Η ώρα είναι δώδεκα το μεσημέρι. Στη μεγάλη λευκή σάλα το μεσημεριανό έχει σερβιριστεί και περισσότεροι από τριάντα άνθρωποι τριγύρω έχουν πάρει θέσεις στα τραπέζια.
Μαζί τους σε μια γωνιά της αίθουσας τρώει το προσωπικό που αποτελείται από δυο τρεις Έλληνες και πολλούς τούρκους. Δοκιμάστε, μου λένε και σερβίρουν στο πιάτο μου ένα γευστικό πιλάφι που συνοδεύεται από ένα νοστιμότατο γύρο από κοτόπουλο. Επικρατεί μια εντυπωσιακή ησυχία. Οι περισσότεροι είναι καλοντυμένοι, μερικοί δεν αυτοεξυπηρετούνται και το προσωπικό αναλαμβάνει να ταϊσει όσους δεν τα καταφέρνουν.
Δίπλα μου τρώει μια ηλικιωμένη κυρία με την κόρη της, που έχει σοβαρό πρόβλημα νοητικής στέρησης. Πιο πέρα μια παρέα από γυναίκες κάτι λένε και γελάνε δυνατά, ενώ οι άνδρες του απέναντι τραπεζιού, όσοι έχουν ακέραια την ακοή, προσπαθούν να ακούσουν.
Κάποια στιγμή μια κυρία που μοιάζει να τάχει χαμένα σηκώνεται κατευθύνεται σε ένα άλλο τραπέζι και παίρνει την κρέμα που προορίζεται για επιδόρπιο μιας γιαγιάς. Δεν κάνει να φάει γλυκό, το σάκχαρο της είναι εξαιρετικά ανεβασμένο. Η γυναίκα επιμένει.
Οι υπάλληλοι της τάζουν ένα υποκατάστατο και η τάξη επιστρέφει. Όπως θα επιστρέψουν και κείνοι σε λίγο στους θαλάμους τους για τη μεσημεριανή κατάκλιση.
Το επόμενο πρωί θα σεργιανίσουν ως την άκρη του μεγάλου διαδρόμου, σε μια αίθουσα που έχει διαμορφωθεί η εκκλησία να ακούσουν όπως κάθε Σάββατο τη λειτουργία, μια λειτουργία που συχνά χοροστατεί ο ίδιος ο Πατριάρχης και μετά θα περιμένουν το κυριακάτικο επισκεπτήριο.
Όσοι έχουν συγγενείς, παιδιά που ζουν στην Πόλη, φίλους ίσως έχουν κάποια επίσκεψη.
Οι υπόλοιποι θα αρκεστούν σε μια από τις επισκέψεις των Ελλήνων τουριστών που έκαναν τον κόπο να ξεκλέψουν λίγο χρόνο από τις διακοπές τους εδώ για να έρθουν και να τους φέρουν δώρα και πάνω από όλα αγάπη.
Η ζωή στο ελληνικό γηροκομείο της Κωνσταντινούπολης δεν είναι εύκολη. Στεγάζεται εντός του συγκροτήματος των Νοσοκομείων Βαλουκλή, ένα νοσοκομείο ξακουστό σε όλο τον κόσμο γιατί ανάμεσα στις υπόλοιπες κλινικές του φιλοξενεί δυο αποτελεσματικές κλινικές στην αποθεραπεία από την εξάρτηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών, όπως με περηφάνια μας λέει καθώς μας υποδέχεται ο κύριος Δημήτρης Καραγιάννης.
Φέτος το νοσοκομείο που ιδρύθηκε το 1753 γιορτάζει 250 χρόνια ζωής. Στο χώρο που βρίσκεται σήμερα, περίπου μισή ώρα από το κέντρο, στο Επταπύργιο, μεταφέρθηκε στα 1850 από το Γαλατά.
Φτιάχτηκε από τον Ελληνισμό της πόλης για την περίθαλψη των ορθόδοξων Ελλήνων και αποτέλεσε για δεκαετίες έναν αληθινό φάρο μαζί με τα υπόλοιπα Ελληνικά ιδρύματα για τους Ρωμιούς, ιδιαίτερα σε εποχές που οι καταστάσεις δυσκόλευαν. Σήμερα είναι υπό την αιγίδα των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων, όπως αποκαλούνται. Πρόεδρος της εφορίας είναι ο Δημήτρης Καραγιάννης, ένας εξαιρετικά σημαντικός επιστήμονας που αφιέρωσε τη ζωή του εκεί. Καθώς περνάς την πόρτα του κτηρίου που στεγάζεται το γηροκομείο, που φιλοξενεί μονάχα Έλληνες ηλικιωμένους, που αυτή την εποχή φτάνουν τους 110, οι ψηλοτάβανες σάλες σε ταξιδεύουν σε άλλες εποχές.
