Όλοι οι Εθνικοί Ευεργέτες είναι αναμφίβολα άξιοι της εθνικής ευγνωμοσύνης. Υπάρχουν, όμως και κάποιοι από αυτούς, που προκαλούν πραγματικό δέος με την απέραντη μεγαλοσύνη της ψυχής τους και την παθιασμένη λατρεία τους προς την πατρίδα, γράφει οΚώστας Χατζιώτης, συγγραφέας-οικονομολόγος
Ο Ιωάννης Πάγκας (Μπάγκα) (1814-1895), υπήρξε Έλληνας εθνικός ευεργέτης βλάχικης καταγωγής.
Γεννήθηκε το 1814 στην Κορυτσά. Πατέρας του ήταν ο επίσης ευεργέτης και έμπορος Γεώργιος Πάγκας. Ο Ιωάννης γράμματα πολλά δεν έμαθε. Ήξερε μόνο να γράφει και να διαβάζει.
Έφυγε από το σπίτι το 1833 για να αποφύγει τον γάμο στον οποίο τον εξανάγκαζε ο πατέρας του. Αρχικά εγκαταστάθηκε στη Θήβα και τη Χαλκίδα. Διαμέσου της Χαλκίδας εξέπλευσε για την Αλεξάνδρεια με μόνο εφόδιο ένα τάλληρο. Εγκαταστάθηκε στο Κάιρο ως ράπτης σε μια πολυάριθμη Ηπειρωτομακεδονική αποικία. Ζώντας λιτότατη ζωή μάζευε χρήματα και συντηρούσε τους γονείς του στην μακρινή πατρίδα και άλλους συγγενείς.
Καταπιάστηκε με την γεωργία και αναζητώντας πιο ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες πήγε στην Ρουμανία, όπου κατά συμβουλή και μίμηση του Ευάγγελου Ζάππα μίσθωσε μεγάλες εκτάσεις και τις καλλιέργησε. Με την εργατικότητα και τις ικανότητές του, ευδοκίμησε, και πλουσιότατος επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Απεβίωσε το 1895.
Εκείνο που έκανε τον Πάγκα να ξεχωρίζει ως ευεργέτη, είναι ο τρόπος και ο χρόνος που επέλεξε να προβεί στην εθνική χειρονομία της προσφοράς της περιουσίας του. Εν ζωή δαπάνησε επί σαράντα πέντε χρόνια επανειλημμένα γενναία ποσά για την ανέγερση σχολείων. Την περίοδο 1887-88 προσέφερε σημαντική χορηγία για την συνέχιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της ελληνικής σχολής Κορυτσάς, των διδακτηρίων και της βιβλιοθήκης της.
Έκτισε ένα κτιριακό μέγαρο στη γωνία της πλατείας Ομονοίας και οδού Αθηνάς, στο κέντρο της Αθήνας, που στα μετέπειτα χρόνια έγινε γνωστό ως ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος». Το τετραώροφο ξενοδοχείο "Μέγας Αλέξανδρος", που δεσπόζει στη δυτική γωνία της διασταύρωσης της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε το έτος 1889, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ernst Ziller (1837-1923), κατόπιν δωρεάς του Ιωάννη Μπάγκα (ή Πάγκα). Η ανέγερσή του (μαζί με το δίδυμό του "Μπάγκειο", λίγο αργότερα) εγκαινίασε, κατά κάποιο τρόπο μια νέα εποχή για τα αθηναϊκά ξενοδοχεία, από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής διάταξης και εξωτερικής μορφής (χαρακτηριστική η διακόσμηση της ζώνης του τελευταίου ορόφου με τις βαθυκόκκινες ορθογώνιες επιφάνειες). Βασικό νέο στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη κεντρικού υαλοσκεπούς αιθρίου, πέριξ του οποίου αρθρώνονται το κτίριο και οι λειτουργίες του. Αρχικά ήταν τριώροφο, με αγάλματα στη στέψη, τα οποία αφαιρέθηκαν όταν προστέθηκε ο τέταρτος όροφος (μετά το 1920), ενώ για ένα διάστημα, στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε αποκτήσει και παράρτημα σε άλλο κτίριο της πλατείας. Όπως και τα περισσότερα ξενοδοχεία της ευρύτερης περιοχής της Ομόνοιας, παρήκμασε μεταπολεμικά (το συγκεκριμένο λειτουργούσε πάντως ακόμη κατά τη δεκαετία του 1950, ενώ το ομώνυμο καφενείο-γαλακτοπωλείο του ώς τα τέλη του 20ού αιώνα). Πρόσφατα ανακαινίστηκε.
Το τριώροφο μέγαρο στη γωνία της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε κατά την δεκαετία του 1870. Το 1878 στο ισόγειο στεγάστηκε το καφενείο Χαραμή, ενώ από το 1892 εγκαταστάθηκε, στον ίδιο χώρο, το πολυτελές ζαχαροπλαστείο Σ. Ζαχαράτου-Κ. Καπερώνη (γαμπρός και πεθερός που διέθεταν, από τη δεκαετία του 1880, ανάλογα καταστήματα και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας). Λίγο αργότερα, στο γύρισμα του αιώνα, στους επάνω ορόφους του ίδιου κτιρίου λειτούργησε παράρτημα του ξενοδοχείου "Πάγκειον" (γνωστότερο ως "Μπάγκειον", που είχε ανοίξει από το 1894 στη γωνία της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας). Στη μεταπολεμική περίοδο στεγάστηκε επάνω ιδιωτικό φροντιστήριο και στο ισόγειο εστιατόριο. Το κτίριο ανακαινίστηκε στα τέλη του 20ού αιώνα.Το «Μπαγκειο Μεγάρο», το 1920 «γέννησε και στέγασε» το τελευταίο συστηματικό φιλολογικό κέντρο της Αθήνας,φιλοξενώντας την αφρόκρεμα των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι Κ. Βάρναλης, Ορ. Λιάσκος, Α.Τερζάκης, Τ. Άγρας, Δ. Ψαθάς, Μυρτιώτισσα, Ν. Λαπαθιώτης, Γ. Ρίτσος, κ.ά., συμβάλλοντας τόσο στην αναγνώριση του έργου τους, όσο και στην αναγνώριση του έργου του μεγάλου μας ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη. Ειδικά για τον Καβάφη,το MC διοργάνωσε στο Μπάγκειον Μέγαρον ειδική έκθεση και ημερίδα
Με συμβολαιογραφική πράξη που συνέταξε στις 16 Αυγούστου 1889, δώρισε ολόκληρη την περιουσία του στο ελληνικό κράτος, κρατώντας μόνο 1.000 δραχμές το μήνα για την συντήρησή του. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής κυβέρνησης έθεσε την «Μπάγκειο Επιτροπή» προς διαχείρισή του αμύθητου ποσού των άνω των δύο εκατομμυρίων δραχμών. Η περίπτωση αυτή είναι αξιοπρόσεκτη καθώς ίσως να είναι ο μόνος εθνικός ευεργέτης που πρόσφερε την περιουσία του εν ζωή και όχι μετά τον θάνατο του, την παραχώρησε όπως τόνισε για έργα «εθνωφελή και φιλάνθρωπα». Επίσης δώρισε στο ελληνικό κράτος, οικία του στην Αθήνα (επί της πλατείας Ομόνοιας), έργο του Τσίλλερ, και ένα ακόμη κτιριακό μέγαρο που φέρει την ονομασία «Μπάγκειον».