Της Γεωργίας Π. Ξάνθη
Μέσα στην σιγαλιά , η ηρεμία της απογευματινής ανάπαυλας , την οδήγησε πίσω από το εκκλησάκι του Αι Τρύφωνα και κάθισε με προσοχή, στην μεγάλη πέτρα με το νούμερο 878, αριθμημένη από τους αρχαιολόγους. Ίσιωσε το από τσίτι λουλουδάτο με πιέτες φόρεμα , καλοραμμένο, από τα κομψά χεράκια της, με μοντέλο μια κούκλα, που της έμενε από τα μαθήματα μοδιστρικής, και άνοιξε τον μικρό οδηγό των καλών τρόπων , δανεικό από την φίλη της, την Φαίδρα.
Ήθελε να εντυπωσιάσει η Μαρουσώ τον Λαέρτη, τον γαμπρό που θα έφερνε ο πατέρας, στο σπίτι τους την Κυριακή. Ηπειρώτης, ο κυρ Πάτροκλος, δεν σήκωνε κουβέντα. Τραπέζι, με το καθιερωμένο αρνάκι με πατάτες, ψημένο στον φούρνο του Φρέστη, κρασί βαρελίσιο από το μπακάλικο του Μαυρομάτη, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων με τα σχετικά ντροπαλά βλέμματα ανίχνευσης , και θα ακολουθούσε η συμφωνία κεκλεισμένων των θυρών μεταξύ των δύο ανδρών για να αποφασιστούν τα περαιτέρω. Μεγαλοκοπέλα ,ετών 35. Άτυχη έλεγαν οι άσπονδες φίλες της, παράξενη , μυστήρια και μη μου άπτου σιγοψιθύριζε η γειτονιά . Τα παιδιά στην αλάνα την φώναζαν θεία Μαρουσώ. Ο τίτλος της θείας σε ανύπαντρη των 35 ,μετατρέπεται σε τίτλο γεροντοκόρης στα 50.
Έφερε την εικόνα του επίσημου γεύματος μπροστά της. Πρέπει να προσέξει , γράφει ο οδηγός, τις μυρουδιές της κουζίνας, να είναι τα μαχαιροπήρουνα στην θέση τους, να χαμογελάει ακόμα και αν ανησυχεί για την επιτυχία του φαγητού, να βρίσκει ευχάριστα θέματα για συζήτηση , και φυσικά να μην αφήσει να γίνει καπνιστήριο η τραπεζαρία πριν το φαγητό.
Ονειρεύομαι, φώναξε δυνατά , τόσο που τρόμαξε και το κυπαρίσσι που λύγισε από την θλίψη της, το κλάμα το βουβό, όπως βουβή ήταν και η αγωνία του πατέρα της για τα γούστα του γαμπρού για τις απαιτήσεις του.
Λέγανε του πατέρα να πετάξει, οι κακεντρεχείς και το ράφι από την κουζίνα, έως ότου σφίξουν τα χέρια με τον γαμπρό, μην γυρίσουν τα πάνω κάτω για την μονάκριβη μοναχοκόρη του. Τι χειρότερο δυστύχημα από έναν πατέρα , η μια μάνα από το να τους μείνει ένα θηλυκό στο σπίτι; Η συνοικία Άστρυφος, της ενορίας του Αι Τρύφωνα, φημιζόταν για τις γεροντοκόρες –μεγαλοκοπέλες της από όλες τις άλλες γειτονιές της Αθήνας. Είχε τα πρωτεία όπως και στην φτώχεια που είχε δέσει καλά σε αυτήν την γειτονιά με το αρχαίο παρελθόν , που το ψάχνουν, ανοίγοντας λακκούβες, μεγάλες για να σε καταπιούν, εκεί γύρω από τον Αι Τρύφωνα, σπήλαια , πηγάδια , παγίδες θανάτου όταν ο ήλιος δύει .
Και τα σπίτια; Άτακτα, που κόπιασαν συγγενείς και φίλοι και βοήθησαν στο κόψιμο της πλίθρας για να κάνουν τα δύο δωμάτια με την μικρή κουζίνα και το μέρος όπως εκείνοι έδιναν την ταυτότητα της τουαλέτας.