Από τα χολ μέχρι τα γραφεία, υπέροχα παλιά έπιπλα από περασμένες δεκαετίες φτιάχνουν ένα αρχοντικό σκηνικό. Έπιπλα που φαίνεται πως κρύβουν ιστορίες. Ιστορίες ενός παράξενου και εξαιρετικά ανήσυχου αιώνα για τους Έλληνες της πόλης.
Η Φωτεινή Μαγιόγλου είναι η προϊσταμένη τα τελευταία τρία χρόνια. Αποφάσισε να έρθει να δουλέψει εδώ από αγάπη για αυτούς τους μεγάλους ανθρώπους, όπως μου λέει με το χαρακτηριστικό παχύ λάμδα της. Μαζί με τα υπόλοιπα δεκαεπτά άτομα του προσωπικού που όμως δεν είναι Έλληνες όπως παλιά.
Περπατάμε στους διαδρόμους. Είναι η ώρα που αποσύρονται στα δωμάτια.
Στο χωλ η κυρία Μαργαρίτα με φωνάζει να με ρωτήσει από πού είμαι. Εσείς τη ρωτώ;
Από το Πέραν μου απαντά. Είμαι σαράντα επτά ετών. Τώρα που πέθανε ο πατέρας μου, γνωστός ασφαλιστής θα υπάγω στας Αθήνας να ζήσω. Μαζί με την οικογένεια Δημητριάδη αν γνωρίζετε. Έχει κοκέτικη εμφάνιση, βαμμένα νύχια και στην πραγματικότητα είναι 88 ετών και ο πατέρας της πεθαμένος εδώ και μισό αιώνα.
Οι περισσότεροι θυμούνται με νοσταλγία τις χρυσές μέρες της Πόλης. Τα σπίτια στο Πέραν, το Ταξίμ και το Βόσπορο, τα αξιώματα. Για τους διωγμούς δεν θέλουν να μιλούν πολύ πολύ. Σε μια άκρη η φωτογραφία του κυρίου Νίκου. Πέθανε πέρσι, εκατό χρόνων.
Η λατέρνα του ήταν μυθική στην Πόλη. Έξω από το δωμάτιο του συναντώ τον κύριο Λάζαρο. Σαράντα χρόνια μουσικός σε καράβια. Γύρισε όλο τον κόσμο. Ομιλούσα πάντα άψογα την αγγλική, μου λέει. Τα δωμάτια μοιάζουν με δωμάτια σπιτιών. Έχουν φέρει όσα πίστευαν ότι θα τους βοηθούν να θυμούνται.
Όσοι δεν έχουν παιδιά πουλούν τα σπίτια τους και αγοράζουν για το υπόλοιπο του βίου τους μονόκλινα δωμάτια μεταφέροντας όσο πιο πολλά από τα υπάρχοντα τους μπορούν. Μετά το θάνατο τους τα έπιπλα μένουν στο ίδρυμα. Ο κύριος Λέανδρος, 93 χρόνων με καταγωγή από τη Χαλκηδόνα και σπίτι στο Μόδι, πριν το πουλήσει και το δωρίσει στο γηροκομείο, ήταν ράφτης για πολλά χρόνια. Εξήντα έξι συνολικά. Μου αρέσουν οι καλοντυμένοι άνθρωποι ξέρεις. Στην Πόλη είμαστε πια όμηροι. Εδώ καλά είναι, αλλά κακόν εστί το γήρας.
Τους ανθρώπους αυτούς βοηθά από το 1946 ο Σύνδεσμος βοηθείας απόρων, ασθενών και γερόντων των νοσοκομείων Βαλουκλή. Με 450 ενεργά μέλη, σε σύνολο περίπου δύο με δυόμισι χιλιάδων Ελλήνων που έχουν απομείνει στην Πόλη, αφιερώνουν πολλές ώρες της βδομάδας σε κείνους.
Ο ρόλος του συλλόγου ήταν ιδιαίτερα σημαντικός στον πόλεμο, όταν οι δυσκολίες του νοσοκομείου αντιμετωπίστηκαν χάρη σε μια ειδική συνδρομή που έβαλαν στους προύχοντες. Ο πρόεδρος του συλλόγου τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, λογιστής στο επάγγελμα, Γεώργιος Ατέσογλου θεωρεί καθήκον το να προσφέρεις. Εκμεταλλεύεται την μεσημεριάτικη αργία για έρχεται. Τον άνθρωπο τον μόνο πρέπει να τον βαστήξεις από το χέρι μου λέει και ανοίγει κουτιά με γλυκά για τους γέροντες. Τα παράπονα για τους Έλληνες πολιτικούς δεν λείπουν. Χρηματοδότηση επίσημη από το ελληνικό κράτος δεν υπάρχει.
