Η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Κυψέλης (ΟΠΙΚ), έχει αναπτύξει εκτός των άλλων και μία θεματική ενότητα που αφορά την εργασία και την επιχειρηματική δραστηριότητα, όπου καταγράφονται προφορικές μαρτυρίες κατοίκων και επαγγελματιών της περιοχής. Καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα του «κόσμου της δουλειάς», ήρθε σε επαφή με μια ποικιλία εργασιών και επαγγελμάτων: από επαγγέλματα «παραδοσιακά», όπως το εμπόριο, έως επαγγέλματα «αφανή» (νοικοκυρές), από επαγγέλματα που ασκούνται διαχρονικά αλλά με διαφορετικό τρόπο στο πέρασμα των χρόνων (μανάβηδες) έως επαγγέλματα τεχνιτών που συνθλίβονται από τις οικονομικές υποχρεώσεις, από πλανόδιους μικροπωλητές έως εγκατεστημένους στο χώρο επαγγελματίες..."
Η ΟΠΙΚ αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη, μνήμες της εργασίας στην Κυψέλη, για το tvxs.
"...Τα ερωτήματα που απασχολούν την θεματική της εργασίας περιστρέφονται γύρω από την οργάνωση του εκάστοτε επαγγέλματος, την «πρόσδεσή» του με την περιοχή και τη «δικτύωση» με άλλες περιοχές της πόλης, τις εργασιακές σχέσεις, τις απολαβές και τον ελεύθερο χρόνο, το συνδικαλισμό, τους επαγγελματικούς ανταγωνισμούς και, κυρίως, τον τρόπο με τον οποίο αυτά αλλάζουν διαχρονικά. Το πείσμα, η επινοητικότητα, η δημιουργικότητα και η αξιοπρέπεια των εργαζόμενων ανθρώπων αναδεικνύονται πειστικά μέσα απ’ όλες τις αφηγήσεις. Παράλληλα, οι προφορικές μαρτυρίες θέτουν πολύ σύγχρονες διαστάσεις του συγκεκριμένου ζητήματος, όπως η αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, η επιστροφή σε παλαιότερες μορφές απασχόλησης ή η επινόηση νέων μορφών, η ραγδαία μεταβολή στην κοινωνική σύνθεση των κατοίκων, η μείωση της κατανάλωσης και των εισοδημάτων, οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες. Λ.Π – Δ.Μ.
Μνήμες της εργασίας στην Κυψέλη – οι μαρτυρίες
«Ο πατέρας μου άρχισε να δουλεύει μανάβης με γάιδαρο. […] Ε, η αγορά τότε, όπως είναι σήμερα του Ρέντη, ήτανε εκεί που είναι σήμερα το Γκάζι. Από εκεί προμηθευότανε χονδρικώς τα πράγματα. […] ‘Ήταν γεμάτος ο γάιδαρος προϊόντα. […] Και είχε κρεμασμένη την μπαλάντζα, που λέγαμε, τη ζυγαριά την παλιά, του χεριού. […] Στο Γκάζι, υπήρχε παχνί που το λέγαμε. […] Και διανυκτέρευε ο γάιδαρος εκεί. Ο πατέρας μου πήγαινε την άλλη μέρα, έπαιρνε το γάιδαρο, φόρτωνε τα πράγματα που είχε αγοράσει στην αγορά, πούλαγε και πάλι το ίδιο. […] Όχι σε καταστήματα. Είτε σε περαστικούς, είτε είχε πελάτες, δηλαδή βγαίνανε στο μπαλκόνι. Πέρναγε ο κυρ-Δήμος από κάτω να πούμε, φώναζε: «Εεεε, μανάβης» και τα λοιπά, «έχω κείνο», ό,τι προϊόντα είχε φορτωμένα. Έβγαινε η κυρία στο μπαλκόνι: «κυρ-Δήμο, περίμενε λίγο», κατέβαινε. Κατάλαβες;» Γ.Γ., μανάβης, 56 ετών
«Τα περισσότερα σπίτια ήτανε με υπηρέτες μέσα. Ε, μικρός εγώ τότε, πήγαινα τις παραγγελίες στα σπίτια… μπακαλόγατος. […] Στις πολυκατοικίες, να φανταστείς, υπήρχε πάντα η είσοδος υπηρεσίας. Απαγορευόταν να πάω από την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας. Υπήρχε ο θυρωρός, σου ‘λεγε: «πήγαινε από το ασανσέρ το πίσω, της υπηρεσίας». Και πήγαινες σε ασανσέρ που σε έβγαζε στις κουζίνες». Γ.Γ., μανάβης, 56 ετών
