20/1/2013 ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Αλλες εποχές, θα πείτε... Τότε η Ελλάδα μόλις είχε βγει από έναν απελευθερωτικό αγώνα και προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Οπως κάνει και τώρα. Με τη διαφορά ότι τότε, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι φωτισμένοι με παιδεία και γνώση που είχαν όνειρα γι'αυτόν τον τόπο, όπως αποδεικύεται από τις πράξεις τους.
Για τη χάραξη νέων δρόμων στη νεοσύστατη πρωτεύουσα γκρεμίστηκαν 72 εκκλησίες.
Η Καπνικαρέα σώθηκε χάρη στον πάτερα του Όθωνα. Κάποτε οι ναοί στέγαζαν δικαστήρια, σχολεία, νοσοκομεία, ακόμη και πυριτιδαποθήκες.
Ηταν η εποχή που η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος απαγόρευε την ανοικοδόμηση μεγάλου αριθμού εκκλησιών, προτείνοντας μάλιστα τη δραματική μείωσή τους για λόγους οικονομικούς.
Ηταν Μάρτιος του 1834 και η Αθήνα μια πόλη ερειπίων - αρχαίων, βυζαντινών και σύγχρονων. Η έννοια των βυζαντινών μνημείων δεν είχε ακόμη παγιωθεί. Οι βυζαντινοί ναοί ήταν απλώς εκκλησίες, τις οποίες κατέγραψαν οι αρχιτέκτονες-πολεοδόμοι Κλεάνθης και Σάουμπερτ στο σχέδιό τους για τη χάραξη των οδών της Αθήνας. Σημείωσαν 115 εκκλησίες, εκ των οποίων μόνο 30 θα μπορούσαν κατά τη γνώμη τους να διατηρηθούν με επιδιόρθωση. Την ίδια πάνω-κάτω εποχή, σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Λύσσανδρου Καυταντζόγλου αποτυπώνεται η ύπαρξη 14 βυζαντινών ναών και αρχίζουν οι πρώτες προσπάθειες για την προστασία και διάσωση των «μεσαιωνικών μνημείων» της πόλης.
Τύχη αγαθή έχει φέρει στο πηδάλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος έναν λόγιο ιερωμένο, τον διαφωτιστή Θεόκλητο Φαρμακίδη, ο οποίος εκδίδει μια εγκύκλιο που θα καθορίσει την τύχη των εκκλησιαστικών κτισμάτων στη χώρα για έναν ολόκληρο αιώνα. Η εγκύκλιος αυτή, αφού αναφέρεται «στους εθνικούς προπάτορες και στα λαμπρά οικοδομήματά τους», τονίζει «την κακή και "εισαγώμενη"συνήθεια της ίδρυσης πολλών εκκλησιών, ιδιαίτερα στις ελεύθερες επί Τουρκοκρατίας περιοχές» και προβλέπει τη «δραματική μείωση του αριθμού των ενοριών του Βασιλείου, ανά πενήντα τουλάχιστον οικογένειες», το «κλείσιμο των περιττών» και επιβάλλει την ανακαίνιση των παλαιών, όπως μας λέει η δρ Αρχιτεκτονικής Ελένη-Αννα Χλέπα που ανακάλυψε το άγνωστο αυτό έγγραφο του 1834 και το παρουσιάζει στην εξαιρετική μελέτη της «Τα Βυζαντινά Μνημεία στη Νεότερη Ελλάδα. Ιδεολογία και Πρακτική των Αποκαταστάσεων (1833-1939)» (εκδόσεις «Καπόν»).
«Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου να μην κτιστούν νέες εκκλησίες, να διακοπεί η ανέγερσή τους, αν έχει αρχίσει, και να περιοριστεί ο αριθμός των ενοριών, γίνεται για λόγους οικονομικούς» σύμφωνα με την κ. Χλέπα. «Δεν τους ενδιαφέρει να επεκταθούν ή να αυξηθούν τα εκκλησιαστικά κτήρια, παρ'όλο που είναι υπαρκτή η ανάγκη να χωρέσουν οι νέοι κάτοικοι της πρωτεύουσας, οι οποίοι όλο και πληθαίνουν και δεν χωράνε στους μικρούς βυζαντινούς ναούς. Επειτα από αυτή την απόφαση, η σύγκρουση ενοριτών, Εκκλησιαστικών Συμβουλίων και κλήρου με την κεντρική διοίκηση ήταν αναμενόμενη, αν όχι προδιαγεγραμμένη».
