Γεννηθήκαμε λίγο πριν από τον Πόλεμο. Ζήσαμε την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Μεγαλώσαμε προτού νιώσουμε την ξενοιασιά της παιδικής ηλικίας. Ακόμα και το ψωμί λιγοστό και κάποτε δυσεύρετο. Ευτυχώς δεν μας έλειψαν οι ελιές και το λάδι. Ψωμί, λοιπόν, και ελιά το προσφάι μας, άντε και λίγο τυρί άμα βρισκόταν και γάλα από την κατσίκα μας. Το «ψυρούκι», η παιδική μας κρέμα, λίγο αλεύρι με γάλα. Μοναδικό μας γλυκό στο ταψί η «πλατσιέδα» στις γιορτάδες και το λουκούμι στην εθνική εορτή.
Η μόνη ζεστασιά μας στις κρύες νύχτες του χειμώνα, η φωτιά στη «γωνιά» και το μαγκάλι. Ποιος να πρωτοπυρωθεί; Μονάχα το παραμύθι της μάνας μάς έκανε να ξεχνούμε το κρύο και την πείνα και να ονειρευόμαστε. Μ’ αυτό ξάνοιγε το μυαλό και η καρδιά μας και σεργιανίζαμε σε ένα κόσμο ομορφότερο και δικαιότερο. Γιατί το άδικο ήταν παντού. Το βλέπαμε σε κάθε ζάλο μας. Ακόμα και στην εκκλησιά που πηγαίναμε με το πλεχτό πουλόβερ της μάνας μας, όπου οι φτωχοί δεν είχαν στασίδι. Και στο σχολειό, όπου τα παιδιά των «παρακατιανών» ήταν πάντα οι «κακοί» μαθητές που προορίζονταν για να γίνουν οι μαζώχτρες και οι ραβδιστάδες στον «ταϊφά» του άρχοντα. Το βλέπαμε το άδικο στην τυράγνια της μάνας και του πατέρα. Κάθε φορά που έβγαζε το λάδι στο λιοτρίβι και πλέρωνε τα βερεσέδια.
Μόλις ανοίξαμε τα μάτια μας στον κόσμο και αρχίσαμε να περπατάμε, νιώσαμε το μεγάλο φόβο, πως κάποιος μπορεί να μας πάρει ξαφνικά τη ζωή, τη δική μας ή των γονιών μας, γιατί ήταν πιο δυνατός, γιατί κρατούσε το φονικό το όπλο. Πρώτα οι σιδερόφρακτοι Γερμανοί κι ύστερα οι τυφλωμένοι από το αδελφοκτόνο μίσος της μιας ή της άλλης παράταξης, που ήρθαν να αποτελειώσουν ό,τι είχε απομείνει από το θανατηφόρο πέρασμα του κατακτητή.
Όμως επιβιώσαμε! Όσοι επιβιώσαμε. Γιατί ψηθήκαμε από μωρά παιδιά με τη δουλειά στο χωράφι. Συνηθίσαμε στον καθημερινό μόχθο και νιώσαμε τη χαρά να βλέπεις και να γεύεσαι τη γλύκα του καρπού που άνθισε, έδεσε κι ωρίμασε με τον ιδρώτα του προσώπου σου. Το παράδειγμα των γονιών μας ρίζωσε μέσα στην ψυχή μας κι έγινε αρχή και αξία της ζωής μας: να πορεύεσαι στη ζωή με ψηλά το κεφάλι. Περήφανος γι’ αυτό που κατέκτησες, για την προκοπή σου, χωρίς να φιλήσεις «κατουρημένες ποδιές» και χωρίς να καταπατήσεις το δίκιο άλλου ανθρώπου. Έτσι πορευτήκαμε στη ζωή μας. Με το μυαλό και με τα χέρια μας κερδίσαμε την ελευθερία και την αξιοπρέπειά μας.
Περήφανοι γιατί προχωρήσαμε πιο πέρα και πιο πάνω από τη μοίρα του βασανισμένου δουλευτή της γης. Γιατί ρίξαμε τους φράχτες που είχε υψώσει γύρω μας η κοινωνία στην οποία γεννηθήκαμε.
Έτσι θελήσαμε να αναθρέψουμε και τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Μόνο που μ’ αυτά ήμαστε υπερβολικά γενναιόδωροι. Ίσως γιατί ήμαστε απερίσκεπτα σίγουροι πως η ζωή των νεώτερων γενεών θα πήγαινε πάντα μπροστά και πως δεν θα είχε πια πισωγυρίσματα. Δώσαμε στα παιδιά μας ό,τι μας είχε εμάς στερήσει η ζωή· δεν καταφέραμε όμως να τους μάθουμε αυτό που εμείς διδαχτήκαμε από τη ζωή των γονιών μας, ότι η ευτυχία δεν κρύβεται στο χρήμα και στα πλούτη των παλατιών, αλλά περισσότερο στα πλούτη του μυαλού και της ψυχής μας!
Και τώρα που ξανάρθαν πάλι χρόνοι δίσεχτοι και χρόνοι οργισμένοι, πρέπει, τώρα στα γεροντάματά μας, να βάλουμε πάλι «πλάτη», κόντρα στον κατήφορο που πήρε η ζωή των παιδιών μας και η δική μας, και να τους ξαναδιδάξουμε από την αρχή τις αρχές και τις αξίες, που μας κληροδότησαν οι δικοί μας γεννήτορες, για να ξαναβρούν στη ζωή τους το μέτρο και την περήφανη και σίγουρη περπατηξιά, αυτή που ταιριάζει σε ανθρώπους που αξιώθηκαν να γεννηθούν σ’ ένα τέτοιο τόπο κι από τέτοιους προγόνους.
(Πρωτοδημοσιεύτηκε στον «Αντίλαλο της Βρίσας», τ. 51.)