Quantcast
Channel: Πίσω στα παλιά
Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Η Ιταλική κατοχή και η Ιταλική τραγωδία

$
0
0

Η Μεραρχία Πινερόλο της Λάρισας
Η τύχη των Ιταλών στρατιωτών και περιστατικά της Δρακότρυπας Καρδίτσας
 


AeraΗ νικηφόρα πορεία του ελληνικού στρατού απέναντι στα ιταλικά στρατεύματα του Μουσολίνι που ξεκίνησε από τις πρώτες βδομάδες του Νοέμβρη του 1940, ήταν μοιραίο να ανακοπεί μετά την επίθεση των Γερμανών που δέχτηκε η χώρα μας τον Απρίλη του 1941. Στο διάστημα αυτό πάνω από οκτώ χιλιάδες ήταν οι νεκροί στρατιώτες και αξιωματικοί που έπεσαν στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Η Δρακότρυπα, όπως και πολλά άλλα χωριά, πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος με εννέα συνολικά νεκρούς .
 
Κατοχή
     Όταν έσπασε το μέτωπο, χιλιάδες οπλίτες και αξιωματικοί, νηστικοί και εξουθενωμένοι, πεζοπόρησαν ατέλειωτες μέρες για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. –Λίγο ψωμί, λίγο ψωμί, παρακαλούσε ο πεινασμένος στρατιώτης έξω από το σπίτι του Βαγγελάκου Μάνου, διηγείται η Καλλιρρόη Μπάλλα, μικρό κορίτσι τότε. «Βγήκα στην πόρτα και του έδωσα λίγο από το ψωμί που είχαμε κι εκείνος έβγαλε το δαχτυλίδι του για να το ξεπληρώσει! Δεν το πήρα βέβαια, καθώς έτσι με είχε δασκαλέψει η μεγαλύτερη αδερφή μου». Στην πλατεία του χωριού, μερικοί κάτοικοι είχαν βάλει καζάνι με φασόλια για τους ταλαιπωρημένους φαντάρους.
Katoxi_xartisΗ χώρα δεν είχε καταληφθεί ακόμα ολοκληρωτικά και η πείνα δεν είχε κάνει την εμφάνισή της. Αυτά συνέβησαν λίγο αργότερα, όταν η ελληνική επικράτεια μοιράστηκε στα τρία και σκλαβώθηκε από τρεις κατακτητές. Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη υπήρχε βουλγαρική διοίκηση, η Κεντρική Μακεδονία, τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, τα νησιά του Σαρωνικού, το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης  και το λιμάνι του Πειραιά ανήκε στη γερμανική ζώνη και η υπόλοιπη Ελλάδα ήταν κάτω από τον έλεγχο των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων.
     Η συνήθης αδυναμία αυτάρκειας στην παραγωγή σιτηρών, η κακή σοδειά του 1941 λόγω της πλημμελούς καλλιέργειας εξ αιτίας της επιστράτευσης και της παρατεταμένης ξηρασίας, η κατάρρευση της επίσημης αγοράς, των μηχανισμών του εμπορίου και της διακίνησης των προϊόντων, και κυρίως η κατάσχεση από τους κατακτητές τροφίμων, βιομηχανικών και βιοτεχνικών προϊόντων, πρώτων υλών, καυσίμων και μέσων αναφοράς, ήταν μοιραίο να οδηγήσουν το λαό των αστικών κυρίως κέντρων στην πείνα και στην εξαθλίωση. Χιλιάδες υπήρξαν οι νεκροί και αμέτρητες ήταν οι περιουσίες που χάθηκαν για την εξασφάλιση λίγων δραμιών ψωμιού.
     Παράλληλα, οι δυνάμεις του άξονα επέβαλαν στην Ελλάδα την πληρωμή των «εξόδων κατοχής» τα οποία ανέρχονταν σε υπερμεγέθη ποσά για την αντοχή της ελληνικής οικονομίας και η Τράπεζα της Ελλάδος κατέφυγε στην έκδοση χαρτονομίσματος, αυτά που αργότερα ονομάσθηκαν «ραλλικά» λεφτά.