«Κάποιο διάστημα άνοιξα ένα μαγαζί με νεωτερισμούς, ψιλικά και τέτοια, στην Άνω Κυψέλη. Νοίκιασα ένα μαγαζί και το έκανα μαγαζί. Ήθελε ο αρραβωνιαστικός μου να μου δώσει λεφτά να το φτιάξω. Αλλά εγώ ήθελα να το φτιάξω μόνη μου. Ήτανε τότε η Ελβιέλα και πήγα να πάρω εμπόρευμα. Ήταν εκεί κάτι μεγάλοι άντρες, σαράντα χρονών ή κάτι τέτοιο. Και μου είπαν να υπογράψω γραμμάτιο. Δεν υπογράφω λέω γραμμάτια, θέλω να το ανοίξω μόνη μου και δεν θέλω να πάρω λεφτά από τον αρραβωνιαστικό μου, κοιταχτήκαν αυτοί. Και μου τα έδωσαν. (…) Πήρα κουμπιά από την Ερμού, μου αρέσαν πολύ τα κουμπιά, κάλτσες, τέτοια… Και έγιναν τα εγκαίνια. Ήρθε κόσμος, ξεπούλησα. Την άλλη μέρα, αφού μάζεψα λεφτά, πήγα να πληρώσω την Ελβιέλα. Πήγα να πληρώσω τις κάλτσες. Έτσι έκανα και μ’ αυτό το μαγαζί. Το μαγαζί θα πρέπει να το κράτησα κανένα χρόνο και μετά το πούλησα …». Κ.Μ., ιδιοκτήτρια καταστήματος με είδη δώρων – υφάντρια, μοδίστρα, 80 ετών.
«Πάω να δω που πουλάνε αργαλειούς. Και μια και δυο πάω στον ΕΟΜΜΕΧ να μάθω (…) Παραγγέλνω τον αργαλειό. Είχα πάει και στου Μολοκότου να πάρω κλωστές. Το στημόνι, ήταν κάποια Βάσω στην Καισαριανή. Της λέω θα έρθεις να μου κάνεις το στημόνι. (….) Με βοήθησε να καταλάβω όταν έσπαγε μία κλωστή πως θα το κάνω. Μου φαινότανε αυτό ότι ήτανε πολύ σπουδαίο επίτευγμα ότι θα μπορούσα να δέσω μία κλωστή. Και όταν έδενα μία κλωστή, χειροκροτούσα τον εαυτό μου. Και σιγά-σιγά άρχισα να υφαίνω και ύφαινα πολύ ωραία πράγματα. Γιατί όταν βάλεις το γούστο σου και δεν κοιτάς τι λέει η παράδοση, η παράδοση είχε αυτά που είχε, εγώ δεν ήθελα να κάνω αντιγραφή της παράδοσης, αυτά που κάνουνε στα Γιάννενα και στο Μέτσοβο και στα τέτοια, τίποτα, εγώ ήθελα να κάνω δικά μου, ήθελα να κάνω ένα ελεύθερο σχέδιο. Και έκανα ελεύθερο σχέδιο. Σκεφτόμουνα, ας πούμε να κάνω τοτέμ. Έπαιρνα μαύρη, άσπρη κλωστή και έκανα αυτό που ήθελα, πραγματικά έκανα πολύ ωραία. Έκανα ήλιους, ηλιοβασιλέματα, σύννεφα, τέτοια ήθελα να κάνω (…) Έφτιαχνα στον αργαλειό ρούχα, παλτά, ταγιέρ, φούστες, αριστουργήματα». Κ.Μ., ιδιοκτήτρια καταστήματος με είδη δώρων – υφάντρια, μοδίστρα, 80 ετών
«Ήρθα στο μαγαζί αυτό, Υακίνθου 11, με άλλο σκεπτικό, όχι υφαντά, αλλά είδη δώρων. Και εδώ πάλι δεν κάθισα ήσυχα, έκανα μαξιλαράκια, έβαφα μόνη μου δαντέλλες με κρεμμύδι, με μούρα, με κάπνα από το τζάκι, με διάφορα τέτοια. Και έραβα πολύ λεπτές αιθέριες δαντέλλες, έκανα μαξιλαράκια ρετρό με σατέν από μέσα, με δαντέλλες. Που πάλι ήτανε [για] μια ειδική μερίδα ανθρώπων. Δηλαδή, δεν ήταν της ευρείας κατανάλωσης. Δεν είχα ποτέ μου της ευρείας κατανάλωσης, γιατί ποτέ μου δεν με τράβηξε το χρήμα. Ήθελα να ζω καλά, να κοιτάω την οικογένεια μου, όχι μόνο με τη δουλειά μου, αλλά και να μαγειρεύω, να συγυρίζω, να πλένω…» Κ.Μ., ιδιοκτήτρια καταστήματος με είδη δώρων – υφάντρια, μοδίστρα, 80 ετών.
