κληρονομιάς που το ελληνικό κράτος
προτίμησε να κλείσει οριστικά σε
"σεντούκια".
Οι συλλέκτες τους και το παράλληλο
κυνήγι του "θησαυρού"
Καταλαβαίνεις έναν καλό συλλέκτη από δύο πράγματα.Πρώτα είναι η διαίσθησή
και η γνώση, κοντολογίς το μάτι, που του επιτρέπει να επιλέγει πάντα
αυτό που έχει διαχρονική καλλιτεχνική αξία, ακόμα και αν το μαζέψει
από τα σκουπίδια...
Ύστερα, είναι το άγγιγμα του Μίδα. Ο,τι αγγίζει, αποκτά νωρίτερα ή αργότερα, χρηματιστηριακή οντότητα στην αγορά της τέχνης. Για να συνυπάρχουν
τα χαρίσματα αυτά, χρειάζεται να υποβοηθούνται από την ξεχωριστή
προσωπικότητα, που εστιάζει στο πάθος και γυρίζει περιφρονητικά την πλάτη
σε όλα τα υπόλοιπα, ακόμα και στο χρήμα. Τρεις τέτοιους συλλέκτες
ευτύχισε να έχει η Ελλάδα και μαζί έχασε τρεις ευκαιρίες να καρπωθεί
η πολιτεία, τις μυθικές τους συλλογές στο ακέραιο.
Τι είχαμε, τι (κυριολεκτικά) χάσαμε
Ο γνωστότερος ήταν ο Αλέξανδρος Ιόλας, στο πρόσωπο του οποίου,
πολλοί Έλληνες αντί να δουν μια καλλιτεχνική και εμπορική ιδιοφυΐα,
διέκριναν μονάχα έναν εκκεντρικό ομοφυλόφιλο.
Λιγότερο διάσημος, αλλά οπωσδήποτε σπουδαίος ήταν ο Γιώργος Κωστάκης,
σοφέρ της πρεσβείας μας στην Μόσχα, την περίοδο της ΕΣΣΔ που κατάφερε
να διασώσει και να αναδείξει το κίνημα της ρωσικής πρωτοπορίας,
με καλλιτέχνες όπως ο Καντίνσκι και ο Μαλέβιτς. Ο Γιάννης Περδίος που
πέθανε πριν από λίγους μήνες, ήθελε να περνά την ζωή του στην αφάνεια.
Είχε φτιάξει όμως μια συλλογή που θα ζήλευε η Εθνική μας Πινακοθήκη.
Και οι τρεις τους είχαν σχέση με την διασπορά. Ο Ιόλας και ο Περδίος ήταν
Αλεξανδρινοί, κοσμοπολίτες, πολύγλωσσοι. Ο Κωστάκης γεννήθηκε και έζησε
δεκαετίες στην Ρωσία, σε μια δύσκολη, αλλά ιδιαίτερη ιστορική φάση.
Και οι τρεις βρέθηκαν μπλεγμένοι. Ο Ιόλας κατηγορήθηκε για όργια
στη βίλα του και δικάστηκε, ο Κωστάκης χρειάστηκε να διαπραγματευτεί
με το κομμουνιστικό καθεστώς για να μπορέσει να φύγει από την ΕΣΣΔ
με την οικογένειά του, ενώ ο Περδίος πέρασε κάποιους μήνες πίσω από
τα σίδερα, κατηγορούμενος για κλοπή έργων τέχνης.
Και οι τρεις επιθυμούσαν - ενδόμυχα ή δεδηλωμένα - να δημιουργήσουν
στην πατρίδα τους ένα μουσείο, το οποίο θα στέγαζε τα πολύτιμα αποκτήματά
τους. Όμως το ελληνικό κράτος δεν μπόρεσε να διακρίνει την αξία των
προτάσεων ή καθυστέρησε τραγικά με αποτέλεσμα να το πληρώσει ακριβά.
Υπάρχει ένα ακόμα κοινό στοιχείο ανάμεσα στους τρεις. Όλοι τους είχαν
μυθιστορηματικό βίο, γεμάτο συγκινήσεις, απογοητεύσεις και τρομερές
γνωριμίες.