Xartonomisma_1_ekatom.1944-06-291-Κάποια μέρα, διηγείται η Πηνελόπη Νάτση, η θειά μου Αλέξω Πούλιου, πήρε τον κόκορα τους σπιτιού και τον πήγε στο παζάρι στα Τρίκαλα να τον πουλήσει. Και τον πούλησε 16 εκατομμύρια δραχμές!
Οι τιμές μεταβάλλονταν αλματωδώς προς τα πάνω, ο πληθωρισμός είχε εκτροχιαστεί και τα χρήματα δεν είχαν καμία αξία, πλην βεβαίως του χρυσού ο οποίος ήταν η μόνη σταθερή αξία. Τον δύσκολο χειμώνα 1941-42 οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν σαφώς σε πολύ καλύτερη μοίρα από τους κατοίκους των πόλεων και η πρώιμη και καλή άνοιξη του 1942 με την αφθονία των λαχανικών, τους έσωσε κυριολεκτικά από τον λιμό. Κάθε οικογένεια όμως, σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας κι αν ζούσε, έχει να καταθέσει μια δραματική ιστορία.
 
Αγριότητες
     Όμως δεν ήταν μόνο η πείνα που μάστιζε το λαό, ο κατακτητής ήταν πανταχού παρών. «Μας είχαν δασκαλέψει να φερόμαστε σαν αφεντικά σε κείνο το εχθρικό έδαφος» γράφει στο βιβλίο του «Τρύπια άρβυλα» ο τότε στρατιώτης και μετέπειτα δημοσιογράφος Ρόμολο Γκαλιμπέρτι. «Οι στρατιώτες όρμησαν, συνεχίζει, και σε λίγο, με εντυπωσιακή ταχύτητα, χίμηξαν, έφεραν τα πάνω κάτω το κάθε σπίτι, λεηλάτησαν, κατάστρεψαν, βρόμισαν, ξήλωσαν τα πατώματα ή τα σκάψανε για κρυμμένους θησαυρούς, αδειάσανε τα σεντούκια, κουρελιάσανε τα αχυρένια στρώματα, ή, όπου υπήρχανε, τα πουπουλένια, τα κάνανε κομμάτια, σπάσανε όλα τα έπιπλα, σκόρπισαν παντού ρούχα και σεντόνια στα πλουσιότερα σπίτια, βρόμισαν τον τόπο ακόμα και με σκατά. Κατά το απόβραδο δόθηκε η διαταγή της αναδίπλωσης, και τότε, από μερικά σκόρπια εδώ κι εκεί σπιτάκια, άρχισαν να υψώνονται στήλες καπνού και σε λίγο φλόγες. Οι στρατιώτες, που είχαν ριχτεί στο πλιάτσικο, γυρίζανε από τους Γόνους, με τα πιο περίεργα λάφυρα. Μερικοί, μεθυσμένοι, είχανε φορέσει γυναικεία φουστάνια και μαντήλες στο κεφάλι, άλλοι γυρίζανε καταφορτωμένοι, κουβαλώντας στην πλάτη δέματα καπνά, φλάσκες με τσίπουρο, ή κότες που σφαδάζανε απελπισμένα, κι ένας μάλιστα τραβούσε το γουρουνόπουλο που λίγο πριν τσαλαβουτούσε μες στο βουρκάκι. Στα καταλύματα εκείνη τη νύχτα έγινε χαλασμός Κυρίου. Κανένας από τους αξιωματικούς -συνεπαρμένοι κι αυτοί από το όργιο πλιατσικολογήματος- δεν προσπάθησε ν’ ανακαλέσει στην τάξη είτε να τιμωρήσει κανέναν».
     Η περιγραφή αυτή είναι μια τυπική ιστορία που βίωσαν από τους Ιταλούς εκατοντάδες Ekteleseis1χωριά στην πατρίδα μας. Αλλού, έγιναν πολύ χειρότερα. Στο Δομένικο της Λάρισας έγινε πραγματικό ολοκαύτωμα με το φόνο 116 κατοίκων του χωριού. Στις φυλακές της Λάρισας κρατούνταν εκατοντάδες πατριώτες και ήταν πάρα πολλοί αυτοί που βρήκαν το θάνατο. Στον Αλμυρό, σε μια απεγνωσμένη επίθεση, λίγες μέρες προτού συνθηκολογήσουν, σκότωσαν 35 άτομα. Και η αναφορά τέτοιων δραματικών γεγονότων δεν έχει τελειωμό. Και στεκόμαστε μόνο στη δράση των κατοχικών ιταλικών στρατευμάτων, χωρίς να κάνουμε λόγο για τις αγριότητες και τις απάνθρωπες συμπεριφορές των Γερμανών και των Βουλγάρων κατακτητών.