Ένα από τα πιο συγκινητικά δωμάτια είναι της κυρίας Ευσεβίας. Εκδότρια της μια εκ των δύο ελληνικών εφημερίδων της πόλης. Της Απογευματινής. Κυκλοφορεί από το 1925. Ο Πατριάρχης της έδωσε πρόσφατα το Μεγαλόσταυρο μου λέει και μου δείχνει ένα φύλο της εφημερίδας. Όσο ζω θα την εκδίδω. Οι Τούρκοι την εκτιμούν, δεν παντρεύτηκα ποτέ γιατί ανέλαβα να βοηθήσω τα αδέρφια μου στην έκδοση. Ξέρετε, λέει και δακρύζει, οι πλούσιοι έφυγαν από χρόνια από την Πόλη και έμεινε μόνον η μεσαία τάξις.
Η Ανδρομάχη, η Κορνηλία και η Έλλη έγιναν φίλες εδώ. Δεν ακούν καλά καλά η μία την άλλη αλλά μου αναφέρουν ονόματα. Τα Τατάβλα ή Κουτουλούς, τα σπίτια με τις αυλές που χάθηκαν, χοροεσπερίδες, το Μέγα Ρεύμα. Θες δεν θες εκεί μέσα βουρκώνεις.
Και αλλού συγκινείσαι στη θέα μοναχικών ηλικιωμένων ανθρώπων αλλά εκεί το ιστορικό βάρος είναι διαφορετικό. Οι φωτογραφίες πάνω στα κομοδίνα, τα αποκόμματα των εφημερίδων, τα ενθυμήματα μιας εποχής που για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης έχει παρέλθει από καιρό.
Την Τουρκία την θεωρούν πατρίδα τους, την Ελλάδα την αγαπούν, μερικοί ονειρεύονται μια βόλτα στο Ζάππειο των Αθηνών, άλλοι ένα ταξίδι στη Χίο από όπου έχουν μακρινή καταγωγή. Μια βόλτα στον κήπο έρχεται λίγο πριν φύγουμε να ζητήσει μια τυφλή ηλικιωμένη γυναίκα. Η προϊσταμένη υπογράφει το χαρτί της άδειας και κείνη με τη βοήθεια της συγγενούς της γεμάτη χαμόγελα κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα.
Στο γυρισμό σιωπή.
Δίπλα μου τρώει μια ηλικιωμένη κυρία με την κόρη της, που έχει σοβαρό πρόβλημα νοητικής στέρησης. Πιο πέρα μια παρέα από γυναίκες κάτι λένε και γελάνε δυνατά, ενώ οι άνδρες του απέναντι τραπεζιού, όσοι έχουν ακέραια την ακοή, προσπαθούν να ακούσουν.
Κάποια στιγμή μια κυρία που μοιάζει να τάχει χαμένα σηκώνεται κατευθύνεται σε ένα άλλο τραπέζι και παίρνει την κρέμα που προορίζεται για επιδόρπιο μιας γιαγιάς. Δεν κάνει να φάει γλυκό, το σάκχαρο της είναι εξαιρετικά ανεβασμένο. Η γυναίκα επιμένει.
Οι υπάλληλοι της τάζουν ένα υποκατάστατο και η τάξη επιστρέφει. Όπως θα επιστρέψουν και κείνοι σε λίγο στους θαλάμους τους για τη μεσημεριανή κατάκλιση.
Το επόμενο πρωί θα σεργιανίσουν ως την άκρη του μεγάλου διαδρόμου, σε μια αίθουσα που έχει διαμορφωθεί η εκκλησία να ακούσουν όπως κάθε Σάββατο τη λειτουργία, μια λειτουργία που συχνά χοροστατεί ο ίδιος ο Πατριάρχης και μετά θα περιμένουν το κυριακάτικο επισκεπτήριο.
Όσοι έχουν συγγενείς, παιδιά που ζουν στην Πόλη, φίλους ίσως έχουν κάποια επίσκεψη.
Οι υπόλοιποι θα αρκεστούν σε μια από τις επισκέψεις των Ελλήνων τουριστών που έκαναν τον κόπο να ξεκλέψουν λίγο χρόνο από τις διακοπές τους εδώ για να έρθουν και να τους φέρουν δώρα και πάνω από όλα αγάπη.
