Από την πλατείαν του Συντάγματος ξεκινά κάθε τέταρτον της ώρας ένα τραμ το οποίον με μίαν δεκάραν σας μεταφέρει εις τόπον της γης άγνωστον, ονομαζόμενον Παγκράτι. Άγνωστον, μολονότι, όπως είπα ήδη δέκα λεπτά της δραχμής και δέκα λεπτά της ώρας φθάνουν δι’ αυτό το υπερωκεάνειον ταξείδι.
Το τραμ της λεωφόρου Όλγας, αφήνει δεξιά του τον Ιλισσόν και το Στάδιον, εισχωρεί εις ένα στενόν δρομίσκον, αντικρύζει τον Άγιον Σπυρίδωνα, και έπειτα ανοίγεται προς μίαν νέαν συνοικίαν, ή μάλλον προς μίαν νέαν πόλιν, η οποία εφύτρωσεν έξαφνα εις τα πόδια του Υμητού.
Η νέα αυτή πόλις δεν κατοικείται βέβαια από εκατομμυριούχους. Μικρά σπιτάκια, κομψά και καθαρά, φαιδρά και εύθυμα κάτω από τόν ανοιξιάτικον ήλιον, παιδάκια ξυπόλυτα και ξεσκούφωτα αφήνοντα ελεύθερον το κεφάλι και τα πόδια εις τα χάιδια βουνήσιου αέρα ο οποίος πνέει μυρωμένος εκεί επάνω, παράθυρα στολισμένα με γλάστραις και δροσερά κοριτσάκια της γειτονιάς με την κοτσίδα κρεμασμένην εις της πλάτες, όλα αυτά δείχνουν ότι ο νέος συνοικισμός οφείλεται εις ανθρώπους εργατικούς, οι οποίοι με μυρίας στερήσεις, αλλά με ατσάλινην επιμονήν οικονόμησαν το ποσόν που χρειάζεται διά να εκπληρωθή ο βαθύτερος πόθος κάθε Έλληνος, ο πόθος της στέγης. Αμφιβάλλω αν ένα μόνον από τα σπιτάκια αυτά των οδών Ευφράνορος, και Ιφικράτους, και Αναξιμάνδρου, ανήκει εις ιδιοκτήτην ο οποίος να το ενοικιάζη εις άλλους. Υποθέτω μάλλον ότι όλαι αύται αι κατοικίαι από δύο και από τρία δωμάτια, με τ’ ασπρόρρουχα κρεμασμένα απ’ εξω και με τους τενεκέδες του πετρελαίου φυλάττοντας τον κορμόν των δένδρων από της κατσίκες, όλα αυτά τα σπιτάκια είνε ιδιοκτησία εκείνων που κάθονται μέσα, κάτοικοι μαζύ και ιδιοκτήται.
Και ίσως αυτό είνε που δίδει την εντύπωσιν της χαράς και της ευτυχίας εις τον μικρόν συνοικισμόν. Εκτός από μίαν δυστυχισμένην γυναίκα η οποία, βουτηγμένη εις τα μαύρα, επέστρεφε από το Νεκροταφείον, και εκτός ενός παιδίου το οποίον επέρασεν από μπροστά μου με το στήθος σειόμενον από άγριον βήχα, όλα τα άλλα πρόσωπα εκεί επάνω ήσαν χαρωπά, και όλα τα μάτια ζωηρά και όλα τα μάγουλα κόκκινα. Μέσα από δύο τρία παράθυρα, κοριτσόπουλα τα οποία ετρόμαξεν η παρουσία μου, ετραγουδούσαν τα τραγουδάκια της εποχής και από μίαν αυλήν φορτωμένην από γλάστρες μού ήλθεν ο ήχος κιθάρας.
Αν δεν είνε τόσον ευχάριστον το θέαμα των ανθρώπων, αλλά και το πλαίσιον μέσα εις το οποίον ζουν οι άνθρωποι αυτοί είνε θαυμαστόν. Ένας Άγιος Ηλίας υψώνεται λευκός μέσα εις μεγάλα φουντωτά πεύκα, ένα μικρόν δασάκι ολοζώντανον και καταπράσινο ν φθάνει ως την γραμμήν του σιδηροδρόμου, δύο εξοχικαί εκκλησίαι υψώνονται πίσω από πράσινα χλοερά φράγματα ροδοδαφνών και αμαράντων, και επί τέλους ολίγην ώραν μακρύτερα αρχίζει κομψός, απαλός, καλλιτεχνικός, γραφικώτατος, ευγενής, ευπατρίδης, ο Υμητός.
Διά ν’ αναπαύσω την συνείδησίν μου υποπτεύω ότι δεν είνε πολλοί οι Αθηναίοι των κέντρων, οι οποίοι απεφάσισαν να περιπλανηθούν ως το Παγκράτι. Τους συνιστώ εις πρώτην ευκαιρίαν να το κάμουν. Θα πληροφορηθούν ότι υπάρχουν Αθήναι άγνωστοι ακόμη, αι οποίαι ίσως δέν αξίζουν ολιγώτερον από τας γνωστάς. Ή τουλάχιστον αν δεν έχουν τον θόρυβον, την κίνησιν και το μέγεθος των γνωστών, έχουν όμως μίαν αφέλειαν, μίαν χάριν και μίαν γραφικότητα την οποίαν βεβαίως δεν έχει η πλατεία του Συντάγματος.
Ριπ