      Στη Δρακότρυπα, όπως στα περισσότερα ορεινά χωριά, δεν υπήρχε μόνιμη εγκατάσταση δυνάμεων των κατακτητών, οι οποίες ωστόσο έκαναν κατά διαστήματα αισθητή την παρουσία τους και δυστυχώς πάντοτε με τη συνδρομή ντόπιων συνεργατών, των αποκαλούμενων «λεγεωνάριων». Σκοπός τους, να αρπάξουν, να πλιατσικολογήσουν, να τρομοκρατήσουν και να αφοπλίσουν τον πληθυσμό. «Για ένα διάστημα που ήταν στο χωριό, είχαν το φυλάκιό τους δίπλα στο σπίτι μας στη θέση Παναγία και η μάνα μου πολλές φορές τους έδινε κορφή (γάλα που έχει υποστεί ζύμωση και είναι έτοιμο για την εξαγωγή του βούτυρου) και τρώγανε. Πιο μπροστά όμως, ένα απόσπασμα μας πήρε το μοσχάρι που είχαμε στο κατώι, κι άλλα ζώα» αφηγείται ο Νίκος Αρβανίτης.
 
Οι Ιταλοί στο χωριό
     Σε καμία όμως από τις εφόδους που κάνανε για τη συγκέντρωση όπλων και στρατιωτικού υλικού δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα,  μια που τα μόνα αντικείμενα που συνέλεξαν ήταν ένα αντίσκηνο που αναγκάστηκε να παραδώσει η Όλγα Γρηγορίου και ένας γκρας, όπλο του 1897, που παρέδωσε ο Αθανάσιος Χατζιάρας. Για να πιέσουν τους κατοίκους, μάζευαν στην εκκλησία όσους άνδρες εύρισκαν, απειλώντας τους ότι θα τους εκτελέσουν εάν δεν παραδώσουν τα όπλα τους, και κατόπιν τους μετέφεραν στη Βατσουνιά. Εκεί, μαζί με τους Βατσινιώτες τους έκλειναν στο σχολείο και τους ξυλοκοπούσαν άγρια. Λέγεται μάλιστα, ότι από το ανηλεές ξυλοκόπημα ένας Βατσινιώτης έχασε τη ζωή του.  «Όταν γύρισε ο πατέρας μου, ήταν αγνώριστος, διηγείται ο Σωτήρης Λαμπρίδης. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και μελανιασμένο από το ξύλο. Το περισσότερο ξύλο το έφαγε από ένα λεγεωνάριο που φορούσε, ειδικά για το λόγο αυτό, δακτυλίδια στα χέρια του». Δεν ξέρει το όνομα του ο Σ.Λαμπρίδης, μα αρκετοί είναι εκείνοι που έχουν μιλήσει για κάποιον Γ.Γραμμένο με καταγωγή από χωριό της Αργιθέας και διαμονή στην περιοχή των Φαρσάλων, ο οποίος έλυνε  και έδενε την περίοδο αυτή και στον οποίον αποδίδουν πολλά από τα δεινά που υπέστη ο ανδρικός πληθυσμός.