Η χάραξη των νέων δρόμων για την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου της νέας πρωτεύουσας θα αποβεί μοιραία για πολλά βυζαντινά μνημεία της Αθήνας. Γκρεμίζονται 72 εκκλησίες. Οι «αγιασμένες πέτρες» τους χρησιμοποιούνται για την επισκευή της πρώτης μητρόπολης, της Αγίας Ειρήνης (1847), όπως και για την ανέγερση του μητροπολητικού ναού (1850). Εν τω μεταξύ οι περισσότεροι από τους 17 βυζαντινούς ναούς που σώζονται, δέχονται προσθήκες και επεμβάσεις (στην ουσία σοβαρές αλλοιώσεις) για να λειτουργήσουν ως ενοριακοί ναοί.
Ετσι, οι Αγιοι Ασώματοι, στο Θησείο, όπως και οι Αγιοι Απόστολοι, στην Αρχαία Αγορά, διευρύνθηκαν και μεταμορφώθηκαν σε δύο ευμεγέθεις βασιλικές με μεγάλα νεοεναγεννησιακά κωδωνοστάσια. Τα προσκτίσματά τους όμως στον 20ό αιώνα καθαιρέθηκαν και δόθηκε στους ναούς η αρχική μορφή τους. Τις ίδιες αλλοιώσεις δέχθηκε και το καθολικό της Μονής Ασωμάτων Πετράκη, που το 1834 είχε χρησιμοποιηθεί ως πυριτιδαποθήκη. Η παλαιά μητρόπολη, η Παναγία η Γοργοεπήκοος, άλλαξε πολλές φορές, λειτούργησε και ως δημόσια βιβλιοθήκη.
Η δε Καπνικαρέα σώθηκε από την κατεδάφιση, όταν χαράχτηκε η οδός Ερμού, με παρέμβαση του βασιλιά Λουδοβίκου Α'της Βαυαρίας (πατέρα του Οθωνα), ύστερα από αίτημα του Γάλλου αρχαιολόγου Adolphe Napoleon Didron.
Η Ευρώπη είναι παρούσα και συμπαρίσταται στο έργο που γίνεται για τη διάσωση των μνημείων μας. Απόδειξη ότι το 1890, για την αποκατάσταση των σπουδαίων ψηφιδωτών που κοσμούν το καθολικό της Μονής Δαφνίου και απειλούνται με κατάρρευση, κινητοποιούνται η ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη, το προξενείο μας στη Βενετία.
Αναζητούν τους καλύτερους ειδικούς τεχνίτες, απευθυνόμενοι και στο ιταλικό υπουργείο Παιδείας. Αναπτύσσεται μια τεράστια αλληλογραφία και καταλήγουν στο φημισμένο εργοστάσιο ψηφιδωτών του Antonio Salviati, που έχει ήδη συντηρήσει τα μωσαϊκά του καθεδρικού ναού του Παλέρμο και του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Χάρις στον Salviati σώζονται τελικά τα ψηφιδωτά που βλέπουμε σήμερα στη Μονή Δαφνίου, αλλά πίσω από όλη αυτή την προσπάθεια υπάρχει μια φωτισμένη προσωπικότητα, όπως ήταν ο έφορος αρχαιοτήτων Παναγιώτης Καββαδίας. «Ο Καββαδίας, που ήταν η ελίτ της ελληνικής πνευματικής ζωής, απευθύνθηκε στην ελίτ της Ευρώπης. Είχε επαφές με τους καλύτερους Ευρωπαίους με τους οποίους αντάλλασσε απόψεις».
Η σημερινή αντιπαράθεση, πάντως, των εκπροσώπων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με τους κληρικούς και μοναχούς έχει τις ρίζες της στις απαρχές της λειτουργίας του νεοελληνικού κράτους. Εχει γράψει ιστορία η διαμάχη επιτρόπων ενοριτών και Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για τον τρούλο της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα, τμήμα του οποίου έπεσε το 1917. Ο έφορος βυζαντινών αρχαιοτήτων Γ. Σωτηρίου επέμενε να ανακατασκευαστεί ο τρούλος στα αρχικά σχέδια του ναού, ενώ οι επίτροποι της εκκλησίας πήραν με το έτσι θέλω την υπόθεση στα χέρια τους και ανακατασκεύασαν τον τρούλο εν μιά νυκτί με δικό τους μηχανικό, επεκτείνοντάς τον μάλιστα καθ'ύψος, προκαλώντας την μήνιν του Σωτηρίου και παγιώνοντας την καχυποψία όλων των διαδόχων του, που έβλεπαν τις αυθαιρεσίες μοναχών και κληρικών κάθε φορά που ήθελαν να επεκτείνουν κελιά και ναούς χωρίς την άδεια κανενός.