Βρέθηκε η παλιά παρέα, άρρενες συμμαθητές, έπειτα από χρόνια -"Réunion"το λένε- σοβαροί, επιτυχημένοι όλοι, με γνώσεις και κύρος, όπως το ήθελαν τα όνειρα των γονιών μας, δεμένα σε κόμπο γραβάτας γύρω από τον λαιμό μας, μέσα σε σιδερένια ρούχα, με πορτοφόλια που κι αν αδειάσουν ξαναγεμίζουν γρήγορα, με εκείνο το ύφος «Λελέ» που γυαλίζει από την έπαρση, όταν εκτίθεται στον ήλιο και που μόνο η επαγγελματικοκοινωνική καταξίωση μπορεί να προσδώσει στον αέρα που κινείσαι.
Οι προδιαγραφές, για μια βραδιά με ενδιαφέρον, ήταν φροντισμένες από ειδικό, που είχε μελετήσει τα CV των καλεσμένων, είχε κανονίσει τις θέσεις στο παρακείμενο τραπέζι όλοι κι όλοι δεκαοχτώ τον αριθμό, γιατροί χωριστά, μακριά από τους τεχνοκράτες, που παρεκάθηντο δίπλα στους διπλωμάτες παραδίπλα οι οικονομολόγοι -πέντε στον αριθμό- απέναντι σε θεωρητικούς και νομομαθείς. Η συζήτηση άναψε αμέσως, περιστράφηκε με καλυμμένο τρόπο, που όλοι καλά γνωρίζαμε σαν αλφαβητάρι, στο πόσο καλά τα πήγαμε στη ζωή χάρη στην εξυπνάδα μας, το αλάθητό μας ένστικτο και τις ευκαιρίες που αρπάξαμε. Χαζά αστεία, κλισέ, χαζές φιλοφρονήσεις. Άνθρωποι λιγόλογοι και σοβαροί, κάποιος πρέσβης της Ε.Ε. στην Ουάσιγκτον, ένας άλλος αστροφυσικός που κατέληξε ποντικός στο Cern, ένας άλλος στο διοικητικό της Augusta Bell, ένας που ασχολείται με κατασκοπευτικά αεροπλανάκια, άλλος που παίζει με καραβάκια στους ωκεανούς και άλλοι, άμεσα αναγνωρίσιμοι εμπρός στους καθρέφτες μας.
Γυρίζαμε όλοι άσκοπα στον κήπο, με το ποτήρι στο χέρι κουδουνίζοντας τα παγάκια, όταν των φωτεινών διδασκάλων μας καύχημα, αλλά και δικό μας, αφού κτύπησε τα χέρια για να στρέψουμε την προσοχή σ'αυτόν, στάθηκε στη μέση του κήπου κάτω από το φως και με τη βροντερή του φωνή είπε: «Κύριοι... Παρακαλώ την προσοχή σας!». Έβγαλε με επιδεικτική τελετουργία αργά από την τσέπη του ένα μαντήλι δεμένο σε σχήμα σαν πουγκί. Το τοποθέτησε με το δεξί του χέρι πάνω στην αριστερή του παλάμη και αργά, με σηκωμένο το αριστερό του φρύδι, έλυσε τον κόμπο... Σαν άνοιξαν οι γωνιές του μαντηλιού ξεπρόβαλλαν, σαν πυρσός, τα πετράδια των παιδικών μας χρόνων άδετα, ελεύθερα, γεμάτα φως και χρώματα. Είχε κάτι από το άγαλμα της Ελευθερίας αυτή η στάση του Άγγελου. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τα μάτια όλων μας να κάνουν έναν ήχο κλείστρου φωτογραφικής μηχανής, καθώς τον κοίταζαν όλοι αποσβολωμένοι. Αδυνατούσαμε να επεξεργαστούμε την πληροφορία που μας έδινε. Παραήταν απλή για να είναι διαχειρίσιμη. Όποιος ξεχνάει χάνεται, ραγίζει όποιος θυμάται. Τι προσπαθούσε να μας πει; Εμείς το μόνο παιγνίδι που θυμόμασταν ήταν οι κλέφτες κι οι αστυνόμοι.