«Το μαγαζί που ξεκίνησα ήταν διαλεχτό, είχε διαλεχτά είδη. Ήτανε πιο διαλεχτός κόσμος. Και τότε ας πούμε οι Κυψελιώτες που ήταν τότε πελάτες μου, φύγανε, έχουνε πάει στην Κηφισιά, στα προάστια (…) Και φτώχυνε ο κόσμος. Ήρθαν πιο φτωχοί. Και ήρθανε και οι διαβολοξένοι. Οι ξένοι λοιπόν μαζεύουνε τα λεφτά τους για την πατρίδα, δεν χαλάνε εδώ λεφτά». Κ.Μ., ιδιοκτήτρια καταστήματος με είδη δώρων – υφάντρια, μοδίστρα, 80 ετών
«Τώρα ράβω τσάντες, φτιάχνω κοσμήματα της αρέσκειας μου, τα κεριά μου, άρχισα τώρα να κάνω και λίγο ράψιμο. (…) Λέω μήπως βγει κάτι, για να μην κλείσει το μαγαζί, μήπως βγουν τα έξοδα του. Αλλά όλα αυτά φθίνουν. Και έχει αλλάξει. Είχα κάτι ακριβά κομμάτια και όμορφα, αλλά σταματήσανε να ζητάνε. Και άρχισα να φέρνω αυτά που ζητάνε. (…) Γεμίζει η ψυχή μου από τη δουλειά αυτή. Σκέφτομαι και στην ηλικία μου: αχ θα πάω το πρωί, να τελειώσω αυτή την τσάντα, να της βάλω αυτό εκεί, να πάρω αυτό, να δω που θα το ταιριάξω αυτό. Δηλαδή το μαγαζί το κουβαλάω μαζί μου, αλλά το κουβαλάω με αγάπη, όχι με άγχος. Ακόμα και τα τζάμια που σκέπτομαι ότι θέλουν πλύσιμο και αυτά τα κουβαλάω μαζί μου. Ότι πρέπει να φτιάξω τα τζάμια, να ευπρεπίσω το μαγαζί, με τη σκέψη ότι αυτός που θα μπει μέσα δεν έχει καμία δουλειά να βλέπει ένα μαγαζί ακατάστατο, μπορεί να πάει σε άλλο μαγαζί. Και από σεβασμό στον πελάτη και στον εαυτό μου θέλω να είναι το μαγαζί περιποιημένο». Κ.Μ., ιδιοκτήτρια καταστήματος με είδη δώρων – υφάντρια, μοδίστρα, 80 ετών.
