Γράφει ο Ελευθέριος Σκιαδάς.
Εκκωφαντικός θόρυβος ξύπνησε τους περίοικους της πλατείας Συντάγματος στις δυόμισι το πρωί της 2ας Ιουλίου 1935. Τα βλέμματα στράφηκαν στην οδό Ξενοφώντος 5, όπου έμενε ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς. Ο πυκνός καπνός και η κατεστραμμένη είσοδος έδειχναν ότι κάτι κακό είχε συμβεί στο σπίτι του δημάρχου. Εξάλλου, η άμεση κινητοποίηση των Αρχών ασφαλείας αποκάλυψε την πραγματικότητα. Οι δράστες αντί για… επισκεπτήριο είχαν ρίξει στο γραμματοκιβώτιο του Κοτζιά ένα καψούλι δυναμίτιδας και έσπευσαν να εξαφανιστούν με κατεύθυνση τη λεωφόρο Αμαλίας. Το καψούλι εξερράγη προκαλώντας μεγάλο θόρυβο, στην εξώπορτα άνοιξε μια μεγάλη τρύπα, ενώ έπεσαν και μερικοί σοβάδες.
Οι υποψίες στράφηκαν προς τους υπαλλήλους της δημαρχίας που είχαν ήδη απολυθεί ή σε εκείνους που είχε προαναγγελθεί η απόλυσή τους. Μία από τις πρώτες ενέργειες του Κώστα Κοτζιά όταν εκλέχτηκε δήμαρχος Αθηναίων (1934), επιθυμώντας να εξοικονομήσει πόρους, ήταν να απολύσει σχεδόν χίλιους δημοτικούς υπαλλήλους που έκρινε ότι αποτελούσαν πλεονάζον προσωπικό. Το πρόβλημα ήταν ότι οι εν λόγω υπάλληλοι ανήκαν στον δικό του πολιτικό χώρο, ήταν δηλαδή αντιβενιζελικοί, και θεώρησαν ως υπέρτατη προδοσία την πράξη απόλυσής τους. Ένας δε εκπρόσωπός τους ονόματι Ασημάκης Καθάρειος έσπευσε μετά την απόπειρα να στείλει μήνυμα στον Κοτζιά: «Να είναι βέβαιος ότι οι απολυμένοι αν η απόγνωσις φθάση εις αδιέξοδον δεν θα στραφούν κατά της θύρας της οικίας του, αλλά κατά της κεφαλής του ήν θα διδάξουν επαρκώς να μάθη να σέβεται και να μην ασχημονή άνευ ορίου»!
Παρά το γεγονός ότι αποκαλύφθηκε ποιοι ήταν οι δράστες ο παμπόνηρος Κοτζιάς δεν υπέβαλε μήνυση εναντίον τους, δηλώνοντας ότι δεν επιθυμούσε την ποινική τους δίωξη, «διότι οι πολιτικοί άνδρες απαντούν πολιτικά και δεν ασχολούνται με την υποβολήν μηνύσεων».