Η ζωή στο ελληνικό γηροκομείο της Κωνσταντινούπολης δεν είναι εύκολη. Στεγάζεται εντός του συγκροτήματος των Νοσοκομείων Βαλουκλή, ένα νοσοκομείο ξακουστό σε όλο τον κόσμο γιατί ανάμεσα στις υπόλοιπες κλινικές του φιλοξενεί δυο αποτελεσματικές κλινικές στην αποθεραπεία από την εξάρτηση του αλκοόλ και των ναρκωτικών, όπως με περηφάνια μας λέει καθώς μας υποδέχεται ο κύριος Δημήτρης Καραγιάννης.
Φέτος το νοσοκομείο που ιδρύθηκε το 1753 γιορτάζει 250 χρόνια ζωής. Στο χώρο που βρίσκεται σήμερα, περίπου μισή ώρα από το κέντρο, στο Επταπύργιο, μεταφέρθηκε στα 1850 από το Γαλατά.
Φτιάχτηκε από τον Ελληνισμό της πόλης για την περίθαλψη των ορθόδοξων Ελλήνων και αποτέλεσε για δεκαετίες έναν αληθινό φάρο μαζί με τα υπόλοιπα Ελληνικά ιδρύματα για τους Ρωμιούς, ιδιαίτερα σε εποχές που οι καταστάσεις δυσκόλευαν. Σήμερα είναι υπό την αιγίδα των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων, όπως αποκαλούνται. Πρόεδρος της εφορίας είναι ο Δημήτρης Καραγιάννης, ένας εξαιρετικά σημαντικός επιστήμονας που αφιέρωσε τη ζωή του εκεί. Καθώς περνάς την πόρτα του κτηρίου που στεγάζεται το γηροκομείο, που φιλοξενεί μονάχα Έλληνες ηλικιωμένους, που αυτή την εποχή φτάνουν τους 110, οι ψηλοτάβανες σάλες σε ταξιδεύουν σε άλλες εποχές.
Από τα χολ μέχρι τα γραφεία, υπέροχα παλιά έπιπλα από περασμένες δεκαετίες φτιάχνουν ένα αρχοντικό σκηνικό. Έπιπλα που φαίνεται πως κρύβουν ιστορίες. Ιστορίες ενός παράξενου και εξαιρετικά ανήσυχου αιώνα για τους Έλληνες της πόλης.
Η Φωτεινή Μαγιόγλου είναι η προϊσταμένη τα τελευταία τρία χρόνια. Αποφάσισε να έρθει να δουλέψει εδώ από αγάπη για αυτούς τους μεγάλους ανθρώπους, όπως μου λέει με το χαρακτηριστικό παχύ λάμδα της. Μαζί με τα υπόλοιπα δεκαεπτά άτομα του προσωπικού που όμως δεν είναι Έλληνες όπως παλιά.
Περπατάμε στους διαδρόμους. Είναι η ώρα που αποσύρονται στα δωμάτια.
Στο χωλ η κυρία Μαργαρίτα με φωνάζει να με ρωτήσει από πού είμαι. Εσείς τη ρωτώ;
Από το Πέραν μου απαντά. Είμαι σαράντα επτά ετών. Τώρα που πέθανε ο πατέρας μου, γνωστός ασφαλιστής θα υπάγω στας Αθήνας να ζήσω. Μαζί με την οικογένεια Δημητριάδη αν γνωρίζετε. Έχει κοκέτικη εμφάνιση, βαμμένα νύχια και στην πραγματικότητα είναι 88 ετών και ο πατέρας της πεθαμένος εδώ και μισό αιώνα.
Οι περισσότεροι θυμούνται με νοσταλγία τις χρυσές μέρες της Πόλης. Τα σπίτια στο Πέραν, το Ταξίμ και το Βόσπορο, τα αξιώματα. Για τους διωγμούς δεν θέλουν να μιλούν πολύ πολύ. Σε μια άκρη η φωτογραφία του κυρίου Νίκου. Πέθανε πέρσι, εκατό χρόνων.
Η λατέρνα του ήταν μυθική στην Πόλη. Έξω από το δωμάτιο του συναντώ τον κύριο Λάζαρο. Σαράντα χρόνια μουσικός σε καράβια. Γύρισε όλο τον κόσμο. Ομιλούσα πάντα άψογα την αγγλική, μου λέει. Τα δωμάτια μοιάζουν με δωμάτια σπιτιών. Έχουν φέρει όσα πίστευαν ότι θα τους βοηθούν να θυμούνται.