Η βίλα του Ιόλα καταληστεύτηκε και λεηλατήθηκε. Μάς έμειναν μόνο κάποια
έργα που έκανε δωρεά στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και κάποια
στην Εθνική Πινακοθήκη. Ένα μέρος μόνο της συλλογής Κωστάκη έφτασε
στα χέρια μας και με πολύ μεγάλο χρηματικό τίμημα επί υπουργίας Βενιζέλου,
ενώ θα μπορούσαμε να την είχαμε πάρει ολόκληρη πριν από την συμφωνία
αυτή. Από την συλλογή Περδίου, μπορεί τελικά να καταλήξουν λίγα έργα
στο κράτος, ως αντάλλαγμα για τον φόρο κληρονομιάς των δικαιούχων
συγγενών του - αν αποφασίσουν οι τελευταίοι να καλύψουν με αυτόν τον
τρόπο την εφορία.
Ο δαιμόνιος Ιόλας
Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν γεννημένος το 1907 στην Αίγυπτο και γόνος μιας
οικογένειας πλούσιων βαμβακεμπόρων. Οι γονείς του τον προόριζαν για
επιχειρηματία, αλλά εκείνος είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες και ταλέντο στο χορό.
Επέλεξε αρχικά την καριέρα του χορευτή, εγκαταστάθηκε στο προπολεμικό
Βερολίνο, το οποίο εγκατέλειψε με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία για
να πάει στο Παρίσι. Ήρθε σε επαφή με σπουδαίες προσωπικότητες, τις
οποίες γοήτευε χάρις στους τρόπους και την καλλιέργειά του. Η πορεία του
συνεχίζεται στην Νέα Υόρκη, όπου το 1944, εξαιτίας ενός τραυματισμού
αφήνει τον χορό και εστιάζει στο εμπόριο της τέχνης.
Ανοίγει την πρώτη του γκαλερί στο Μεγάλο Μήλο, χωρίς να έχει ιδιαίτερο
οικονομικό κεφάλαιο αλλά την υποστήριξη σπουδαίων ανθρώπων και κυρίως,
τη διάθεση να καθιερώσει τους Γάλλους σουρεαλιστές καλλιτέχνες στην Αμερική,
όπου δεν ήταν τόσο γνωστοί. Λίγα χρόνια αργότερα ανακάλυψε τον Άντι
Γουόρχολ, ενώ κέρδιζε σταδιακά την εμπιστοσύνη καλλιτεχνών, εμπόρων
τέχνης και διευθυντών μουσείων για το τρομερό του ένστικτο στην τέχνη και
την ικανότητα του να διαβλέπει νέα ρεύματα. Ανοίγει μια σειρά από γκαλερί
σε διάφορες πόλεις του κόσμου, ενώ από την δεκαετία του ’60 και μετά περνά
αρκετό χρόνο στην Ελλάδα. Προωθεί νέους Έλληνες δημιουργούς, συμβάλει
στην αναγνώριση ξένων ταλέντων, έχει τον σεβασμό όλων.
Κτίζει μια βίλα στην Αγία Παρασκευή, στην οποία στεγάζει αρχαία και βυζαντινά
κομμάτια μαζί με πίνακες. Η βαθιά του επιθυμία είναι να γίνει ένα μουσείο
με το όνομά του. Αντ’ αυτού βρίσκεται αντιμέτωπος με την δικαιοσύνη για τον
τρόπο ζωής του ενώ μεγάλη μερίδα του Τύπου, του φέρεται απαξιωτικά.
Το 1987 πεθαίνει στην Νέα Υόρκη, ενώ δεν υπήρξε καμιά κρατική μνεία
για την προστασία της συλλογής και του σπιτιού. Σήμερα η βίλα υπάρχει
ακόμα, λεηλατημένη και με τεράστιες φθορές, να μας υπενθυμίζει τη
μεγάλη ευκαιρία που χάσαμε.
