντιμετωπίζουν την πόλη ως τουριστικό αξιοθέατο και προβάλλουν το θέαμα ως ιδεολογία, συμβάλλοντας στη διάδοση στερεότυπων τουριστικών εικόνων σε μια εποχή που ο τουρισμός στη χώρα μας γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη.
Οι ταινίες της δεκαετίας του '60 αλλάζουν την αφήγηση του χώρου. Στην πλειονότητά τους έχουν ως κύριο χώρο το διαμέρισμα. Εκεί διαμορφώνονται οι σχέσεις, οι συγκρούσεις και η κατάληξη της όποιας ιστορίας.
Το αστικό διαμέρισμα συνδέει την έννοια της οικίας με την προβολή ανερχόμενων αξιών της εποχής: καταναλωτισμός, ατομισμός, δυτικά πρότυπα συμπεριφοράς, ντυσίματος, μουσικής, συνηθειών. Ποιος δεν θυμάται τη μόνιμη προσφορά προς τον επισκέπτη σε τέτοιου είδους κατοικίες: «Να σας βάλω ένα ουισκάκι;». Η κατοικία αποτελεί πια μια δήλωση για την προσωπική ταυτότητα του ενοίκου της, αλλά και τον καθρέφτη που αντανακλά τις κοινωνικές αξίες τις οποίες ενστερνίζεται.
Οπως τονίζει η συγγραφέας, όμως, η κατοικία αυτή όπως παρουσιάζεται είναι εξιδανικευμένη: είναι το μικροαστικό όνειρο, είναι το σπίτι που διαφημίζεται ως «παλατάκι λουξ με όλα τα κομφόρ». Η Ελένη Βλάχου το αποκαλεί «Σαλόνι-τέρας… Το σαλόνι με τις "μαρκετερί", με τα ισχνά τραπεζάκια και τα πελώρια βάζα, το σαλόνι το δήθεν πλούσιο, το δήθεν φτασμένο της πλούσιας νύφης, του πλούσιου γαμπρού, που καθρεπτίζει πιο χαρακτηριστικά από οτιδήποτε άλλο την κυριαρχία της σύγχρονης αγουστιάς».
Μέσα σε αυτό το μοντέρνο σπίτι η γυναίκα χειραφετείται, γίνεται επιχειρηματίας, διεκδικεί δικαιώματα έναντι των ανδρών. Το παραδοσιακό μοντέλο της γυναίκας-νοικοκυράς εκσυγχρονίζεται καθώς η παρουσία της στον ιδιωτικό χώρο του διαμερίσματος συνδέεται με την κατανάλωση και τα μοντέρνα έπιπλα και εξαρτήματα. Ολα αυτά επιφανειακά, καθώς το πατριαρχικό πρότυπο εξακολουθεί να κυριαρχεί και είναι αυτό που στο τέλος σφραγίζει την εξέλιξη.
Αν είναι κάτι που μας δείχνει με πλήρη ευκρίνεια η μελέτη της Α. Μυλωνάκη είναι ότι οι ελληνικές ταινίες κατάφεραν να αποτυπώσουν τις πολιτιστικές και κοινωνικές μεταβολές της σύγχρονης κοινωνίας και ταυτόχρονα να συνδιαμορφώσουν ως πολιτιστικό μέσο τις αλλαγές αυτές. Ο ελληνικός δημοφιλής κινηματογράφος καταρτίζει μια νέα γλώσσα, τη γλώσσα των εικόνων, αποσπά την προσοχή του κοινού από την προφορικότητα ή ακόμη και τη γραπτή παράδοση και τον εισάγει στον κόσμο και στην αισθητική των εικόνων.
Είναι το πρώτο ΜΜΕ που αναλαμβάνει με τρόπο συστηματικό και μαζικοποιημένο τη μύηση του λαϊκού κοινού στο ιδιωτικό σύμπαν της κατοικίας. Είναι ένας τρόπος να εισαχθεί ο θεατής σε έναν νέο κόσμο κατανάλωσης υλικών και άυλων αξιών που συμπεριλαμβάνονται στην αστική ζωή στο διαμέρισμα. Θα ακολουθήσει η τηλεόραση, η οποία και θα επεκτείνει την προβληματική και τις εμπειρίες του εμπορικού ελληνικού κινηματόγραφου.
Γιάννης Ν. Μπασκόζος
tovima.gr