Όσοι δεν έχουν παιδιά πουλούν τα σπίτια τους και αγοράζουν για το υπόλοιπο του βίου τους μονόκλινα δωμάτια μεταφέροντας όσο πιο πολλά από τα υπάρχοντα τους μπορούν. Μετά το θάνατο τους τα έπιπλα μένουν στο ίδρυμα. Ο κύριος Λέανδρος, 93 χρόνων με καταγωγή από τη Χαλκηδόνα και σπίτι στο Μόδι, πριν το πουλήσει και το δωρίσει στο γηροκομείο, ήταν ράφτης για πολλά χρόνια. Εξήντα έξι συνολικά. Μου αρέσουν οι καλοντυμένοι άνθρωποι ξέρεις. Στην Πόλη είμαστε πια όμηροι. Εδώ καλά είναι, αλλά κακόν εστί το γήρας.
Τους ανθρώπους αυτούς βοηθά από το 1946 ο Σύνδεσμος βοηθείας απόρων, ασθενών και γερόντων των νοσοκομείων Βαλουκλή. Με 450 ενεργά μέλη, σε σύνολο περίπου δύο με δυόμισι χιλιάδων Ελλήνων που έχουν απομείνει στην Πόλη, αφιερώνουν πολλές ώρες της βδομάδας σε κείνους.
Ο ρόλος του συλλόγου ήταν ιδιαίτερα σημαντικός στον πόλεμο, όταν οι δυσκολίες του νοσοκομείου αντιμετωπίστηκαν χάρη σε μια ειδική συνδρομή που έβαλαν στους προύχοντες. Ο πρόεδρος του συλλόγου τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, λογιστής στο επάγγελμα, Γεώργιος Ατέσογλου θεωρεί καθήκον το να προσφέρεις. Εκμεταλλεύεται την μεσημεριάτικη αργία για έρχεται. Τον άνθρωπο τον μόνο πρέπει να τον βαστήξεις από το χέρι μου λέει και ανοίγει κουτιά με γλυκά για τους γέροντες. Τα παράπονα για τους Έλληνες πολιτικούς δεν λείπουν. Χρηματοδότηση επίσημη από το ελληνικό κράτος δεν υπάρχει.
Ένα από τα πιο συγκινητικά δωμάτια είναι της κυρίας Ευσεβίας. Εκδότρια της μια εκ των δύο ελληνικών εφημερίδων της πόλης. Της Απογευματινής. Κυκλοφορεί από το 1925. Ο Πατριάρχης της έδωσε πρόσφατα το Μεγαλόσταυρο μου λέει και μου δείχνει ένα φύλο της εφημερίδας. Όσο ζω θα την εκδίδω. Οι Τούρκοι την εκτιμούν, δεν παντρεύτηκα ποτέ γιατί ανέλαβα να βοηθήσω τα αδέρφια μου στην έκδοση. Ξέρετε, λέει και δακρύζει, οι πλούσιοι έφυγαν από χρόνια από την Πόλη και έμεινε μόνον η μεσαία τάξις.
Η Ανδρομάχη, η Κορνηλία και η Έλλη έγιναν φίλες εδώ. Δεν ακούν καλά καλά η μία την άλλη αλλά μου αναφέρουν ονόματα. Τα Τατάβλα ή Κουτουλούς, τα σπίτια με τις αυλές που χάθηκαν, χοροεσπερίδες, το Μέγα Ρεύμα. Θες δεν θες εκεί μέσα βουρκώνεις.
Και αλλού συγκινείσαι στη θέα μοναχικών ηλικιωμένων ανθρώπων αλλά εκεί το ιστορικό βάρος είναι διαφορετικό. Οι φωτογραφίες πάνω στα κομοδίνα, τα αποκόμματα των εφημερίδων, τα ενθυμήματα μιας εποχής που για τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης έχει παρέλθει από καιρό.
Την Τουρκία την θεωρούν πατρίδα τους, την Ελλάδα την αγαπούν, μερικοί ονειρεύονται μια βόλτα στο Ζάππειο των Αθηνών, άλλοι ένα ταξίδι στη Χίο από όπου έχουν μακρινή καταγωγή. Μια βόλτα στον κήπο έρχεται λίγο πριν φύγουμε να ζητήσει μια τυφλή ηλικιωμένη γυναίκα. Η προϊσταμένη υπογράφει το χαρτί της άδειας και κείνη με τη βοήθεια της συγγενούς της γεμάτη χαμόγελα κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα.
Στο γυρισμό σιωπή.