(Ο Αλέξανδος Ιόλας)
Κωστάκης, ο σοφέρ που έγινε
συλλέκτης
Χρημάτισε για δεκαετίες οδηγός στην
ελληνική, σουηδική και καναδική πρεσβεία
στην Μόσχα. Χωρίς να έχει την
απαραίτητη κατάρτιση, παρά μόνον ένστικτο,
κατάφερε να διακρίνει την τεράστια
καλλιτεχνική αξία ενός συνόλου έργων,
που είχε καταδικάσει στην λήθη και την
απαξίωση ο σταλινισμός και που συχνά, οι ίδιοι οι δημιουργοί τους τα
κατέστρεφαν ή τα έκρυβαν, καθώς ήταν κυνηγημένοι από το καθεστώς.
Επρόκειτο για το κίνημα της ρωσικής πρωτοπορίας (1910 - 1930), το οποίο
είχε περάσει στην αφάνεια, καθώς θεωρήθηκε ότι πρόδωσε τις αρχές του
κομουνιστικού ιδεώδους.
Ο Κωστάκης, ήταν γιος εμπόρου από την Ζάκυνθο. Γεννήθηκε στην Μόσχα
το 1913 και ως νέος έπιασε δουλειά ως οδηγός. Συχνά συνόδευε ξένους
διπλωμάτες στις επισκέψεις του σε παλαιοπωλεία. Τότε αφυπνίστηκε το
καλλιτεχνικό του αισθητήριο, μπροστά στα ακριβά χαλιά, τα έπιπλα αντίκες,
τα κοσμήματα και τις πορσελάνες. Έχοντας το προνόμιο του να πληρώνει
σε συνάλλαγμα, ο Κωστάκης πετύχαινε καλύτερες τιμές. Αγόρασε το 1931
το πρώτο αντικείμενο της συλλογής του, ένα πορσελάνινο αγαλματίδιο του
Ναπολέοντα. Συνέχισε με πίνακες Φλαμανδών ζωγράφων, χαλιά, υφαντά
και αντικείμενα αργυροχρυσοχοΐας.
Το 1946 είδε για πρώτη φορά ένα έργο της Ροζάνοβα, που εντάσσεται στο
κίνημα της πρωτοπορίας. Προσπάθησε να αγοράσει και άλλα έργα της ίδιας
περιόδου, αλλά ήρθε αντιμέτωπος με κάθε λογής εμπόδια μιας και το καθεστώς
είχε επιβάλει σιωπή γύρω από το κίνημα και είχε ασκήσει διώξεις στους
καλλιτέχνες. Παρόλα αυτά, ο Κωστάκης με απίστευτο πείσμα εντοπίζει τους
ίδιους ή τους συγγενείς του και φτιάχνει σιγά – σιγά μια πλήρη συλλογή,
απορρίπτοντας με αλάθητο κριτήριο, έργα που δεν έπρεπε να ενταχθούν
σε αυτήν. Μαζί συλλέγει και ρωσικές εικόνες του 15ου και του 17ου αιώνα.
Στεγάζει την συλλογή του στο μικρό του διαμέρισμα στην Μόσχα, με πίνακες
που κρέμονταν ανα τρεις – τέσσερις σειρές. Η φήμη της είχε περάσει τα
ρωσικά σύνορα και όποια σπουδαία προσωπικότητα επισκεπτόταν την πόλη,
πήγαινε στο σπίτι του Κωστάκη για ξενάγηση. Πρόεδροι κρατών, πρωθυπουργοί,
διευθυντές μουσείων στη Δύση, συλλέκτες, κροίσοι όπως ο Ροκφέλερ,
όλοι πέρασαν από τα δύο μικρά δωμάτια.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Κωστάκης αποφάσισε να φύγει από την
ΕΣΣΔ και άρχισε να διαπραγματεύεται την αποχώρησή του, έχοντας
ως ισχυρό χαρτί την συλλογή. Για να κερδίσει την ελευθερία του το 1977,
αναγκάστηκε να αφήσει πίσω το 80% της συλλογής, καθώς και τις ρωσικές
εικόνες. Ερχόμενος στην Ελλάδα ήθελε να δωρίσει το άλλο μέρος στο ελληνικό
κράτος σε ένα μουσείο με το όνομά του. Η επιθυμία του δεν έγινε ποτέ
πραγματικότητα. Τελικά το μεγαλύτερο μέρος από τα έργα αυτά, πήγαν
στην Θεσσαλονίκη, αφού πληρώσαμε ένα σεβαστό ποσό.