«Το μαγαζί είναι δεύτερη γενιά, είναι οικογενειακή καθαρά επιχείρηση, είχαμε πάρα πολύ προσωπικό κάποτε, πάρα πολύ προσωπικό, δηλαδή 8-9 άτομα έχουμε φτάσει, αλλά είναι έτερον εκάτερον αυτό, ξέρετε είναι και η αλλαγή των συνηθειών που υπάρχουνε, παλιά υπήρχε η εικόνα της μοδίστρας στο σπίτι, ξέρω ’γω κάθε δύο τρεις μήνες στο σπίτι ερχόταν η μοδίστρα και εγκαθίσταντο στο σπίτι». Π.Κ., ιδιοκτήτης καταστήματος ειδών ραπτικής, 55 ετών
«Έχει φύγει η πελατεία, οι παλιές βιοτεχνίες, οι μοδίστρες και τα λοιπά οι Ελληνίδες, γιατί υπήρχαν πάρα πολλά ατελιέ εδώ, έχουνε φύγει. Υπήρχαν ατελιέ με δέκα κοπέλες μέσα. Κοπέλες οι οποίες ζούσαν μέσα στο ατελιέ, μάθαιναν την τέχνη, τρώγανε στο σπίτι μέσα, τρώγαν και ξύλο ακόμα, όχι μόνο φαγητό από τις δασκάλες εκεί που είχανε, αληθινό είναι αυτό που σας λέω, και έρχονται μερικές φορές και μας, μας λένε ας πούμε για κάποιες μοδίστρες που δουλεύανε και κλαίνε που θυμούνται δηλαδή, σκληρή εφηβεία, δηλαδή φεύγανε 14 χρονών να μάθουν αυτή τη τέχνη, έτσι; Και ξέρω ’γω, κόβαν λάθος το ύφασμα, τρώγαν ξύλο. Αλλά θυμούνται τη δασκάλα τους με, με συγκίνηση. Και όχι μια, πολλές. …» Π.Κ., ιδιοκτήτης καταστήματος ειδών ραπτικής, 55 ετών
«Ε, τώρα είπαμε αλλάξανε λίγο οι συνήθειες, δε ράβει τόσο πολύ ο κόσμος, με την κρίση βέβαια υπάρχει μια επιστροφή, μια τάση για να διατηρήσουμε τα ρούχα μας οπωσδήποτε, η μεταποίηση έχει έτσι μια μικρή κίνηση. Χωρίς να είναι τόσο μεγάλη όσο θα περιμέναμε. Ε αυτό οφείλεται στο ότι έχει φύγει ο κόσμος, (…) η οικογένεια δηλαδή η ελληνική έχει φύγει…» Π.Κ., ιδιοκτήτης καταστήματος ειδών ραπτικής, 55 ετών
«Αρχικά, ξεκίνησα να πουλάω παπούτσια, δεν είχα πρόγραμμα να κάνω επισκευές, το άνοιξα για πωλητήριο. Ανοίξαμε με μηδαμινό κεφάλαιο, δεν είχαμε και δυνατότητα. Αν είχαμε τη δυνατότητα χρημάτων, να βάλουμε το κατάλληλο εμπόρευμα, θα ήταν διαφορετικά, αλλά εμείς δεν είχαμε κεφάλαιο να ρίξουμε. Ανοίξαμε το μαγαζί, βασιζόμενοι στα χέρια μας, θα πάμε να δουλέψουμε κάτω, θα έρθει η γυναίκα μας να κάτσει εδώ, πέντε από δω, πέντε από κει, να κάνουμε ρίζα και μαγιά, για να μπορέσουμε να…. Εντάξει τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά (…), κάναμε τέσσερα παιδιά (…), στερηθήκαμε…» Β.Μ., τσαγκάρης, 63 ετών
«Η Κυψέλη ήτανε πολύ ωραία, εκείνα τα χρόνια που ’ρθα εγώ, ’79 -’80, αφρόκρεμα ελληνισμού υπήρχε, έκανες μια δουλειά που έκανε τέσσερις δραχμές, σου δίνανε πέντε, πάρε Βασίλη πιές και μια μπύρα, ανάλογα τη δουλειά που έκανες. Όπως σου είπα είμαι γνώστης στη δουλειά επάνω και το εκτιμούσανε. Τώρα, η Κυψέλη έχει γίνει ζούγκλα, δεν είναι κατοικήσιμη πλέον, για ελληνικές οικογένειες όχι…» Β.Μ., τσαγκάρης, 63 ετών
«Το 1985 ανοίξαμε επιχείρηση στην Κερκύρας, αριθμός 21, κομμωτήριο "Νίκη", το όνομα της αδελφής μου. (...) Είχε πάρα πολλή δουλειά, πήγαμε πάρα πολύ καλά, φτιαχτήκαμε, αγοράσαμε διαμέρισμα (...) Η πελατεία ήταν αριστοκρατική (...) μέχρι το 1990 το κομμωτήριο ήταν γυναικεία υπόθεση και αυστηρή παρακαλώ: δεν είχε κουτσομπολιό, μιλούσαμε στον πληθυντικό... είχε πολλή δουλειά και καλή, ποιοτική πελατεία (...) καταρχήν μες στο κομμωτήριο υπήρχε κλασσική μουσική (...) σήμερα δεν υπάρχει ποιότητα πάνω στη δουλειά..., έφυγε η ποιότητα, ο καλός ο κόσμος…, δυστυχώς αλλάξανε τα δεδομένα και μειώθηκε η πελατεία κατά 40% από το 1995 και μετά». Π.Μ, κομμώτρια, 42 ετών.
http://crystal-metaepikoinonia.blogspot.gr