     Ο δεκαεξάχρονος τότε Χρήστος Ρούσας  δεν είχε την ατυχία που γνώρισαν πολλοί συγχωριανοί του. «Όταν άκουσα ότι ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό, πήγα κι εγώ στην πλατεία να δω τι γίνεται και οι Ιταλοί με άρπαξαν και μένα» αφηγείται. «Με πήγαν εκεί που είχαν πολύ κόσμο μαζεμένο, και αν δεν ήταν ο Γιώργος Κωστάκης να με διώξει και να πει «πίκολο, πίκολο» στους Ιταλούς, θα έτρωγα κι εγώ πολύ ξύλο. Ο Γιώργος Ν. Κωστάκης -ο πατέρας του γνωστός ως «δεκανέας», πολεμιστής και τραυματίας στους Βαλκανικούς πολέμους που πήρε μέρος και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων- στάθηκε πολύ επωφελής για το χωριό εκείνο τον καιρό. Ένα τμήμα του ξενοδοχείου όπου εργαζόταν ως υπάλληλος στην Καλαμπάκα, επιτάχθηκε από τους Ιταλούς και εγκαταστάθηκε εκεί το ιατρείο τους. Αυτή η καθημερινή συναναστροφή με τους Ιταλούς γιατρούς και νοσοκόμους, του έδωσε τη δυνατότητα να μάθει την ιταλική γλώσσα αρκετά καλά, σε σημείο μάλιστα που το ιατρικό προσωπικό να τον χρησιμοποιεί ως διερμηνέα για τις εξετάσεις και τις επεμβάσεις που καλούνταν να κάνει σε Έλληνες ασθενείς και τραυματίες. Κατά ευτυχή σύμπτωση τις ημέρες εκείνες βρισκόταν στο χωριό, όπου η καλή γνώση της ιταλικής και η σοβαρότητα του χαρακτήρα του αποδείχτηκαν σωτήρια προσόντα σε πάρα πολλές περιπτώσεις συγχωριανών του.
     Η παρουσία των Ιταλών για τους ίδιους λόγους έγινε αισθητή –και μισητή- και άλλες φορές στο χωριό. Και εάν ο τόπος, ο χρόνος και το ήθος των κατοίκων δεν ήταν κατάλληλα στοιχεία για να εμφανισθούν ως «στρατιά σ’ αγαπώ», όπως αποκαλούσαν οι ίδιοι οι Ιταλοί τα στρατεύματα κατοχής, επιχειρούσαν αυτό με άλλους τρόπους. Έτσι, με προτροπή του προαναφερόμενου συνεργάτη τους, υποχρέωσαν το Μήτρο Θ. Πούλιο και τη γυναίκα του Τσιβή, να τους «δώσουν» το νεογέννητο αγοράκι τους να το βαφτίσουν. Και πράγματι οι καθολικοί στο θρήσκευμα Ιταλοί, «βάφτισαν» το μωρό, δίνοντάς του δύο ονόματα, Μπενίτο –προφανώς για να τιμήσουν τον ηγέτη τους Μπενίτο Μουσολίνι, και Βιττόριο -προφανώς για να τιμήσουν το βασιλιά της Ιταλίας. Και για να ολοκληρωθεί το μυστήριο, που δεν μπορούσε να τελεσθεί με καθολικούς νονούς, συνέπραξε και ο ορθόδοξος λεγεωνάριος, που έδωσε το χριστιανικό όνομα, Θωμάς. Δυστυχώς το άτυχο παιδί με τα τρία ονόματα Μπενίτο-Βιττόριο-Θωμάς, στάθηκε και στη ζωή του άτυχο, αφού λίγα χρόνια αργότερα πέθανε από τέτανο!
     Στην τραγικότητα των ατέλειωτων μερόνυχτων της κατοχής, υπήρξαν ωστόσο και γεγονότα που μέσα στη δραματικότητά τους άφηναν και μια χαραμάδα γέλιου. Ένα τέτοιο, ήταν η αρπαγή ενός κομματιού κρέατος μέσα από το ιταλικό καζάνι! Καθώς διηγούνται οι αυτόπτες μάρτυρες και αυτουργοί Βαγγέλης Στεφανής και Αλέκος Νάτσης, ο ιταλός μάγειρας ήταν ξαπλωμένος δίπλα από το καζάνι που έβραζε έξω από τα Νατσαίικα σπίτια και είχε την παλάμη του στο μέτωπο του να μη τον θαμπώνει ο καλοκαιριάτικος ήλιος. –Να κοιμάται; αναρωτήθηκαν οι γαβριάδες, και χωρίς ο ιταλός να πάρει είδηση, ο Χρήστος Νάτσης σήκωσε το καπάκι, ο τολμηρός αδερφός του Αλκιβιάδης άπλωσε το χέρι του, άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας που εξείχε πάνω από τον αφρό του καζανιού, και αθόρυβα απομακρύνθηκαν από τον τόπο του …εγκλήματος. –Τι κάνετε αυτού βρε αναθεματισμένα; ρώτησε η Σοφία η Θωμα-Νάτσαινα, όταν τους είδε στο γειτονικό αλώνι, κι αφού της εξήγησαν, εκείνη πήγε και το μοίρασε ισομερώς στους προαναφερόμενους και στους άλλους φίλους τους που συμμετείχαν στην «επιχείρηση» και έδωσε την ευκαιρία στον κόσμο να κρυφογελά πίσω από τις πλάτες τον κατακτητών.