(O Γιώργος Κωστάκης
στο διαμέρισμά του
στη Μόσχα)
(Τετ α τετ Κωστάκη - Κέννεντυ)
Περδίος, ο Ιντιάνα Τζόουνς
της Αιγύπτου
Ο Γιάννης Περδίος που πέθανε στις αρχές Φεβρουαρίου υπήρξε η ζωντανή
ενσάρκωση της έννοιας του συλλέκτη,
έχοντας καταφέρει να αγοράσει τα
ωραιότερα και αντιπροσωπευτικότερα
δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής
από τον 17ο ως τον πρώιμο 20ο αιώνα.
Στην συλλογή του είχε ακόμα έγγραφα,
κοσμήματα, μπακίρια και μικρογλυπτική. Το μάτι του ήταν αλάνθαστο και το
αισθητήριο του για την αυθεντικότητα εμπιστεύονταν οι πάντες. Ήταν άνθρωπος
μονήρης και μυστικοπαθής, αλλά αριστοκρατικός στην συμπεριφορά. Κυπριακής
καταγωγής, γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, από καλή οικογένεια, ο Περδίος
μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η τέχνη είχε ιδιαίτερη αξία. Ο νομικός
και φιλόλογος πατέρας του, ένας άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια, του είχε
κάνει άλλωστε το πρώτο δώρο που τον μύησε στο συλλέγειν: ένα αρχαίο
νόμισμα. Έκτοτε μπήκε μέσα του το μικρόβιο. Στα νεανικά του χρόνια υπήρξε
ένας Ιντιάνα Τζόουνς που πέρασε πολλές από τις νεανικές του νύχτες σε τέντες
βεδουϊνων στην έρημο, αναζητώντας θησαυρούς.
Εγκατέλειψε την Αίγυπτο για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ελλάδα και
στην Αγγλία, όπου αργότερα ασχολήθηκε επαγγελματικά με φαρμακευτικές
και τουριστικές επιχειρήσεις. Για να κρατήσει στα χέρια του αυτό που
επιθυμούσε ο Περδίος, ξεπερνούσε όλα τα εμπόδια. Είχε αγοράσει πίνακα
καταβάλλοντας ένα ποσό αντίστοιχο με την αξία μιας μονοκατοικίας
στα Ανάκτορα. Συνέλεγε μεθοδικά πληροφορίες, γινόταν ντεντέκτιβ,
κυνηγούσε τον στόχο παθιασμένα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ διότι ήξερε ότι
η σύζυγος και τα παιδιά θα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα μετά τα έργα.
Έφτασε να μπει ακόμα και στην φυλακή μερικούς μήνες, για μια υπόθεση
αγοράς έργων του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα από την οικονόμο του ζωγράφου.
Ζούσε μόνος του σε μια βίλα στο Ψυχικό, μαζί με τα έργα. Δεν έβαλε ποτέ
θέρμανση για να μην επηρεάζονται οι ευαίσθητοι στην θερμοκρασία καμβάδες,
δεν πήγαινε ταξίδια ή διακοπές για να μην τα αφήνει μόνα τους.
Πηγές αναφέρουν ότι είχε συναντήσει έναν υπουργό Πολιτισμού για
να του εκφράσει την επιθυμία του, να γίνει ένα μουσείο για την συλλογή του.
Εκείνος δεν αντελήφθη την τεράστια ευκαιρία και ο συλλέκτης θυμωμένος
δεν ξαναθέλησε να αποκτήσει αλισβερίσι με το κράτος. Πρόσφατα
ανοίχτηκε η διαθήκη του, στην οποία αφήνει την συλλογή του στους
συγγενείς του.
(Ο Γιάννης Περδίος στην οικία του)
Της Μαργαρίτας Πουρνάρα