Ο κύρ Κώστας είχε ένα κάρο ένα άλογο και ένα μεγάλο χώρο μπροστά από το σπίτι του όπου χωρούσαν και τα βαρέλια με το κρασί...τα κάρβουνα
και ο ανθρακίτης....ένα ξύλινο μεγάλο ψυγείο-αποθήκη για τις κολώνες του πάγου που πουλούσε το καλοκαίρι.
Έπρεπε να ζήσει η οικογένεια όλες τις εποχές του χρόνου.
Με το κάρο πούλαγε και ζαρζαβάτια...και τυριά και γάλα και γιαούρτι που του έφερναν οι τσοπαναραίοι από το Γαλάτσι.
Με ένα από τα παιδιά του πηγαίναμε μαζί σχολείο και με επιστράτευε κάποιες ημέρες του καλοκαιριού για να μοιράζουμε πάγο ξεκουράζοντας τον πατέρα του.
Στο σπάσιμο της κολώνας ήταν ειδικός...λίγο την χάραζε με το ειδικό πριόνι και μετά της έδινε μια με τον μπαλτά για μισή ή τεταρτάκι που ζητούσε ο πελάτης.
Με την μεταλλική διχάλα το άρπαζες και το άφηνες έξω στο σκαλοπάτι χτυπώντας
την πόρτα.
Κάποιες φορές το έβαζες και μέσα στον ειδικό χώρο του ψυγείου και κάτι θα σε
κερνούσαν.
Η πληρωμή για τον πάγο από τον πελάτη ήταν κάθε Σάββατο ...
Όλη η οικογένεια στο πόδι σε εκείνο το σπίτι με την μάνα την κυρα Όλγα να την θυμάμαι μονίμως πάνω από την γκαζιέρα να μαγειρεύει.
Έβγαινε τα απογεύματα έξω στον δρόμο που παίζαμε για να μας μοιράσει
τηγανίτες με ζάχαρη.
Δεν άφηνε έτσι και τις γειτόνισες που καθόντουσαν στα σκαλάκια.
Την φροντίδα του αλόγου την είχε ο κυρ Κώστας που του μιλούσε σαν να ήταν
άνθρωπος.
Το σπίτι αυτό ήταν σημείο αναφοράς των κρασοπατέρων...στην αυλή είχε ένα παλιό τραπέζι και όταν σουρούπωνε μαζευόντουσαν οι ξεροσφύριδες για να πιούνε το κατρούτσο τους.
Η κυρά Όλγα έβγαινε κάποια στιγμή στο παράθυρο και σφύριζε την λήξη.
Έπρεπε να ισιώσει κάποιες ώρες γιατί το πρωϊ άρχιζε πάλι ο αγώνας.
πίσω στα παλιά