Αυτή ήταν και η προίκα της. Οι πλίθρες και ένα σεντούκι με κεντητά σεντόνια, ασπρόρουχα ,φλοκάτες από την γιαγιά της, πουκάμισα, 1 πάπλωμα και ποδιές. Τα φυσικά και επίκτητα προσόντα της, ομορφιά, ψυχική και πνευματική καλλιέργεια δεν μετράνε. Οι φτωχοί γονείς , όταν με το καλό θα έφταναν στην εκκλησία ,του Αι Τρύφωνα με τον γλυπτό σταυρό, θα έφευγαν για το χωριό, πέρα στα Γιάννενα , στην Αγία Τριάδα, για να ξαναφτιάξουν από την αρχή το γκρεμισμένο πέτρινο σπίτι, ευτυχισμένοι και ανακουφισμένοι , έχοντας τώρα άλλη αγωνία , πότε με το καλό θα σφίξουν στην αγκαλιά τους τα εγγονάκια τους.
Με αργές κινήσεις , ξέπλεξε τα μαλλιά της, και άρχισε σκεπτική να κοιτάει τις πρώτες σκιές που άρχισαν μπροστά της να χορεύουν. Σαν να έπεσαν από τον ουρανό, και στάθηκαν μερικά μέτρα από την γη. Πήραν μορφές, νέων, με γυμνασμένα κορμιά ,και λαμπερά πρόσωπα. Ο Πλάτωνας και οι μαθητές του , σκέφτηκε χαμογελώντας, δεν θα φύγουν ποτέ από αυτήν την γειτονιά την μέσα σε περιβόλια , γεμάτα ελιές και αμπέλια και πάνω από τους αρχαιολογικούς θησαυρούς τους , καλά φυλαγμένους ,παρ όλες τις ανασκαφές που στέκουν ανοικτές χωμάτινες μεγάλες καταπακτές. Προσπάθησε να φανταστεί τον Λαέρτη, 50 χρονών της είπε ο πατέρας της, σοβαρός με τραχιά χαρακτηριστικά , κουρασμένος από την κατάκοιτη 90χρονη μάνα του, που δεν θα την άφηνε μοναχή της.
Νοσοκόμα, σύζυγος, ίσως και μάνα. Θα μπορεί; Της αξίζει να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της μακριά από την μάνα, τον πατέρα για ένα στεφάνι, με δύο αγνώστους; Τι στεφάνι θα είναι αυτό; Θυσιάζει το βέβαιο εις το αβέβαιο μέλλον της.
Και η προίκα της; Θυσία του ταλαιπωρημένου πατέρα, βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα του. Προς τι λοιπόν η παντρειά της; Προς τι οι τόσες θυσίες αφού , η καρδιά της δεν αισθάνεται σκλαβωμένη για να ζητά ελευθερία, με την υποχρεωτική απαίτηση της υπανδρείας. Οι πυγολαμπίδες χόρευαν γύρω της , της φάνηκε πως φόραγαν το κατάλευκο κεντημένο νυφικό της, το καλά φυλαγμένο εδώ και πολλά χρόνια στο σεντούκι. Σαν να έκαναν πρόβες αντί για κείνη. Χόρευαν με ένα χαρτί στα χέρια. Το προικοσύμφωνο ,το αρραβωνοχάρτι, που το διάβαζαν δυνατά και γέλαγαν ακόμα πιο δυνατά, τόσο που βούιζαν από τα χαχανητά τους και τα αυτιά του Αγίου. Και τον θύμωσαν τον Άγιο και την έσπρωξε. Και τότε πετάχτηκε με ορμή όρθια, το άρπαξε , και το έσκισε. Και αισθάνθηκε χαρά , λες και ξέσκισε την λύπη από την καρδιά της. Και ανακουφίστηκε η Μαρουσώ όσο κανένας άλλος . Δική της η ζωή, δικό της και το μέλλον. Που το είδε να βγάζει φώς για να φωτίσει το πλινθόκτιστο μικρό της σπίτι , στα δύσκολα και φτωχικά χρόνια της δεκαετίας του ’30, η Μαρουσώ των 35 χρόνων.