Κατοχή το Εστιατόριον Αβέρωφ στην Σταδίου και Αμερικής με τα λουστράκια να προσπαθούν να πείσουν περαστικούς για να τους γυαλίσουν τα παπούτσια
και να πάρουν κανένα εκατομμύριο (Κατοχικό νόμισμα).
Η τζαμαρία του εστιατορίου ήταν βαμμένη με άσπρη μπογιά μέχρι την μέση
για να μην κοιτάζουν οι πεινασμένοι τους τυχερούς που τρώνε.
Απ΄έξω υπήρχε και χώρος για το μενού της ημέρας αλλά ήταν κενό
γιατί ο μάγειρας έβαζε στην κατσαρόλα ότι εύρισκε από την μαύρη αγορά.
Τα ασπρισμένα τζάμια στα φαγάδικα υπήρχαν και μετά τον εμφύλιο τότε
που προσπαθούσαν όλοι να σταθούν στα πόδια τους.
Για τον ίδιο λόγο ή από συνήθεια.
Το μενού το έλεγε ο σερβιτόρος-ιδιοκτήτης-μάγειρας...όσπριο...λαδερό...
μακαρονάδα με σάλτσα...πατάτες φούρνου με σάλτσα ψητού
(το ψητό ολίγο για ολίγους).
Ζυθεστιατόριον-εστιατόριον-μαγειρείον ...έγραφαν οι ταμπέλες και από κάτω
διάφορα όπως...οι φίλοι...η καλή καρδιά...η Τρίπολη κ.λ.π.
Υπήρχαν αρκετά γύρω από την Ομόνοια...δούλευε κοσμάκης εκεί...
Για όλα τα βαλάντια και χωρίς ντροπή οι παραγγελίες...
Σκέτη μακαρονάδα...φασολάδα και το πιάτο άδειαζε αμέσως και έφευγαν
και ξαναγύριζαν στο μεροκάματο.
Οι βαμμένες τζαμαρίες στα εστιατόρια με τα χρόνια δεν είχαν νόημα να υπάρχουν.
Ποιός θα σταμάταγε να κοιτάξει τι τρώνε οι άλλοι...χορτάτοι οι περισσότεροι...
καλοζωϊσμένοι.
Πετούσαν στα σκουπίδια ότι έμενε από τα φαγητά στο σπίτι για να φθάσουμε
στις ημέρες μας να ξανάρθουν οι πεινασμένοι και να ψάχνουν πάλι τους κάδους
των σκουπιδιών όπως οι πρόγονοί τους στην Κατοχή.
Δεν θα ήταν κακή ιδέα να ξαναβαφτούν μέχρι την μέση οι τζαμαρίες
των φαγάδικων για να μην κοτοστέκονται και κοιτάζουν τους τυχερούς
που τρώνε.
πίσω στα παλιά