Μπήκα μαζί με τους πρώτους στο βαγόνι κι έριξα μια ματιά στην αποβάθρα. Καθόλου δεν τους είχα προσέξει κατά τη διάρκεια της αναμονής. Μια στιγμούλα μόνο ήταν.
Το παιδί θα κόντευε τα πενήντα, είχε ολοστρόγγυλο, γλυκό πρόσωπο, με μικρά μάτια, χωρίς ρυτίδες. Η μάνα εβδομήντα και κάτι. Κοντοκουρεμένη, με κάτασπρα μαλλιά. Το παιδί χαμογελούσε. Είχε περασμένο το αριστερό χέρι στον αγκώνα της μάνας που έκλεινε προς το στήθος και το αγκάλιαζε προστατευτικά. Το δεξί του χέρι μόνο μπορούσε να κουνήσει.
Την κίνηση κυρίως πρόλαβα να δω. Σε δευτερόλεπτα. Της έπιανε το τσουλούφι που στεκόταν μπροστά στο πρόσωπο και της το γυρνούσε πίσω απ’ το αυτί. Τρυφερά, τόσο τρυφερά, όπως τα δεκαεξάχρονα αγόρια που σπρώχνουν τα μαλλιά της αγαπημένης στο πίσω μέρος του κεφαλιού για να φανεί το πρόσωπο και να τη φιλήσουν με άνεση. Όχι, λάθος, ήταν πιο τρυφερό ακόμη.
Η μάνα δεν το κοιτούσε στα μάτια. Κοιτούσε τους άλλους και χαμογελούσε περήφανη.
Ύστερα επιβιβάστηκαν σφιχτοδεμένοι στο διπλανό βαγόνι.