Μια ζωή προσπαθούσαμε να κλέβουμε ζωή και να αστυνομεύουμε όνειρα και πόθους. Τι δύναμη έκρυβαν, λοιπόν, αυτοί οι 18 πολύχρωμοι γυάλινοι βόλοι ή μπίλιες, που μέσα από μια χούφτα έκαναν 18 ανθρώπους με δέος να σιωπήσουν; Μια σιωπή που αναγέννησε ή και επαναδημιούργησε στον λίγο χρόνο που διήρκησε, τη σχέση ανάμεσα σε μια αγνότητα, σε μια αθωότητα, σε μια ειλικρίνεια, σε έναν αυθορμητισμό και σε μία ευπιστία, στις χάρες αυτές που συνιστούν μέσα μας την παιδικότητά μας; Η παιδικότητα που χάθηκε στον δρόμο, ήταν το τίμημα που πλήρωσε ο «πολιτισμός» μας, όταν υποχώρησαν οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις διαφορετικές περιόδους της ζωής μας.
Στέκαμε και κοιτούσαμε άφωνοι την ανασηκωμένη φωτισμένη ανεστραμμένη παλάμη του Άγγελου όταν άρχισε να μιλά στην Αραμαϊκή -που κατείχαμε, απταίστως, όλοι. Γούβες, μπούκες, λάις μου, τα πίσω, κλόκου πάστρα μου... Τα λόγια του, σκούντησαν τη σιωπή που ξύπνησε. Τα σφιγμένα χείλη έπεσαν μονόπλευρα προς τη μια πλευρά σε μια ένδειξη αποδοκιμασίας στην υποτιθέμενη υπερβολή. Είναι δυνατόν να σοβαρολογεί; Μα ποιος αλήθεια όμως τολμούσε να αποδοκιμάσει τον άνθρωπο που άκουγε με θαυμασμό
η Condoleezza Rice; Και τότε, τα κρύα χρόνια που μας είχαν χωρίσει έφυγαν κι ήρθαν τα ζεστά χρόνια της συμμαθητείας να τα αλλάξουν όλα εκείνη τη βραδιά. Το πρώτο που κινήθηκε ήταν ένα «banker shoe» αργά-αργά, γύρισε στο πλάι και άρχισε να οργώνει το γρασίδι χαράσσοντας τη διαχωριστική γραμμή εκκίνησης του αγώνα και τα άλλα έκαναν πιρουέτες στα καλογυαλισμένα τακούνια τους σκάβοντας έτσι τις μπούκες, τις πρωτόλειες αυτές γκολφικές οπές. Η διαφορά ήταν στο λάις.
Και ήταν σκληρή η σύγκριση της εικόνας που είχε κρατήσει η μνήμη με την τωρινή. Χώμα και σκονισμένες μπλε και άσπρες «Ελβιέλες» παρατεταγμένες δίπλα-δίπλα τότε, τώρα γρασίδι και γυαλισμένα μαύρα παπούτσια. Κάτι έδειχνε να είχε αλλάξει, αλλά εκείνη τη στιγμή η εικόνα φάνταζε σαν ένας εφιάλτης που έρχονταν απ'το μέλλον.
Είχαμε γίνει ήδη ξανά παιδιά, το «αγαπητέ» έγινε ξανά «ρε, ηλίθιε». Κανείς δεν νοιάζονταν για τα σακάκια που ήταν πεταμένα επάνω στις τριανταφυλλιές, ούτε για το Armani που καθόταν γονατιστό στο γρασίδι και σούταρε τον γυαλινόρο για να τον πετάξει έξω από τη γούβα κι ας έτρωγε γονατιά από πίσω για να αστοχήσει. Η ανεμελιά έχει ανάγκη μια περιρρέουσα ασφάλεια για να ζωντανέψει, που κι αυτή με τη σειρά της έχει ανάγκη την οικειότητα για να γεννηθεί.
Ο Άγγελος ήξερε τι έκανε. Είναι απίστευτη η ανάγκη για λίγη ανεμελιά, το πόσο γρήγορα κάνει τις εικόνες του σήμερα να σβήνουν και να κρύβονται πίσω από το γέλιο της θύμησης, και πόσο μας πονάνε και μας τρομάζουν, όταν σαν τέρατα επανεμφανίζονται.
*Ο Περικλής Λάσκαρις είναι Κερκυραίος αρχιτέκτων.