 
Έκαψαν το χωριό και σκότωσαν γυναίκες!
     Μα τα γέλια πάγωσαν στις αρχές του Ιούνη του 1943, όταν μεγάλη ιταλική δύναμη της Μεραρχίας Πινερόλο, που είχε την ευθύνη της Θεσσαλίας, προσπάθησε να περάσει τα στενά της Πόρτας και να εκδιώξει τα τμήματα του ΕΛΑΣ που είχαν ως ορμητήριο την περιοχή του Κόζιακα. Από τις αρχές του 1943 οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν δυναμώσει τη δράση τους απέναντι στους κατακτητές και αποτελούσαν γι’ αυτούς ένα συνεχές πρόβλημα. Στα μέσα του Μάη συνήλθε στην Πόρτα το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, όπου με βάση τις πληροφορίες που είχαν για μεγάλες 
Mouzaki_oik.G.Ligda_empros_sto_kammeno_spiti1944Arxeio_Ath.Katsarosεκκαθαριστικές επιχειρήσεις, στις οποίες οι αντιστασιακές δυνάμεις δεν θαμπορούσαν να αντι
σταθούν. Έτσι αποφάσισαν τη σύμπτυξή τους βόρεια των Γρεβενών και άφησαν μια οπισθοφυλακή στην Πόρτα με δύο πλαγιοφυλακές, μία στο Μουζάκι και μια στη Νεβρόπολη, με κύριο καθήκον να ρίξουν μερικές τουφεκιές, για να δώσει την εντύπωση στον κατακτητή, ότι παραμένουν αντάρτες σε κείνα τα βουνά και κατόπιν να συμπτυχθεί. Η επίθεση των Ιταλών άρχισε τα ξημερώματα της 8ης Ιουνίου, αλλά η προσπάθειά τους να περάσουν από τα στενά της Πόρτας απέβη άκαρπη. Επεχείρησαν τότε ελιγμό για να πλαγιοκοπήσουν τους υπερασπιστές των στενών από το Μουζάκι και την Πορτή. Οι κάτοικοι του Μουζακίου είχαναπομακρυνθεί στην πλειοψηφία από τα σπίτια τους αλλά από τους ελάχιστους που απέμειναν, οι κατακτητές δεν δίστασαν να βασανίσουν, να θανατώσουν εν ψυχρώ ή να κάψουν μέσα στα σπίτια τους συνολικά 16 άτομα και να πυρπολήσουν όλα σχεδόν τα σπίτια. Μια ανείπωτη τραγωδία. «Φεγγοβολούσε στον κάμπο το λαμπάδιασμα του Μουζακιού» γράφει ο Βασίλης Πάσχος στο βιβλίο του «Αξέχαστη Αντίσταση». (Στη φωτογραφία -προσφορά των Αθ.Αλεξανδρή-Αθ.Κατσαρού- η οικογένεια Γ.Λίγδα μπρος στο καμένο της σπίτι στο Μουζάκι).
     Παρά τους φόνους όμως και τις καταστροφές, οι Ιταλοί δεν κατάφεραν να περάσουν προς την Πορτή και οπισθοχώρησαν. Την επόμενη ημέρα με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις που μετέφεραν από τη Λάρισα, 2 τάγματα πεζικού, 2 επιλαρχίες, 2 λόχους λεγεωνάριων και μια πυροβολαρχία, και με την υποστήριξη δυο αεροπλάνων, επιχειρούν ξανά. Μη βρίσκοντας αντίσταση πλέον στο Μουζάκι, έφτασαν στην Πορτή όπου όμως καθηλώθηκαν από τις ανταρτικές δυνάμεις και δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν τα στενά. Το ίδιο συνέβη και από τον άλλο ελιγμό που επεχείρησαν από το μοναστήρι του Δούσικου, όπου χρησιμοποίησαν μεγάλη δύναμη πεζικού, τους λεγεωνάριους, το πυροβολικό τους και είχαν και την υποστήριξη των αεροπλάνων. Η επιχείρηση των Ιταλών για προώθησή τους στην Πίνδο απέτυχε πλήρως και η αποτυχία τους αυτή είχε σοβαρές επιπτώσεις, αρνητικές για τους κατακτητές και θετικές για τους σκλαβωμένους, αφού αφόπλισαν και διέλυσαν τους λεγεωνάριους και περιόρισαν την παρουσία τους σε λιγότερες πόλεις και στρατηγικά σημεία.
     Στην προσπάθειά τους όμως αυτή, τα ιταλικά στρατεύματα δεν δίστασαν να προκαλέσουν τεράστιες καταστροφές στον άμαχο πληθυσμό πυρπολώντας χωριά και σκοτώνοντας ανθρώπους. Εκτός από το Μουζάκι, θύμα τους έπεσε η Πορτή, όπου πυρπόλησαν τα περισσότερα σπίτια, όπως επίσης και η Βατσουνιά. Βλέποντας τους καπνούς στο Μουζάκι και πληροφορούμενοι τα γεγονότα, οι κάτοικοι της Δρακότρυπας, παίρνοντας μαζί τους ό,τι μπορούσαν, απομακρύνθηκαν γρήγορα ανηφορίζοντας προς το δάσος. Το χωριό έμεινε έρημο. Όταν ήρθαν οι Ιταλοί στις 11 Ιουνίου δεν βρήκαν ψυχή και ότι κινούνταν αποτελούσε στόχο. Έτσι δεν δίστασαν να πυροβολήσουν μια νέα κοπέλα, την Ελένη Κακαράντζα 19 ετών και να κάψουν ζωντανή μέσα στο σπίτι της μια ηλικιωμένη γυναίκα την (…..) Σκυλογιάννη. Σε χειρόγραφο σημείωμα του Τάκη Νάτση που δημοσίευσε ο δάσκαλος Βασίλης Κίτος στο φύλλο 36-37 του 2000 της εφημερίδας «Η Φωνή του Χωριού μας», αναφέρονται: «1943, 11η Ιουνίου ημέρα Παρασκευή, έκαψαν οι Ιταλοί (40) τεσσαράκοντα σπίτια συν το δικό μου νεόδμητο συν είκοσι καλύβες». Χωρίς κατοικία λοιπόν έμειναν πάρα πολλές οικογένειες, οι οποίες αναγκάσθηκαν να στεγαστούν, άλλες προσωρινά και άλλες οριστικά, σε αγροτικά καλύβια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους που διέθεταν ή να στοιβαχτούν σε σπίτια συγγενών τους. Στα αποκαΐδια του σπιτιού που είχαν οι οικογένειες του Βασίλη Λάζου και  Γιώργου Κοσμά, βρέθηκε μισοκαμένη και μια γίδα η οποία έφυγε από το βουνό όπου είχαν καταφύγει οι οικογένειες με τα ζωντανά τους και γύρισε στο κατώι της! Ο Πάνος Κωνσταντάκος, είναι πεπεισμένος, ότι το Γουσιαίικο σπίτι δεν κάηκε, χάρη σε ένα παιχνίδι! Στο δωμάτιο του μπάρμπα-Θέου, υπήρχε μια ξύλινη ιδιοκατασκευή ενός ισορροπιστή, με την οποία φαίνεται πως χάζεψαν για λίγο οι ιταλοί στρατιώτες που το πλιατσικολόγησαν, αφού το συγκεκριμένο παιχνίδι κατά την επιστροφή της οικογένειας βρέθηκε σε άλλο σημείο, από αυτό που ήταν η θέση του! Από τη μανία των κατακτητών γλίτωσε παρά τρίχα και η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, στην ξύλινη οροφή της οποίας,  οι εμπρηστικές σφαίρες δεν προκάλεσαν παρά μόνο λίγες τρύπες.
συνέχεια  http://www.drakotrypa.gr

Viewing all articles
Browse latest Browse all 12885

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>